http://www.krassanakis.gr/index.files/krasanakis.gif

ΔΙΑΛΕΞΤΕ ΕΙΔΟΣ

http://www.krassanakis.gr/index.files/asteri.gif ΚΛΑΣΙΚΑ, ΠΟΝΗΡΑ κ.α.

http://www.krassanakis.gr/index.files/asteri.gif  ΚΡΗΤΙΚΑ - ΧΩΡΙΑΤΙΚΑ Κ.Α.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ, EΞΥΠΝΑ , ΠΟΝΤΙΑΚΑ κ.α.

 

http://www.krassanakis.gr/index.files/asteri.gif  ΔΙΑΦΟΡΑ.

 

 

 

ΟΙ ΣΥΝΤΕΚΝΟΙ

Ένας μαντιναδολόγος Ηρακλειώτης πάει στο Λασίθι να δει ένα συνάδελφό του. Το βράδυ,  επειδή ο Λασιθιώτης είχε μόνο ένα κρεβάτι,  ο Ηρακλειώτης κοιμήθηκε στο ίδιο κρεβάτι με το Λασιθιώτη και τη γυναίκα του. Το πρωί που ξύπνησαν, ο Ηρακλειώτης καλεί το Λασιθιώτη σε μια γωνιά και του λέει εμπιστευτικά και με συμπονετική φωνή:

_Σύντεκνε μάθε το πώς η συντέκνισσα δεν είναι μπιστεμένη,

όλη τη νύκτα με τη χέρα της μου την είχε …κρατημένη!

Και ο Λασιθιώτης του απαντά κοφτά:

_Σύντεκνε, εγώ σου τηνε κράτουνα με τη δεξιά μου χέρα,

μη τύχει η αφιλότιμη και πάει παραπέρα!

 

 

ΤΟ ΣΤΡΩΣΙΜΟ ΤΟΥ ΚΡΕΒΑΤΙΟΥ (Γιατί «στρώνουν» το γαμήλιο κρεβάτι)

Στην Κρήτη παλιά, όταν είχαμε γάμο, γινόταν «στρώσιμο του κρεβατιού» και μετά  την ερωτική πράξη, απλώνανε τα σεντόνια, για να δείξουνε ότι η νύφη ήταν παρθένα. Το έθιμο ήθελε να επαναλάβει και ο Μανωλιός. Ωστόσο δεν βρίσκει τη νύφη ντάξει και μένει εμβρόντητος. Μπρος σ’ αυτό η νύφη του επεξηγεί τσακπίνικα:

_Ησύχασε Μανωλιό μου, μα ούλες οι γυναίκες έτσα ν’είμαστε. Απλώς μετά την πράξη πιάνει ο γαμπρός  το κόκκινο μπογιά και βάφει τα σεντόνια. Ίντα θαρρείς;

Ο Μανωλιός ικανοποιείται από την απάντηση και μετά από επανωτές ερωτικές πράξεις κατεβαίνει στην αποθήκη και παίρνει τον μπογιά, για να κάνει αυτό που του είχε πει η νύφη. Όμως αντί να πάρει τον κόκκινο, παίρνει τον πράσινο και αφού βάφει τα σεντόνια, τα απλώνει από μόνος του, παίρνει μια καρέκλα και κάθεται πιο δίπλα, ανάβει τσιγάρο και περιμένει να περάσουν οι συγχωριανοί του να του πουν τα συχαρίκια. Πρώτος περνά ο Μιχαλιός και αφού βλέπει τα σεντόνια πρασινισμένα του απαντά με θαυμασμό:

_Ρε Μανωλιό, είπαμε δα να προχωρήσεις, μα όχι και να φτάσεις και μέχρι τη χολή!

 

Η ΚΑΛΗ ΣΥΖΥΓΟΣ

Ο Αρ. Κρασανακης από τον Α. Γεώργιο Λασιθίου, είχε τη συνήθεια να πηγαίνει το καλοκαίρι σε ένα αμπέλι που βρισκόταν λίγο πιο κάτω από το σπίτι του και να κάνει την ανάγκη του (το νερό του)  κάτω από μια κρεβατίνα τσιμπολογόντας ταυτόχρονα τα σταφύλια. Κάποια μέρα εκεί που έκανε αυτό πάει και κάθεται μια μέλισσα πάνω στο πουλί του. Βλέποντά την ο Αριστοτέλης χαμογελά και της λέει πειρακτικά:

_Μωρέ μπράβο λουλούδι που βρήκες να κάτσεις;!

Και πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση, επειδή κουνήθηκε, η μέλισσα φοβισμένη του κεντρίζει το πουλί  και φεύγει. Σε λίγο πρήζεται το πουλί του Μανωλη και κείνος σφαδάζει από τους πόνους και βάζει τις φωνές. Ακούγοντάς αυτό η γυναίκα του, τρέχει και τον παίρνει και πάνε πιο κάτω σε ένα εκκλησάκι. Εκεί βάζει το δάκτυλό της στο λάδι ενός καντηλιού και μετά αρχίζει να αλείφει  σταυρωτά το πουλί του συζύγου της και λέγοντας ταυτόχρονα τρεις φορές:

_Στο όνομα του Θεού και της Παναγίας, πάρ’ του, θεέ μου, τους πόνους και άφησέ του το πρήξιμο!

_Στο όνομα του Θεού και της Παναγίας, πάρ’ του, θεέ μου, τους πόνους και άφησέ του το πρήξιμο!

_Στο όνομα του Θεού και της Παναγίας, πάρ’ του, θεέ μου, τους πόνους και άφησέ του το πρήξιμο!

 

ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΡΟΛΟΙ

Ο παπάς έδεσε το γάιδαρο στη μέση της καλαμιάς προκειμένου να φάει όσα στάχυα είχαν πέσει κάτω,  και μετά βάζει  στη σκιά που έκανε ο γάιδαρος μερικά στάχυα και ξάπλωσε  πάνω τους.  Κάποια στιγμή από το διπλανό χωράφι  του λέει ένας:

_Παπά, μήπως έχεις ρολόι?

Ο παπά σηκώνει το δεξί του χέρι  και πιάν ει την ουρά του γαιδάρου και με το άλλο τα…μαλακά του και στη συνέχεια απαντά:

_Σύντεκνε Μιχάλη, η ώρα είναι 11.37, ακριβώς.

Ακούγοντας – βλέποντας αυτά ο άλλος μονολογεί. Πάει…. τρελάθηκε ο παπάς. Πριν όμως τελειώσει τη σκέψη του αυτή βλέπει να περνά από εκεί κάποιος που φορούσε ρολόι στο χέρι και το ρωτά τα ίδια και κείνος του απαντά τα ίδια, δηλαδή: Η ώρα είναι 11.37, ακριβώς.  Προ αυτού ο Μιχάλης λέει του παπά:

_ Σύντεκνε, δαίμονας είσαι ή παπάς; Πες μου σε παρακαλώ  πως βρίσκεις την ώρα πιάνοντας την ουρά και τα σκέλια του γαιδάρου και εγώ θα σου δώσω ό,τι θες?

Και ο παπάς:

_Να, όπως είμαι ξαπλωμένος, σηκώνω με το ένα χέρι την ουρά και με το άλλο τα μαλακά του γαϊδάρου και έτσι βλέπω στο βάθος το καμπαναριό της εκκλησίας με το ρολόι!!

 

ΟΙ ΣΚΥΛΟΙ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΜΙΛΟΥΝ ΚΡΗΤΙΚΑ!!

Ο Μανώλης πάει ταξίδι στην Αμερική και όταν επιστρέφει τον ρωτά ο σύντεκνός του:

_Και ίντα σού ‘κανε δα, μπρε σύντεκνε, πλιά εντύπωση στην Αμερική;

_Να σου πω, σύντεκνε, οι σκύλοι. Οι σκύλοι στην Αμερική είναι πλιά καλοί και πλια μορφωμένοι από τσ’ ανθρώπους. Οι άνθρωποι εκειδά σου μιλούνε αλλιώς από μας, ενώ οι σκύλοι μιλούνε  σαν και τσι δικούς μας, γαυγίζουν Κρητικά! Να μα την Παναγία, σύντεκνε!

 

Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Ο Μανώλης πάει στην Αθήνα και η γυναίκα του τον συμβουλεύει:

_Πρόσεχε ακόμη και πως θα μιλάς. Να μη λες το «τσι… και τσι…» και φαίνεσαι ότι είσαι χωριάτης. Αντί να λες  π.χ. «αλάτσι», να λες «αλάτι», αντί να λες «τση μανας σου», να λες «της μάνας σου» κ.τ.λ., εντάξει?

_Εντάξει.

Πάει ο Μανώλη στην Αθήνα και σε κάποιο περίπτερο σταματά και λέει του περιπτερά:

_Δώσε μου, σε παρακαλώ, μια «τατάρα».

_Τι είναι αυτό; τον ρωτά απορημένος ο περιπτεράς.

_Αυτό που…  να ξέρεις, να  (κάνοντας τη κίνηση που) κτενίζουμε τα μαλλιά!

_Α, θες «τσατσάρα».

Και ο Μανώλης του απαντά : Α γεια σου σύντεκνε, συμπατριώτης? Συμπατριώτης?

 

ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΑΓΕΛΑΔΕΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΦΤΕΡΑ

Ο Μανώλης την ώρα που περπατά στο δρόμο, δέχεται ένα μικρό ενθύμιο από ένα πουλάκι στο πρόσωπο. Βλαστημώντας, βγάζει το μαντήλι του και σκουπίζεται. Εκείνη τη στιγμή περνάει από κει ο παπάς του χωριού.

-Μη βλαστημάς τέκνο μου. Δεν κάνει. Είν' αμαρτία απ' το Θεό.

-Μα πάτερ, δε βλέπεις πως μ' έκανε το βρωμόπουλο;

-Σκέψου, τέκνον μου, ότι ο Θεός μ' όλη τη σοφία του δεν έδωσε φτερά στις αγελάδες.

 

 

Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΙ Ο ΣΗΦΗΣ

1. Ο Σήφης βλέπει το Μανώλη να ξύνει το αυτί του με το κλειδί του αυτοκινήτου του και του λέει:

- Μπρε συ σύντεκνε, αν δεις και δεν παίρνεις ομπρός, πες μου να σε σπρώξω!

 

2. Ο Μανώλης βλέπει το Σήφη πάνω σε μια σκάλα και για να τον πειράξει του λέει μεταξύ αστείου και σοβαρού:

_"Μωρέ Σήφη, πρόσεχε να μην πέσεις και σπάσει  η κεφαλή σου και θα γεμίσει ο τόπος άχερα."
Και ο Σήφης του απαντά:

-"Και 'συ μπρε Μανώλη, πρωί-πρωί, το φαΐ σκέφτεσαι..."

 

 

Ο ΤΡΟΧΟΝΟΜΟΣ

Ο τροχονόμος στο παραβάτη:

_Τα στοιχεία σου… Λέγε γρήγορα όνομα και Διεύθυνση.

Και ο παραβάτης:

_Ιντα, αλληλογραφία θ’ ανοίξουμε;

 

 

ΜΑΝΤΕΨΤΕ ΤΙ ΤΟΥ ΕΛΕΓΑΝ

Κάποιος στο χωριό Λατσίδα του Μεραμβέλου είχε ένα γάιδαρο που μια μέρα έριξε κάτω την αφεντικίνα του και σκοτώθηκε. Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία και όλοι οι άνδρες περνούσαν μπροστά από το τον χήρο και του έδιναν τα θερμά τους συλλυπητήρια. Συνάμα του έλεγαν κάτι στο αυτί.

Μήπως ξέρετε τι του έλεγαν;

(Η απάντηση:  Το ρωτούσαν «Αν δανείζει ή αν πουλά τον γάιδαρο!»)

 

 

 

Ο ΜΑΝΩΛΙΟΣ ΠΑΕΙ ΣΤΟ ΓΙΑΤΡΟ

 

Ο Μανωλιός, ένας 25χρονος από το χωριό Αβρακόντε του Λασιθίου,  πάει στο γιατρό και του λέει:

_Γιατρέ, μια βδομάδα τώρα είμαι τούμπανο, δεν μπορώ  να ενεργηθώ  και μάλιστα  πονάω και από πίσω φοβερά, κάνε κάτι.

_Γδύσου αμέσως, για να σε δω! του απαντά ο γιατρός.

Μόλις τον βλέπει ο γιατρός από πίσω λέει στη νοσοκόμα να του φέρει ένα καλέμι και ένα σφυρί. Και μόλις τελειώνει  ο γιατρός λέει στον Μανώλη:

_Πήγαινε δα στο καλό, Μανωλιό, και άλλη φορά, όταν χεζεις, να μην σκουπίζεσαι με χαρτοσακούλες!

 

 

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ

 

Μετά την εξέταση, η γριά μάνα του Μανώλη λέει στο γιατρό:

_Πόσο κάνει,  γιατρέ μου, ο κόπος σου?

_Εκατό ευρώ, της απαντά εκείνος.

_Εκατό ευρώ! Διαμαρτύρεται η γριά.

  δώδεκα χρόνια πήγαινα σχολείο και 6 στο Πανεπιστήμιο, για να μάθω να γιατρεύω τους ανθρώπους.

Και η γριά: Ε…. κι ίντα φταίω εγώ, μπρε γιατρέ, που εσύ δεν ήπαιρνες τα γράμματα!;

 

Ο ΜΑΝΩΛΙΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

 

Ο Μανωλιός έρχεται για πρώτη φορά στην Αθήνα για κάτι δουλειές και η γυναίκα του του λέει συνεχώς:

_Μανώλη και Μανώλη …το νου σου, μη  σου φάει κανένας απατεώνας τα λεφτά!

Φτάνοντας στην Πλατεία Συντάγματος βλέπουν τα περιστέρια καθισμένα διάσπαρτα μπροστά από το μνημείο του άγνωστο στρατιώτη, το γεγονός του φαίνεται παράξενο και κάθονται και τα χαζεύουν. Σε κάποια στιγμή ο Μανωλιός λέει στη γυναίκα του: 

_Ρε γυναίκα, όταν επιστρέψουμε με το καλό στο χωριό, θα πούμε για τα περιστέρια και δεν θα μας πιστεύουν. Εγώ πάντως θα τα μετρήσω , για να τους πω και πόσα ακριβώς ήταν, και έτσι δεν θα έχουν λόγο να μην μας πιστέψουν. Και αρχίζει και μετρά: 1..2.. 3… αποκρινόμενος από την γυναίκα του.

Βλέποντας τον ένας απατεώνας  του λέει :

_Τι κάνει εδώ, Κρητικέ?

_Δεν βλέπεις, μετρώ τα περιστέρια!

_Α, αυτό που κάνεις, απαγορεύεται, του απαντά ο άλλος. Και αυτό, γιατί τα περιστέρια είναι του προέδρου της βουλής και ο νόμος λέει ότι όσα περιστέρια μετρά κάποιος τόσα ευρώ πρόστιμο πληρώνει. Εσύ, πόσα περιστέρια μέτρησες? Όσα μέτρησες δώσε μού τα σε ευρώ, γιατί εγώ είμαι αστυνομικός με πολιτικά. Αν αρνηθείς, θα σε χώσω μέσα, εντάξει?

_Ε να ξέρεις εγώ μέτρησα μόνο 100, πάρε 100 ευρώ.

Βλέποντας από μακριά η γυναίκα του Μανώλη τον άντρα της να δίδει σε ένα άγνωστο λεφτά τρέχει και του λέει:

_Βρε μπουνταλά, έτσι μου φαίνεται ότι ο Αθηναίος σου έφαγε τα λεφτά?

Και κείνος της απαντά με καμάρι:

_Ποιος είναι, ρε γυναίκα, ο μπουνταλάς, εγώ ή αυτός, που ενώ εγώ είχα μετρήσει 350 περιστέρια του είπα ότι είχα μετρήσει μόνο 100!

 

 

 

ΤΟ ΔΡΑΜΑ

 

Ο Σάββας Σ….. στο Λασίθι βαπτίζει το πρώτο εγγονάκι του και όλοι του λένε συγχαρητήρια κ.τ.λ. Ωστόσο αυτός λέει σε όλους από τη μια «ευχαριστώ» και από την άλλη με λύπη:

 

Το να γενεί κανείς παππούς αυτό δεν είναι πράμα

Το να κοιμάσαι με γιαγιά είναι μεγάλο δράμα.

 

Ναι ρε παιδιά, επαναλαμβάνει:

 

Το γενεί κανείς παππούς δεν έχει σημασία

Το να κοιμάσαι με γιαγιά δεν είναι ‘ναι τραγωδία;

 

 

ΤΑ ΑΜΥΓΔΑΛΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

 

Η γιαγιούλα η καημένη αρρώστησε και κάλεσε το γιατρό. Έρχεται λοιπόν ένας νεαρός γύρω στα τριάντα και κάθεται δίπλα της στο καναπέ του σαλονιού και αρχίζει να γράφει να τι ρωτά τι έχει. Ρίχνοντας μια ματιά στο τραπέζι μπροστά του βλέπει ένα μεγάλο μπολ με αμύγδαλα.
- Μπορώ να πάρω κανένα; ρωτάει με ευγένεια την ηλικιωμένη γυναίκα.

- Και το ρωτάς αγόρι μου; Όσα θέλεις να πάρεις, του απαντάει εκείνη χαμογελαστά.
Αρχίζει λοιπόν κι ο φίλος μας να τρώει τα αμυγδαλάκια το ένα μετά το άλλο. Όταν τα τέλειωσε λέει στη γιαγιά:  Χίλια συγγνώμη που σας τα έφαγα όλα τα αμύγδαλα. Ξέρετε είχα σκοπό να φάω μόνο ένα δύο, αλλά παρασύρθηκα.

- Μη το σκέφτεσαι καθόλου αγόρι μου, του απάντησε γλυκά η γιαγιούλα.
Άλλωστε από τότε που έβαλα μασέλα δεν μπορώ εγώ να τα φάω. Μόνο τη σοκολάτα απ'έξω γλείφω και τα ξαναβάζω στο μπολ.

 

ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΑ ΓΑΜΠΡΟΥ

 

Η Χρύσα γράφει γράμμα στη μάνα της και λέει στο φίλο της: 

_Μάκη, πες κάτι να γράψω στη μάνα μου, δεν μπορώ να σκεφτώ άλλα.

_Γράψε της αποκάτω σε φιλώ, της απαντά αυτός.

Και η Χρύσα γράφει στο γράμμα: «Μαμά, ο Μάκης σε φιλά από κάτω, άντε γεια τώρα»

 

(Φυσικά ο Μάκης εννοούσε να γράψει η Χρύσα στο τέλος του γράμματος ότι «ένας ο φίλος μου, ο Μάκης, σε ασπάζεται φιλικά» , όμως έτσι που το έγραψε η Χρύσα αφηγημένα, έγινε μετά μεγάλη παρεξήγηση)

 

ΙΝΤΑ ΤΡΩΝΕ ΤΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ

Ένας υγειονομικός επισκέπτεται ένα χοιροστάσιο κοντά σε ένα νοσοκομείο και ρωτά τον ιδιοκτήτη:

_Ιντα ταίζεται, κύριοι, τα γουρούνια?

_Αποφάγια, απαντά ο χοιροτρόφος

_Αποφάγια!!! Ω τότε 300 ευρώ πρόστιμο, γιατί αυτό απαγορεύεται για λόγους υγιεινής

Μετά από καιρό ξαναπάει ο υγειονομικός και ρωτάει το χοιροτρόφο:

_Ιντα ταΐζεις, κύριε, τα γουρούνια.

_Τους δίδω 300 ευρώ και πάνε και τρώνε έξω! απαντά ο χοιροτρόφος.

 

Ο ΣΥΝΤΕΚΝΟΣ (= ΣΥΝ ΤΕΚΝΟ, ο ΝΟΝΟΣ) ΣΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ

 

Ο Σήφης σηκώνει το τηλέφωνο και λέει:

_Εμπρός, λέγεται.

_Ώρα καλή, σύντεκνε! Εγώ ο σύντεκνος ο Μανώλης είμαι.

_Δεν σε ακούω καλά, από που τηλεφωνείς;

_Από το τηλέφωνο, σύντεκνε!!!

 

Η ΣΥΜΠΤΩΣΗ!

_Μάκη, πες ένα ανέκδοτο.

_Χρύσα μου, το ανέκδοτο με τη σύμπτωση το ξέρεις?

_Όχι!

_Τι σύμπτωση, ούτε κι εγώ!

 

Ο ΕΓΓΟΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΠΠΟΥΣ

 

Ο ταξιτζής Βασίλης Ε. Σ. βλέπει τον παππού του, κοντά στα 90,  με ανοικτά τα κουμπιά του παντελονιού του και για να του πει έμμεσα να τα κλείσει του λέει:

 

Ρε παππού, εκείνα τα συμπράγκαλα που ‘χεις στο παντελόνι,

Εδά που εχαλάσανε η γιαγιά δεν σε μαλώνει?

 

Και ο παππούς του απαντά: Καταρχήν μην φωνάζεις, γιατί είδες σπίτι νεκρού και να έχει κλειστές τις πόρτες;

Και κατά δεύτερον:

Δε με πειράζει η γιαγιά, άστηνε να γκρινιάζει.

Το εργαλείο σκέφτομαι απου δεν ξαναφτιάχνει!

 

 

Ο ΜΑΝΩΛΙΟΣ ΠΑΝΤΡΕΥΕΤΑΙ

 

_Μανώλη, είναι καιρός να παντρευτείς. Σκέφτηκα τη Κατερινιώ του Καπετάν Σήφη, θες να κάνω τίποτα;

_Δεν τη θέλω, πατέρα, είναι σαν αγελάδα.

_Ε πάρε τότε την Κατερίνα του Μανουσακα, τη συμμαθήτρια σου.

_Δεν τη θέλω, είναι σα γουρούνα.

_Ε τότε ποια θες, ρε Μανώλη;

_Θέλω το Μηνά, το γείτονά μας.

_Ποιον, ρε βλάκα;! Αυτό τον κομουνιστή!;

 

Ο ΤΡΟΧΟΝΟΜΟΣ

Ο τροχονόμος στο παραβάτη:

_Τα στοιχεία σου… Λέγε γρήγορα όνομα και Διεύθυνση.

Και ο παραβάτης:

_Ιντα, αλληλογραφία θ’ ανοίξουμε;

 

 

 

Ο ΜΗΧΑΝΟΒΙΟΣ

 

Στις δημόσιες τουαλέτες Ηρακλείου Κρήτης ένας ηλικιωμένος κύριος ουρεί και κάπου-κάπου του φεύγει και κανένας σιγανός έως υπόκωφος αερισμός. Ακούγοντας τον από δίπλα ένας μηχανόβιος του λέει:

_Σύντεκνεεεεε.., μάρσαρε… για θα σβήσεις!

 

ΤΟ ΠΡΩΤΟΓΕΝΝΟ

 

Ένας Ανωγειανός δουλεύει σε μαιευτήριο στο Ηράκλειο ως μεταφορέας των εγκύων από το δωμάτιο στην αίθουσα τοκετού και αντίστροφα. Μια μέρα καταφθάνει εκεί, για να γεννήσει, μια πάρα πολύ χοντρή κυρία. Πονούσε η φουκαριάρα (ήταν η πρώτη της γέννα) και ούρλιαζε. Κατά την μεταφορά από το δωμάτιο στην αίθουσα τοκετού ο Ανωγειανός που την μετέφερε τα είχε φτύσει από την κούραση, γιατί όπως είπαμε ήταν θεόχοντρη. Ξαφνικά η γυναίκα ένιωσε μια ανακούφιση και νόμισε ότι γέννησε. Μπρος σ’ αυτό ρωτάει τον Ανωγειανό.

_Το ‘κανά κύριε Γιώργο; Για δες?

Σηκώνει αυτός το σεντόνι με το οποίο ήταν σκεπασμένη και διαπιστώνοντας τι έχει κάνει – αλλά και τη μυρωδιά που έβγαινε - της λέει:

_Κυρία μου, αν τα κάνουν έτσι τα παιδιά, θα έκανα κάθε μέρα ένα!

 

ΤΟ ΤΥΡΙ ΤΗΣ ΔΙΚΤΗΣ

 

Κάποιος τρώει με βουλιμία  το καταπληκτικό κρητικό τυρί που έχουν βάλει μπροστά του, για να σερβιριστεί η όλη παρέα  και η  σπιτονοικοκυρά τον κοιτάξει με έκπληξη και σκεπτόμενη ότι θα το φάει όλο και δεν έχει άλλο. Βλέποντας αυτό ο Κώστα και για να δικαιολογηθεί για τη βουλιμία του της λέει:

_Ωραίο, κουμπάρα, το τυρί σου!

_Μα έχει ακριβύνει, του απαντά αυτή, μήπως καταλάβει και σταματήσει.

_Μα το αξίζει, συμπληρώνει, απτόητα,  αυτός!

 

 

Ο ΑΝΤΡΑΣ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ

 

Ο Μ. Φανουριάκης από το χωριό Α. Γεώργιος Λασιθίου Κρήτης κάθεται κάτω από τον ίσκιο της μηλιάς και ενώ έχει πάει μεσημέρι δε λέει να σηκωθεί και να δουλέψει. Βλέποντας αυτό η γυναίκα του σε κάποια στιγμή του λέει νευριασμένα:

_Σήκω επιτέλους, ρε Μανώλη, να σκαλίσουμε τις πατάτες. Μα στο Θεό σου, αν δει κάποιος ότι εγώ δουλεύω και συ κάθεσαι, τι θα πει;

Και κείνος της απαντά νευριασμένα και με καπετανίστικο ύφος:

_Ε Θα πει «Να επιτέλους και ένας άντρας που κάνει  κουμάντο τη γυναίκα του!»

 

 

 

Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΤΗΣ

 

Οι αστυφύλακες εισβάλουν στο σπίτι κάπου ονόματι  Τζιράκη στο χωριό Αβρακόντε Λασιθίου Κρήτης, τον συλλαμβάνουν για κλοπή και αφού του περνούν χειροπέδες τον συνοδεύουν = οδηγούν στο αστυνομικό τμήμα Τζερμιάδου (Τζερμιάδων = η πρωτεύουσα  της επαρχίας ΛασίθίουΔικταίον άντρο). Βλέποντας αυτό η γυναίκα του τραβάει τα μαλλιά της, κλαίει, οδύρεται κ.τ.λ.

Και ο Τζιράκης, για να την παρηγορήσει, της λέει δυνατά και χαρωπά:

_Επεπ… Πάψε ρε γυναίκα. Οι χωροφύλακες με σέρνουν (οδηγούν) όχι οι παπάδες!

 

 

Η ΑΔΙΚΙΑ!

 

Η επιστροφή του Τζιράκη :

_Από πού έρχεσαι, σύντεκνε Τζιράκη; Ρωτά κάποιος τον κ. Τζιράκη.

_Από το Τζερμιάδων (= Πρωτεύουσα του Λασιθίου), σύντεκνε Φουκαράκη.

_Και ίντα ‘κανες εκειά (εκεί);

_Δικαστήριο είχα.

_Και πως πήγε η δίκη;

_Αστα, σύντεκνε, για ένα μέτρο σκοινί έφαγα 10μέρες φυλακή και 100.000 δρ πρόστιμο!

_Μα σοβαρά; Μπρε για ένα μέτρο σκοινί;

_Ναι, μα την Παναγία, μόνο που, να… είχε και μια αίγα (κατσίκα) στην άκρη!

 

 

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΩΒΙΝΙΣΜΟΣ

 

Γιος κρητικού: _"Πατέρα, ίντα θα πει σωβινισμός;

Πατέρας: - "Σωβινιστής, γιε μου, είναι αυτός που νομίζει ότι ο τόπος του είναι καλύτερος από την Κρήτη!

 

 

ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ

 

Ακούγεται ένας πυροβολισμός στη Κρήτη και ακούνε τον παπά να λέει προσευχόμενος από μέσα του «Στον τόπο, Παναγία μου!», το γιατρό να λέει «Ξώφαλτσα, Παναγία μου!» και το δικηγόρο «Το ίδιο μου κάνει!».

Συνεπώς να η αιτία των πυροβολισμών στην Κρήτη! Η αιτία είναι οι προσευχές που κάνουν οι διάφοροι επαγγελματίες, για να τα οικονομήσουν. Και δεδομένου  ότι μόλις ακουστεί πυροβολισμός ο δικηγόρος είναι εκείνος που θα τα οικονομήσει έτσι κι αλλιώς, δηλαδή είτε έχουμε φόνο είτε όχι, επειδή έτσι ή αλλιώς γίνεται δίκη, επομένως το πιο προσοδοφόρο επάγγελμα σήμερα στην Κρήτη είναι αυτό του δικηγόρου!

 

 

 

 

 

ΠΩΣ ΝΑ ΚΕΡΔΙΖΕΤΕ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Μπέε……...!

O K. Τζιράκης από το χωριό Αβρακόντε Λασιθίου κρατείται στις φυλακές Αλικαρνασσού Ηρακλείου για κλοπή αιγοπροβάτων και προς σ αυτό φωνάζει ένα  δικηγόρο και του λέει ικετευτικά:

_Σώσε με, κύριε δικηγόρε,  και εγώ…. ό,τι θες μου ζήτα.

_Η υπόθεσή σας είναι δύσκολη, του απαντά ο δικηγόρος, όμως με δέκα χιλιάδες ευρώ και  αν κάνεις ό,τι σου πω, θα αθωωθείς σίγουρα. Συμφωνείς ή όχι;

_Συμφωνώ απόλυτα, απαντά ο Τζιράκης.

_Λοιπόν, αύριο που  θα γίνει το δικαστήριο,  ό,τι σε ρωτά ο πρόεδρος του δικαστηρίου,  εσύ θα απαντάς «μπεε..» και άφησε τα υπόλοιπα σε μένα, εντάξει;

_Συμφωνώ απόλυτα, απαντά και πάλι ο Τζιράκης.

Την επόμενη γίνεται  το δικαστήριο και  ο πρόεδρος του δικαστηρίου ρωτά τον Τζιράκη:

_Πως λέγεσαι κατηγορούμενε;

_Μπεε… φωνάζει ο Τζιράκης

Ο πρόεδρος χαμογελάει, παίρνοντας την απάντηση του κατηγορούμενου ως αστείο χάρη της κλοπής των αιγοπροβάτων, και λέει και πάλι στον κατηγορούμενο:

_Κατηγορούμενε, βάλε το χέρι σου στο Ευαγγέλιο και πες «Ορκίζομαι να πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια σε ότι με ρωτά το δικαστήριο».

_Μπεε… φωνάζει ο Τζιράκης

_Κατηγορούμενε, τι είναι αυτά που λες, θα σε κλείσω στη φυλακή? Οδύρεται ο πρόεδρος.

_Μπεε… φωνάζει ο Τζιράκης

Μετά από πολλά μπεε  ο πρόεδρος του δικαστηρίου λέει στον εισαγγελέα και στους αστυνομικούς:

_Κύριε εισαγγελεύς,  ο άνθρωπος αυτός είναι τρελός και συνεπώς  αστυνομικοί πάρτε τον από εδώ, αθώος!

Μετά από αυτό  ο δικηγόρος φωνάζει τον Τζιράκη κατά μέρος και του λέει θριαμβευτικά:

_Με παραδέχεσαι κ. Τζιράκη; Σε αθώωσα. Δώσε μου τώρα ό,τι συμφωνήσαμε και όποτε με χρειασθείς εδώ είμαι,.

Και ο Τζιράκης του απαντά: Μπέε……...!

 

 

 

 

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΠΑΓΚΡΗΤΙΑ ΝΕΑ»

 

 

Ένας Aνωγειανός γυρίζει μεσάνυκτα από το καφενείο, ξαπλώνει  δίπλα  από τη γυναίκα του και αρχίζει να την ψαχουλεύει στα απόκρυφα σημεία, για να την ανάψει και να μη αρχίσει αυτή να κάνει ερωτήσεις, να φωνάζει… . Όμως αυτή τον ρωτάει .

_Ιντα έκαμες μπρε απόψε; Έχασες πάλι στα χαρτιά;

_Έχασά τα όλα, απαντάει αυτός.

_Και έτουδα που ψαχουλεύεις μωρέ κακομοίρη γυρεύεις να τα βρεις ;

 

 

Ένας βοσκός βλέπει  για  πρώτη φορά  μπακαλιάρο αλμυρισμένο σε ένα μπακάλικο και ρωτά τον μπακάλη τι είναι και κείνος του απαντά:

_Αυτό, φίλε, είναι κάτι που γίνεται θεσπέσιο φαγητό, αν ξέρεις τη συνταγή να το μαγειρέψεις. Πάρ’ το στο συνιστώ.

_Ωραία, επειδή δεν έχω φάει ποτέ μου τέτοιο πράγμα, δώσε μου ένα κομμάτι και γράψε μου σε ένα χαρτί τη συνταγή, του απαντά ο ορεσίβιος.

Παίρνοντας τη συνταγή γραμμένη σε ένα χαρτί ο βοσκός και τον μπακαλιάρο  επιστρέφει στο σπίτι. Εκεί όμως ένας γάτος σε κάποια στιγμή βουτά τον μπακαλιάρο και τρέχει να κρυφτεί κάπου, για να το φάει. Βλέποντάς τον ο βοσκός του λέει με ηρεμία και στωικό ύφος:

_Ρε βλάκα, που τρέχεις να πας αφού εγώ κρατώ τη συνταγή!

 

 

Κάποιος που κατέβηκε για πρώτη φορά στο Ηράκλειο βλέπει πάνω στη θάλασσα τις βάρκες και τα πλοία να αρμενίζουν και να πλέουν όμορφα και ωραία και μονολογεί:

_Θαρρώ πως η θάλασσα θα κάνει ωραία θεσούρα (κρεβάτι), για να κοιμηθεί κανείς. Το βράδυ, αντί να πλερώσω ξενοδοχείο, θα ‘ρθω επαέ (εδώ) να κοιμηθώ.

Πράγματι το βράδυ έρχεται, αφήνει την μπαστούνα του κατά γης και όμορφα όμορφα και πέφτει επάνω στη θάλασσα για ύπνο, λες και ξάπλωνε σε κρεβάτι του Χίλτον. Ωστόσο αντί να πλέει, όπως οι βάρκες, τσούφ πάει στον πάτο. Ευτυχώς εκεί η θάλασσα δεν ήταν βαθιά και κατορθώνει και βγαίνει έξω. Μόλις βγαίνει έξω πιάνει την μπαστούνα και αρχίζει να δέρνει τη θάλασσα με μανία λέγοντας:

_Να.. να.., ανάθεμα σε για θάλασσα, που σηκώνεις ολόκληρα καράβια και ένα Ανωγειανό δεν σηκώνεις! Να! Να!..

 

 

Κάποιος Ανωγειανός ταξιδεύει με λεωφορείο για το Ηράκλειο. Σε κάποια στιγμή λέει του οδηγού:

_Οδηγέ, σταμάτα σε παρακαλώ, μα ίδια εδά (= μα αμέσως).

Ο οδηγός σταματά και ο Ανωγειανός ανοίγει το παράθυρο, βγάζει το χέρι του έξω και αμολάει ένα ψύλλο που λίγο πριν  είχε πιάσει επάνω και  του λέει:

_Αφού δεν ήθελες να πας ήσυχα με το λεωφορείο στη Χώρα (Ηράκλειο), πήγαινε τώρα με τα πόδια!

 

 

Ένας Ορεσίβιος Κρητικός βλέπει σε ένα μπακάλικο να πουλιέται αλάτι και ρωτά τον μπακάλη για το πως κατασκευάζεται και κείνος του απαντά χάριν αστειότητας:

_Αυτό, φίλε, είναι κάτι που φυτεύεται. Παίρνεις από εκείνο το χοντρό αλάτι που βλέπει εκεί, το φυτεύεις και μετά που θα φυτρώσει, μαζεύεις τους καρπούς του και τους αλέθεις κ.τ.λ., όπως και το στάρι με το αλεύρι!

_Α ωραία, του απαντά ο άλλος. Βάλε μου ένα κιλό χοντρό να το φυτέψω.

Παίρνοντας το χοντρό αλάτι πάει στο χωριό και το φυτεύει. Μετά από μερικές μέρες πάει να δει αν φύτρωσε και μετά λύπης του βλέπει ότι όχι μόνο δεν φύτρωσε τίποτα, αλλά και το χωράφι είχε γεμίσει ακρίδες. Νομίζοντας ότι το αλάτι φύτρωσε και το έφαγαν οι ακρίδες επιστρέφει στο χωριό, παίρνει το δίκαννο (το κυνηγετικό όπλο) και το σύντεκνό του να πάνε να σκοτώσουν τις ακρίδες. Και εκεί που πυροβολούσαν τις ακρίδες κάθεται μια στο γιλέκο του σύντεκνου. Βλέποντά την εκείνος  γυρνά και λέει του άλλου:

_Σύντεκνε, εδώ, επάνω μου είναι μια, βάρα την μα πρόσεξε το γιλέκο!

 

 

Ένας ορεσίβιος νεαρός βλέπει για  πρώτη φορά, όταν κατέβηκε στο χωριό, καρπούζια σε ένα μπακάλικο και ρωτά τι είναι αυτά και ο μπακάλης του απαντά χάριν αστειότητας:

_Αυτά, φίλε, είναι «μουλαραύγουλα» (= αυγά ημίονου)!

_Α και πόσο κάνει το ένα του απαντά ο άλλος, που πίστεψε το αστείο.

_ Φτηνά, 1.500δρχ μόνο!

_Ωραία, φτηνά τα δίνεις. Δώσε  μου ένα και πάρε αμέσως τις 1500δρ.

Παίρνοντας το καρπούζι (μουλαραγουλο) ο νεαρός, το έβαλε σε μια σακούλα, το κρέμασε στο σαμάρι του γάιδαρου του και ξεκίνησε για το χωριό του γεμάτος χαρά ότι απόκτησε τόσο φτηνά ένα μεταφορικό μέσο. Στο δρόμο  μπέρδεψε η σακούλα σε ένα θάμνο, σκίστηκε και έπεσε κάτω το καρπούζι και έγινε λιώμα. Πέφτοντας το καρπούζι έκανε θόρυβο και ένας λαγός που ήταν μέσα στο θάμνο φοβήθηκε και έφυγε τρέχοντας. Βλέποντας αυτό ο νεαρός μονολογεί γεμάτος νεύρα:

_Φτου ατυχία! Κρίμα το μουλαράκι μου και ήταν και γλήγορο το παντέρμο!

 

 

ΔΙΑΛΟΓΟΙ

Σύζυγος: Ρε γυναίκα, τώρα που πεθαίνω πες μου την αλήθεια, ο γιος μας είναι τελικά από μένα ή από άλλον; Έλα πες μου την αλήθεια να μην πάω μ’ αυτή την απορία στον άλλο κόσμο;

Και η σύζυγος απαντά: Ναι, κι αν δεν πεθάνεις;!

 

Υπάλληλος:  Πόσων χρονών είστε, κυρία μου;

Κυρία: Πενήντα.

Υπάλληλος:  Μα, καλά, κυρία,  και πέρυσι τα ίδια δεν μου είχατε πει;

Κυρία: Ε τι άλλα θα λέμε πέρυσι και άλλα φέτος!

 

Αθηναίος απευθυνόμενος στον κρητικό κουμπάρο του:

_Μα γιατί, κουμπάρε, τρώτε σπίτι σας συνεχώς κρέας;

Και ο κρητικός:

_Γιατί το ρύζι … το πληρώνουμε!

Άντρας: _Γιατί οι γιατροί που θα με εγχειρίσουν φορούνε μάσκες, άντρα μου;

Γυναίκα: _Για να μην τους γνωρίζουν οι συγγενείς των θυμάτων, γυναίκα μου!

 

Αντρας:_Τεντωμένη τη βάζω, ζαρωμένη τη βγάζω, τι είναι, άντρα μου;

Γυναίκα: _Ε;

Αντρας:_Η κάλτσα είναι, άντρα μου, κι όχι αυτό που είπες.

 

_Ρε Φίλε, πονάει φοβερά το μάτι μου, τι να κάνω;

_Τι να σου πω; Εμένα πόναγε μια φορά το δόντι μου και το έβγαλα!

 

 

Μπαμπάς: Για ένα τέτοιο έλεγχο θα πρέπει να πέσει ξύλο, δυστυχώς Μανωλιό μου.

Παιδί: Έχεις δίκιο πατέρα, ξέρω που μένει ο δάσκαλος!

 

Πεθερός: Γαμβρέ μου, να αγαπάς τη γυναίκα σου, όπως σ’ αγαπά και κείνη και να μη τηνε μαλώνεις, για να προκόψετε. Να θυμάσαι πάντα ότι δυο πέτρες αλέθουν το στάρι.

Γαμπρός: Ναι, όμως η κάτω πέτρα, όταν αλέθεται το στάρι, δεν γυρίζει, λουφάρει!

 

Μαθητής: Κύριε, αφού η γη περιστρέφεται, όπως λέτε, γιατί δεν πέφτουνε ανάποδα οι άνθρωποι, όταν η γη είναι γυρισμένοι ανάποδα;

Δάσκαλος: Δεν πέφτουνε, γιατί τους κρατά ο νόμος της βαρύτητας.

Μαθητής: Και πριν ψηφιστεί ο νόμος αυτός, πως κρατιόντουσαν!;

 

Η σύζυγος: Αγάπη…, ποια είναι η Σαμάνθα;

Ο σύζυγος: Είναι ένα άλογο στο Ιππόδρομο, γιατί;

Η σύζυγος: Ωραία…, Πάρε «το άλογο» στο τηλέφωνο και άμε στο διάβολο, έχει αφήσει μήνυμα στον τηλεφωνητή!

 

Γέρος: Γριά, θες καρύδια με μέλι να σε κεράσω  ή ένα …νέο σαν και …μένα;

Γριά:  Έχω εγώ, ρε φίλε, δόντια για καρύδια;

 

 

 

Γριά: Α πολύ ωραία χορεύεις γέρο!

Γέρος: Α σε παρακαλώ, δεν είμαι γέρος. Απλώς είμαι πολλών χρονών

 

Στο λεωφορείο κάθονται δίπλα-δίπλα ένας μεσήλικας και μια νεαρά που αποφεύγει συνεχώς να  κοιτάξει προς το μέρος του κυρίου. Κάποια στιγμή γίνεται ο εξής διάλογος:

_Δεσποινίς και με συγχωρείται, μήπως είστε μοδίστρα;

_Ναι, σωστά, πως το καταλάβατε;

_Να είδα μια κλωστή στη ζακέτα σας.

Μετά από λίγη ώρα:

_Κύριε και με συγχωρείται, μήπως είστε Μπακάλης;

_Ναι, σωστά, πως το καταλάβατε;

_Να απλώς βλέπω τα μαγαζιά σας ανοικτά και τον μπακάλη κουρασμένο να κάθεται πάνω σε ένα σωρό πατάτες!

 

Ένας χωριάτης μπαίνει για πρώτη φορά στη μεγαλοπρεπή Εκκλησία του Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο και βλέποντας τις ωραίες εικόνες, κάνει το σταυρό του και μονολογεί με θαυμασμό:

_Αυτές είναι οι εικόνες, όϊ τα μαϊμούνια που ‘χουμε μεις στο χωριό μας!

 

 

Κάποιος σέρνει ένα γάιδαρο και στο δρόμο. Σε κάποια στιγμή  συναντά έναν φίλο του που είναι τσακωμένοι. Εκείνος όμως αυτό το έχει ξεχάσει και βλέποντας τον γάιδαρο που δυστροπεί γυρνά και λέει στον φίλο του:

_Ρε φίλε, που τον πας αυτό τον διάβολο;

_Να μη σε γνοιάζει, του απαντά ο άλλος νευριασμένα.

Και ο άλλος, ανταποδίδοντας:

_Δε ρώτησα εσένα, ρε άξεστε. Τον γάίδαρο ρώτησα!

 

Ο ποιητής Σουρής βλέποντας τη Μαρία, την υπηρέτριά του, να ερωτοτροπεί με ένα ναύτη περιγράφει τη σκηνή ως εξής:

Η Μαρία είναι βάρκα και τα πόδια της ιστοί

και στη μέση ένας ναύτης ισχυρώς κωπηλατεί!

 

Κάποιος  Λασιθιώτης εκεί που βαδίζει αφηρημένα στη Χώρα (Ηράκλειο) ακούει τον τροχονόμο να του λέει:

_Επ, που πάτε κύριε; Από εδώ απαγορεύετε. Πάτε από μια διάβαση πεζών.

Και κείνος του απαντά:

_Ε και τι έγινε, κουμπάρε; Φοβάσαι να μη σου πατήσω τους κάβους στις  κολοκυθιές;!

 

_Σηκωθείτε από εκεί, κύριε,  είναι ο θρόνος του Μίνωα, λέει θυμωμένα ο φύλακας στα ανάκτορα της Κνωσού σ’ έναν τουρίστα

_Μη φωνάζεις, φύλακα, και μόλις έλθει αυτός ο κύριος, θα σηκωθώ και θα καθίσει!

 

Κάποιος κρητικός, επειδή δε βρίσκει τουαλέτα στην παραλία, ουρεί στη θάλασσα. Βλέποντας τον ένας αστυνομικός του λέει:

_Επ, κύριος, απαγορεύεται να ουρείτε στη θάλασσα.

Και κείνος του απαντά:

_Γιάντα (γιατί), ρε σύντεκνε; Φοβάσαι να μη ξεχειλίσει η θάλασσα;

 

Ο άντρας γυρίζει από το ιατρείο και η γυναίκα του τον ρωτά με αγωνία:

_Τι σου είπε, άντρα μου, ο γιατρός;

_Να, μου είπε να κόψω το τσιγάρο.

_Είδες που στο είχα πει, τι άλλο σου είπε;

_Μου είπε να αποφεύγω το αλάτι.

_Είδες που στο είχα πει κι αυτό, τι άλλο σου είπε;

-Μου είπε να μην κοιμούμαστε μαζί γι αρκετό καιρό, της απαντά αυτός εκνευρισμένος.

Και αυτή με ήρεμο τρόπο: Ε, μη  νομίζεις ότι τα ξέρουν κι όλα οι γιατροί!

 

Μια στιγμή κάποιος γυρνάει και δίνει σε κάποιον άλλον που έκανε το μάγκα ένα χαστούκι, μα τι χαστούκι. Και αυτός (ο μάγκας) που το έφαγε γυρνά και λέει στον άλλο με σοβαρό ύφος:

_Δεν μου λες , ρε φίλε, στα αλήθεια μου έδωσες το χαστούκι ή στα ψέματα;

_Στ αλήθεια, ρε, γιατί; Tου απαντά ο άλλος.

Και ο μάγκας με σοβαρό ύφος: Νόμισα ότι το έκανες στα αστεία  και εγώ τέτοια αστεία δεν τα σηκώνω!

 

Μπαίνει ένα μάγκας μέσα στο καφενείο και λέει στο καφετζή:

_Ρε καφετζή, βάλε μια ρακή, δεν πληρώνω τίποτε και δεν φοβούμαι και κανένα.

Την άλλη μέρα κάνει το ίδιο και την άλλη και την άλλη. Σε κάποια στιγμή ο καφετζής φέρνει ένα φουσκωτό και περίμενε να έρθει ο μάγκας, για να του ζητήσει εξηγήσεις. Μόλις έρχεται ο μάγκας λέει στον καφετζή τη γνωστή φράση και ο φουσκωτός του λέει:

_Τι είπες, ρε μάγκα;

Και ο μάγκας:

_Είπα, ρε καφετζή, βάλε δυο ρακές, δεν πληρώνουμε τίποτε και δεν φοβούμαστε και κανένα! Καλώς;

 

Ένα τρελός ουρεί από το μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου του τρελοκομείου και μόλις περνά από κάτω ένας γνωστικός σταματά. Ο γνωστικός για να το επιβεβαιώσει ξαναπερνά και ο τρελός σταματά. Προ αυτού ο γνωστικός ανεβαίνει επάνω και λέει στον τρελό:

_Ρε, γιατί άμα περνώ από κάτω σταματάς το ούρημα, εσύ δικαιολογείσαι ότι και να κάνεις;

Και αυτός του απαντά:

_Ρε, τρελός είσαι; Να με πιάσεις από εκεί και να με τραβήξεις κάτω!

 

Κάποιος μπαίνει κατά λάθος σε ένα μαγαζί που πουλούσε γεωργικά είδη στο Ηράκλειο και ρωτά αν πουλούνε βελόνες από αυτές που ράβουν οι γυναίκες τα ρούχα και ο μαγαζάτορας του απαντά νευριασμένα και προσβλητικά:

_Ακόμη, σύντεκνε, δεν τις αλωνίσαμε!

Και ο άλλος ανταποδίδοντας:

_ Κρίμα τα βόδια να ξαργούνε! (= κρίμα τα βόδια να έχουνε ρεπό!)

 

_Σύντεκνε, ίντα ώρα είναι?

_Δέκα κιε δέκα.

κιε γιάντα, ρε σύντεκνε,  δε μου λες κατευθείαν είκοσι!

 

 

HOME – ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

 

 

Share on Facebook

Our site is at APN Greece Directory

Makis Krassanakis | Δημιουργία εμβλήματος
Makis Krassanakis


Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων