ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ (ΜΑΚΗΣ) Γ. ΚΡΑΣΑΝΑΚΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (ΤΑ ΕΙΔΗ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ
ΤΟΥΣ) |
ΠΟΙΗΣΗ,
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ, ΡΗΤΟΡΕΙΑ, ΑΓΟΡΕΥΣΗ Κ.ΛΠ. |
_Τα
είδη του λόγου και της λογοτεχνίας: ο προφορικός και ο γραπτός λόγος, ο πεζός
και ο έμμετρος λόγος (ποίηση) κ.α. Πεζογραφία: διήγημα, μύθος, μυθιστόρημα, νουβέλα κ.α. Ποίηση: ίαμβος, ελεγεία, δημοτική , μαντινάδα, ριζίτικο,
μοιρολόι κ.α. _Τα λογοτεχνικά ρεύματα, οι λογοτεχνικές σχολές, οι τεχνοτροπίες, το ύφος κ.α. -Ρητορεία: δικανικός λόγος, πολιτικός λόγος κ.α. _Ρητορικά και ποιητικά σχήματα λόγου, καλοί τρόποι
ομιλίας κ.α. |
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΘΗΝΑ» Α’ ΕΚΔΟΣΗ ΑΓΙΑ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΤΤΙΚΗΣ 2013 |
Η ΡΙΜΑ, Η
ΜΑΝΤΙΝΑΔΑ, Η ΚΑΝΤΑΔΑ, ΤΟ ΡΙΖΙΤΙΚΟ,
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΛΠ
==================
ΤΟΥ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ (ΜΑΚΗ) Γ. ΚΡΑΣΑΝΑΚΗ
(Επίτιμου Δ/ντη Υπ. Πολιτισμού, συγγραφέα, Προέδρου Ένωσης Κρητών Αγίας
Παρασκευής Αττικής)
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
ΒΛΕΠΕ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
«Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΡΗΤΟΡΙΚΗ» Α. Γ. ΚΡΑΣΑΝΑΚΗ
Μαντινάδα λέγεται είδος ποιήματος που
συνηθίζεται κυρίως στην Κρήτη και αποτελείται από δυο δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους με το οποίο οι Κρήτες μαντατεύουν
(στέλνουν ως μαντάτο) ο
ένας στον άλλο τα συναισθήματά τους. Το δίστιχο ποίημα με το οποίο κάποιος, στέλνει σε άλλον ένα μαντάτο, σχετικά με τον έρωτα ή την αγάπη του, τον έπαινο ή την ευχή του κ.α. διαφορετικά έχουμε άλλου είδους δίστιχο ποίημα, όπως:
μοιρολόι, νανούρισμα κ.α., πρβ:
_Η
μαντινάδα τη δουλεία του τηλέγραφου κάνει
πέμπει
ο νιος τα σήματα κι η κοπελιά τα πιάνει. (Γ. Λέκας,
μαντιναδολόγος)
_Σαν
είναι ο τράγος δυνατός, δεν τονε σταίνει
(κρατά) η μάντρα
ο
άνδρας κάνει τη γενιά κι όχι η γενιά τον άντρα (μαντινάδα)
_Έβγα
στο παραθύρι σου να γίνει η νύχτα μέρα,
να
πάρει ανάσα η καρδιά και το κορμί μου αέρα.
_Είσαι
για μένα η χαρά το νόημα του κόσμου,
ζωή
δε θέλω ούτε λεπτό χωρίς εσένα φως μου.
_Υπάρχουν
θάλασσες, στεριές, ήλιοι, φεγγάρια, αστέρια
μα ‘γώ προτίμησα να ζω σκλάβος στα δυο σου χέρια.
_Εσύ
μου κάνεις τη ζωή χαρούμενη κι ωραία,
εσένα
θέλω, αγάπη μου, παντοτινή παρέα.
_Κοιμήσου
αγγελούδι μου, παιδί μου νάνι νάνι,
να
μεγαλώσεις γρήγορα, σαν τ’ αψηλό
πλατάνι. (Νανούρισμα
_'Αχι και που το κάτεχα εχθές αργά το βράδυ
να
σου μαζέψω λούλουδα να τα κρατείς στον 'Άδη
(Μοιρολόι)
Κάθε μαντινάδα έχει αυτοτελές νόημα παρά την περιορισμένη – συγκεκριμένη
έκταση της. Οι δυο 15 σύλλαβοι στίχοι της μαντινάδας, όπως και κάθε δίστιχου, διαιρούνται σε τέσσερα ημιστίχια από τα οποία
το 2 με το 4 ομοιοκαταληκτούν απαραίτητα και τα άλλα, το 1 με το 3,
προαιρετικά:
Στέ-λνω σου χαι-ρε-τι-σμα-τα
μ’
έ-ν’ ά-σπρο πε-ρι-στέρι =
15 συλλαβές = ο 1ος στίχος
Κιη - Πα-να-γί-α –κιο- Χρι-στός
γρή-γο-ρα να σε φέ-ρει.
= 15 συλλαβές = ο 2ος στίχος
Β. ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΑ
Η λέξη μαντινάδα παράγεται από την ιταλική λέξη mandatum > ελληνικά
μαντάτο = υποκοριστικά mandatino – mantino > μαντινάδα σε
συμφυρμό με την ελληνική λέξη
μάντης > μαντεία, μάντεμα κ.α.,
επειδή τότε που δημιουργήθηκε η λέξη
αυτή στην Κρήτη είχαμε ενετοκρατία (1211- 1669). Ειδικότερα
η λέξη mandatum παράγεται από το λατινικό ρήμα mando, mandare =
στέλνω κ.α. απ
όπου mandatum >
μαντάτο = αυτό που στέλνουμε και μεταφορικά
στην Ελληνική γλώσσα η εντολή, είδηση κ.α.
_Ήκουσες (Αρετούσα μου, τα θλιβερά) μαντάτα,
ο κύρης σου με ξόρισε στις ξενιθιάς τη
στράτα.. (Ερωτόκριτος
Β. Κορνάρος)
_
K' εβάλθηκα ν' απαρνηθώ του Παλατιού τη στράτα,
και
να μακρύνω απ' την καρδιάν τσ'
αγάπης τα μαντάτα» (Ερωτόκριτος Β. Κορνάρος Ά
376).
_Και με την άκραν του ματιού μαντάτο τση μηνούσι
και μετ' αυτό τον Πόθον τως τση λεν κι ομολογούσι..(Ερωτόκριτος Β.
Κορνάρος)
Το ιταλικό ρήμα
mando, mandare (= στέλνω, εκδίδω κ.α.) είναι συγγενές,
ίδιας ρίζας, με το ελληνικό ρήμα μαντέω-ώ > μαντε(ύ)ω , όμως με αντίθετη έννοια, δηλαδή σημαίνει όχι
στέλνω μήνυμα κ.α., αλλά λαμβάνω και διαβάζω, φανερώνω τα (απόκρυφα) μηνύματα. Το κρητικό ρήμα μαντατεύ(γ)ω
σημαίνει στην κυριολεξία στέλνω μαντάτα και μεταφορικά αποκρύπτω ή ενημερώνω ή συμβουλεύω
κρυφά:
«Σαν
είδαν κ' εξημέρωνε, το φως του Ήλιου σιμώνει,
που
μαντατεύγει τα κουρφά κι
οπού τα φανερώνει.» (Ερωτόκριτος
στίχοι Α 1509-1510, Β. Κορνάρος 1553– 1613)
« H
Aρετούσα, όσον μπορεί, ήπασκε
να το χώνει,
μα
ο Έρωτας ο πίβουλος την-ε ξεφανερώνει.
Kι όσο με γνώση πονηριάς να κουρφευτεί
γυρεύγει,
ο
Πόθος τ[η] φανέρωνε, η Aγάπη μαντατεύγει
(Ερωτόκριτος στίχοι Α 2125
«Μ’ ας πάγω στο σκολειό κι εγώ, κι ύστερα να
γυρέψω
Τον κύρη του τον Νικολό να τονε
μαντατέψω».
(Κατζούρμπος Αρμένης-Δάσκαλος στίχος 311-312,
Γ. Χορτάτσης 1550–1610)
ΣΗΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΟΤΙ:
Α) Η λέξη μαντιν-άδα
δε παράγεται ούτε από το μαντεύω + άδω, ούτε και από το μαντάτο + άδω. Το -αδα
στη λέξη μαντινάδα δεν είναι η λέξη -άδω, όπως λένε μερικοί, αλλά η ελληνική
παραγωγική κατάληξη -αδα / -ιαδα, αντίστοιχη της λατινικής -ata, Οι ελληνικές λέξεις σε –αδα
παράγονται από πτωτικά (ουσιαστικά, επίθετα και μετοχές): βάρκα > βαρκ-αδα. φεγγαρ-άδα, κίτρινο
> κιτρινάδα, πράσινος > πρασινάδα,
κ.λπ. και σημαίνουν ποιότητα ή ιδιότητα ως αυτή που φανερώνει η πρότυπη λέξη
από την οποία παράγονται. Συνεπώς η
ονομασία μαντιν-άδα
σημαίνει το ποίημα που έχει την ποιότητα ή ιδιότητα ως αυτή με του μαντάτου
σε συμφυρμό με τη λέξη μαντεία.
Β) Μερικοί ισχυρίζονται ότι το όνομα
"μαντινάδα" είναι εξελληνισμένος τύπος του ιταλικού "mattinata", που σημαίνει «πρωινό (εννοείται τραγούδι)»
και ετυμολογείται από την ιταλική λέξη
λατινικά matutinum > mattino, mattina = το πρωί, η πρωία, το πρωινό. Ωστόσο αυτό δε
ευσταθεί, γιατί απλούστατα:
1) Η έννοια της λέξης μαντινάδα δε συνάδει με αυτήν της λέξης mattinata. Η μαντινάδα λέγεται όλες τις ώρες, ενώ η mattinata μόνο το
πρωί.
2) Η λέξη μαντινάδα δεν υπάρχει στην Ιταλία ούτε και
υπάρχει εκεί και είδος ποιήματος ως η μαντινάδα, οπότε η λέξη αυτή είναι ελληνική, όμως και
με ιταλικά στοιχεία, επειδή οι μαντινάδες
ως ξέχωρο είδος ποίησης δημιουργήθηκε στην Κρήτη επί εποχής ενετοκρατίας της Κρήτης (1211- 1669).
3) Η αληθής ετυμολογία για τη λέξη μαντινάδα είναι
αυτή που είδαμε πιο πριν.
4) Το ότι οι λέξεις mattinata και μαντινάδα μοιάζουν ηχητικά-φθογγικά δε σημαίνει και ότι είναι ίδιες ή από τη μια προήλθε η
άλλη, γιατί όπως π.χ. άλλο οι λέξεις: πόνος, Κοζάνη κ.α. και άλλο οι λέξεις:
πόντος, Λοζάνη κ.α., το ίδιο ισχύει και εδώ. Απλά η λέξη –μαντινάδα δημιουργήθηκε ,
όπως και οι ιταλικές λέξεις mattinata ,
serenata, cantata κ.α. αλλά
και οι ελληνικές λέξεις πατινάδα, βραχνάδα πρασινάδα, κιτρινάδα κ.α.
Ειδικότερα, όπως έγινε με τα ιταλικά Matutina / matutinum > matutina ή με σύντμηση mattina (= η πρωία
και η θεά της αυγής) και από εκεί mattinata (= το τραγούδι της αυγής) έτσι έγινε και με τις
λέξεις mando, mandare > mandatum >
μαντάτο = υποκοριστικά mantatino ή mantino >
μαντινάδα κ.α. Matutina = με
σύντμηση Mattina λέγεται στα λατινικά η θεά
την οποία οι Ρωμαίοι έκαναν
ισοδύναμη με τη θεά της αυγής Aurora και
την ελληνική θεά
Ηώ.
5) Το ότι η λέξη μαντινάδα έχει σχέση και με την Κρήτη και τις
λέξεις μαντάτο και μάντης πιστοποιείται και από το ότι:
Α) Οι χρησμοί, οι
μαντείες στην αρχαιότητα δίδονταν
και σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους, όμως όχι απαραίτητα με ομοιοκαταληξία. Σύμφωνα με
το Στράβωνα ( Γεωγραφικά I, IV ), ο Κρητικός μάντης Επιμενίδης (6ος π.Χ. αι.)
έγραφε τους χρησμούς του σε ποίηση. Επίσης ο Παυσανίας (Αττικά, 34) αναφέρει
πως στο μαντείο του Αμφιάραου, κοντά στον Ωρωπό, υπήρχε ένας Κρητικός με το
όνομα Ιοφών, από την Κνωσό, που τους χρησμούς των τους έλεγε με εξάμετρο ρυθμό.
Ο Ηρόδοτος
αναφέρει ότι η ιέρεια Πυθία στους Δελφούς έδινε χρησμούς σ' “εξάμετρο τόνο” = εξάμετρο ρυθμό (και σε δεκαπεντασύλλαβους
στίχους, όχι απαραίτητα ομοιοκατάληκτους), πρβ:
«Η
Πυθίη εν ἑξαμέτρῳ
τόνῳ λέγει τάδε:
οίδα
δ᾽ εγώ ψάμμου τ᾽ αριθμὸν και μέτρα
θαλάσσης,
και
κωφού συνίημι και ου φωνεύντος
ακούω.
οδμή μ᾽ ες φρένας ήλθε κραταιρίνοιο χελώνης
εψομένης εν χαλκω αμ᾽ αρνείοισι κρέεσσιν,
ᾗ
χαλκός μεν υπέστρωται, χαλκὸν
δ᾽ επίεσται».
(Χρησμός του Μαντείου των Δελφών στον Κροίσο για την εκστρατεία του κατά
του Κύρου. Ηρόδοτος Α 47 –48)
Β) Οι μαντινάδες είναι επίσης ο ποιητικός λόγος έκφρασης και της μαντικής,
του Κλήδωνα. Ο «κλήδονας» , όπως θα δούμε πιο κάτω, είναι
μια λαϊκή μαντική εκδήλωση-διαδικασία, σύμφωνα με την οποίαν αποκαλύπτεται,
τάχα μου, στις άγαμες κοπέλες η ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου, αν την
αγαπά το αγόρι της κ.α. Στην εκδήλωση αυτή τα μηνύματα (μαντάτα – μαντείες )
εκφράζονται και με μαντινάδες. H ελληνική λέξη «κλήδονας» παράγεται από την
αρχαία ελληνική λέξη «η κληδών» = το σημάδι των
οιωνών, που στα ιταλικά λέγεται «la mandate”, λέξη που σχετίζεται με τα ιταλικά mando, mandare.
(Περισσότερα βλέπε « Δ. Ο
ΚΛΗΔΟΝΑΣ, Ο ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΚΛΗΔΟΝΑ».
Γ.
ΕΙΔΗ ΜΑΝΤΙΝΑΔΑΣ
Οι μαντινάδες είναι η πιο συνηθισμένη
μορφή της κρητικής ποίησης. Λέγονται είτε σε γλέντια με τη συνοδεία μουσικών
οργάνων είτε χωρίς μουσικά όργανα σε παρέες, στο καφενείο, σε καθημερινές
συζητήσει. Αντανακλούν τα αισθήματα, τη σκέψη και τη ζωή του λαού. Αντλούν τη θεματολογία τους από κάθε
δραστηριότητα της ζωής, όχι µόνο στον έρωτα, αλλά και στο θάνατο, τον πόλεμο,
τη φτώχεια, τη δυστυχία, τη χαρά, την παρέα, την ξενιτειά, τις αστείες στιγμές
της καθημερινότητας κ.λπ.
_Ό,τι και να 'χει ο Κρητικός με λόγια
δεν το λέει,
με μαντινάδες χαίρεται, με μαντινάδες
κλαίει!"
Οι μαντινάδες ανάλογα με το με το
είδος του θέματος που μαντατεύουν διακρίνονται σε
μαντινάδες ερωτικές, αλληγορικές, φιλοσοφικές, γάμου, βάπτισης, θανάτου,
χωρισμού, κλήδονα κ.λπ. Ανάλογα με το χαρακτήρα τους διακρίνονται σε σεμνές,
άσεμνες, προκλητικές, σκωπτικές, κωμικές, σατυρικές κ.λπ. Οι μαντινάδες ανάλογα
με το ρυθμό τους διακρίνονται σε μαντινάδες χορού Πεντοζάλη, χορού Συρτού,
χορού Σιγανού κ.λπ..
ΟΙ ΧΟΡΕΥΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΗ ΧΟΡΕΥΤΙΚΕΣ
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ
Η μαντινάδα είναι ο ποιητικός τρόπος
με τον οποίο οι νέοι, οι γέροι και τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να εκφράζουν ,
μαντεύσουν με λίγες λέξεις κάθε στιγμή τη πληθώρα και τη διαφορετικότητα των
συναισθημάτων τους, τον πόνο, τη χαρά, την προσμονή, τη λαχτάρα, τον έρωτα, το
θυμό, την εκδίκηση, τη νοσταλγία κ.α.
|
Πέραν αυτού η μαντινάδα είναι κρητικό είδος
ποίησης και η βάση της κρητικής μουσικής και κατ΄
επέκταση της κρητικής όρχησης.
Ειδικότερα οι μαντινάδες εκτός των
άλλων διακρίνονται και σ’ αυτές που χορεύονται και σ’ αυτές που δεν χορεύονται.
Όλοι οι Κρητικοί χοροί: Σιγανός, Πεντοζάλης, κ.λπ. εκτελούνται με συνοδεία μαντινάδων, των
οποίων το μέτρο (= το σύνολο των συλλαβών, καθώς οι τονισμένες και άτονες
συλλαβές κ.λπ. ) είναι ανάλογα με το σκοπό ή άλλως μέτρο του χορού που συνοδεύουν, πρβ:
_Χαίρομαι που ‘μαι
Κρητικός κι όπου σταθώ το λέω.
με μαντινάδες χαίρομαι, με μαντινάδες
κλαίω. (μαντινάδα Μαλεβιζώτη)
_Να πας να βρεις ένα παππά μεγάλο ξεμολόγο
Και πες του πως μ’ αρνήθηκε χωρίς κιανένα λόγο (μαντινάδα σιγανού)
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΑΝΕΓΥΡΙΣΤΙΚΕΣ Ή ΑΝΤΙΚΡΙΣΤΕΣ
Αντικριστές μαντινάδες λέγονται αυτές
που η μία είναι απάντηση της άλλης, π.χ.:
_Κάθε λογής ρωτώ γιατρούς αν ξέρουν
να μου πούνε
σε μια καρδιά που 'ναι μισή πόσοι
καημοί χωρούνε
Απάντηση:
_Αν θες να μάθεις οι καρδιές ίντα καημό χωρούνε
να μην ρωτάς έναν γιατρό μ΄ανθρώπους που πονούνε.
«— Μόνο στο χορό τσ'
έλεγα κιαμμιάν ανεγυριστική
μαντινάδα και μ' απηλογούντονε και κείνη πλεια ανεγυριστικά.
Η αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινωσύνη … Δεν το λέει και το τραγούδι; έτσα διάχνουνε, Μανώλη, οι
τιμημένοι άντρες.
Η Ρηγινιώ ανεστέναξε και το ρεμβόν της
βλέμμα εβυθίζετο εις την μακρυνήν
εποχήν από την οποίαν της ήρχετο
εξησθενημένη η απήχησις
ενός διστίχου του χορού: Να τα χαρώ τα μάτια σου όντε τα κλίνης κάτω …» (Ιωάννης Κονδυλάκης, 1861 – 1920, «Ο
Πατούχας»)
|
|
Παλιά τα πανηγύρια στην Κρήτη πουλιόντουσαν ωραία ζαχαρωτά σαν
καρδιά που λεγόταν «μαντινάδες» και τα οποία αφενός αντάλλασσαν μεταξύ τους
οι αγαπημένοι και αφετέρου ονομάζονταν έτσι, επειδή σε κάθε ένα από αυτά ήταν
καρφωμένο σαν το τόξο του έρωτα ένα χαρτάκι στρουφιγμένο
ως οδοντογλυφίδα στο οποίο μέσα ήταν γραμμένη μια μαντινάδα. Επίσης
πουλιόντουσαν και ημερολόγια που σε κάθε μέρα έγραφε και μια μαντινάδα. |
«Ο κύκλος των χορευτών ήτο ευρύτατος, πολλοί
δε άλλοι καθήμενοι και ιστάμενοι γύρω ανέμεναν σειράν. Αλλ' ελάμβαναν μέρος εις
τα τραγούδια, επαναλαμβάνοντες μετά των χορευτών την
"μαντινάδα" την οποίαν έλεγεν ο ηγούμενος
του χορού, ή απαντώντες εις αυτήν δι' άλλου διστίχου …. .. Ήρχοντο στιγμαί
κατά τας οποίας η λύρα εγαύγιζε, κατά την χαρακτηριστικήν έκφρασιν, ο δε
χορός εμαίνετο. Τότε δε οι χορευταί
εφαίνοντο ως μεγεθυνόμενοι εις γίγαντας των οποίων αι
κεφαλαί ήγγιζαν σχεδόν την οροφήν.
Οι πασαλίδες ανεταράσσοντο
εις τας ζώνας των νέων και τα στήθη των χορευτριών
έτρεμαν και εσπαρτάριζαν υπό τα μεταξωτά «στηθούρια».
Εις το μεταξύ τα δίστιχα διεσταυρούντο ως βέλη με τον
γοργόν του χορού ρυθμόν· και άλλοτε μεν απετέλουν ερωτικόν ή πειρακτικόν διάλογον, άλλοτε τα ήρχιζεν ο ηγούμενος του χορού ή άλλος εκ των χορευτών και
των έξω του χορού ευρισκομένων και τα επανελάμβανεν
ολόκληρος ο χορός. Τα διαμειβόμενα δε πειρακτικά δίστιχα ήσαν
κατά το πλείστον αυτοσχέδια. Άλλοι επεδείκνυον τους ποιητικούς θησαυρούς της μνήμης των και
διά ν' απαντούν, ήρχιζαν με την λέξιν
εις την οποίαν ετελείωνεν ο προηγούμενος. Την στιχομυθίαν έπειτα ηκολούθουν και
διεποίκιλλον περιπαθείς περικοπαί
του «Ερωτοκρίτου», μάλιστα δε ο αποχαιρετισμός της
Αρετούσας. (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ, 1861-1920,
«Ο ΠΑΤΟΥΧΑΣ»)
Κατά τη διάρκεια γεύματος που έγινε
στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Κρητών στην
ορθόδοξη Ακαδημία στο Κολυμπάρι Χανίων το 1999 επί Προεδρίας Παγκρητίου Ενώσεως Κ. Ξυλούρη, κάποια στιγμή ο
Ορέστης Κριτσωτάκης λέει
σε μένα, στο Μανώλη Μπαχλιτζανάκη (μέλη του
Δ.Σ. της Παγκρητίου Ενώσεως ) την εξής μαντινάδα (οι μαντινάδες είναι γνωστές,
όμως το περιστατικό είναι πραγματικό), επειδή τότε μια κοινή μας φίλη του έκανε τα «γλυκά
ματάκια»:
_ Ορέστης:
Μια πέρδικα συχνοτσιμπά και
θα με αναγκάσει
να ξεκρεμάσω το τσιφτέ που χω καιρό κρεμάσει
_Μανώλης:
Εγέρασες και
τρέμουνε γόνατα και μασέλες
Κι όμως σιμώνεις και θωρείς όπου θα
βρεις κοπέλες
_ Ορέστης:
Ήμουνα κράχτης πετεινός κι εδά στα γηρατειά μου
να με τσιμπούν οι όρνιθες δεν το
βαστά η καρδιά μου
Κι αν είμαι γέρος πετεινός, γερά ‘ναι
τα κότσανά μου
Κι απού το
νέο πιο καλά την κάνω τη δουλειά μου.
_ Κώστας:
Ήσουνα κράχτης πετεινός μα κράχτης
είσαι ακόμα
μόνο που κράζεις ….στην αυλή δεν
κράζεις πια στο δώμα
Και ο γυμνολέμης
πετεινός στο βατσιπέτι κράζει
Τα χάλια του δεν τα θωρεί και στ’
όρνιθες κοιτάζει!
_Ορέστης:
Φίλοι μου, γέρασα τ’ ομολογώ, μα δεν
το βάζω κάτω
κουράγιο δίνω στη ζωή και στέκω σαν
το γάτο.
Φίλοι μου κι αν εγέρασα και χότρινε η
φωνή μου
τσι πέρδικες
θα κυνηγώ μέχρι να βγει η ψυχή μου.
_ Κώστας:
Ακ(ο)λούθα με να κυνηγώ
να μάθεις να ξαμώνεις
Γιατί ‘σαι
ακόμη ατζαμής και πράμα δε σκοτώνεις
- Ορέστης:
Θα σ’ακ(ο)λουθώ εις τσι πέρδικες να κάθομαι
πιο πέρα,
Για να μετρώ τσι
μπαλωθιές που παίζεις στον αέρα
_ Κώστας:
Οι κοπελιές κι οι πέρδικες είναι καλό
κυνήγι
Μα να ‘ ναι ο τόπος βολικός από να μη
σου φύγει.
ΣΑΤΥΡΙΚΕΣ – ΠΕΡΙΠΑΙΧΤΙΚΕΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ
<<…..Κι όταν το Βαγγελιό μ’άκουε να λέω πως μόνον
αυτήν αγαπούσα και μ’έβλεπε να τραβιούμαι
από τ’άλλα κορίτσια, πού’θελαν
να με φιλήσουν, κ’ έτρεχα σ’αυτήν, ενθουσιαζόταν
αληθινά, μ’έσφιγγε στην αγκαλιά της και με καταφιλούσε. Μού’μαθε και μια
πεισματική μαντινάδα να τη λέω στις
αντίζηλές της. Σε κάμποσον καιρό γίνηκε ο γάμος μιας ξαδέρφης μου. Καλεσμένο το
Βαγγελιό, καλεσμένος κι’ο
Γιάννης· εκεί κ' εγώ, που να μην είχα πάει. Στο χορό βλέπω το Γιάννη να κρατή το Βαγγελιό κι’ανάβει η ζήλια μου. Κ’επειδή
όλοι γνώριζαν την αγάπη μου, με κοίταζαν με πονηρή περιέργεια. Κ’ένας απ' έξω από το χορό μού’πε
μια πειραχτική μαντινάδα:
Ξανοίξετε το μπόι του, δέτε και τη θωριά του,
Και θέλει κιαγαπητική, διάλε
την αθρωπιά του.
— Απηλοήσου του(
απάντησε του) μου ψιθύρισε κάποιος από δίπλα μου. Και σιγά μου υπαγόρευσε την
απάντηση:
Μη με θωρείς κοντό κοντό και χαμηλοζωσμένο,
Απού τη γης δε φαίνομαι και τσι καρδιές μαραίνω.
Αλλά το δίστιχο δε μάρεσε, ίσως διότι με πολυμίκραινε.
Ήθελα να πω κάτι τι πιο περήφανο, απειλητικό μάλιστα, Κι' αυτό μου υπαγόρευσε
άλλος.
Μην παίρνεις την αγάπη μου, γιατί θα μεγαλώσω,
Και θα σου δώσω μπαλωτιά στη γης να σε ξαπλώσω….>>.
(Ιωάννης Κονδυλάκης-, 1861 – 1920,
«Πρώτη αγάπη»)
<<Περνούσαμε τώρα από το
περβόλι της χήρας. Ο Ζορμπάς στάθηκε. Τον είχε ζαλίσει το κρασί, το φαί, το φεγγάρι. Σήκωσε το λαιμό κι άρχισε με τη γαιδουροφωνάρα του μιαν ξετσίπωτη
μαντινάδα, που τη στιγμή εκείνη, θαρρώ, ξαναμμένος όπως ήταν, την είχε
ταιριάσει στο μυαλό του:
Χαρώ το το
κορμάκι σου απ΄τα μισά και κάτω,
βάνει το χέλι ζωντανό, και μονομιάς
ψοφά το!>>
(Νίκος Καζαντζάκης 1883 – 1957 «Ο
Αλέξης Ζορμπάς»)
− Εγώ 'μαι
τση βροντής παιδί και τα' αστραπής εγγόνι.
Σα θέλω αστράφτει και βροντά, σα θέλω
ρίχνει χιόνι.
− Σαν τη λογιάσεις μια δουλειά,
όρτσα και μη φοβάσαι
αμόλα τη τη
νιότη σου και μην τήνε λυπάσαι.
− Όρτσα,
διάλε την πίστη του, κι όπου το βγάλ'
η βράση
γιά
πού θα σάσει μια δουλειά γιά
που θα 'σοχαλάσει.
(Νίκος Καζαντζάκης 1883 – 1957,
«Αναφορά στον Γκρέκο»)
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΑΓΑΠΗΣ
_Κομμάτια μού ‘κανες την καρδιά, μα
δεν παραπονούμαι
και τα κομμάτια θα γενούν καρδιές κι αυτές να
σ’ αγαπούνε
_Δε φτάνει μόνο μια καρδιά ήθελα να' χω κι άλλη
και με τσι δυο
να σ' αγαπώ και λίγο θα 'ναι πάλι.
_Το ξέρεις ότι σ’ αγαπώ μη με
ρωτήσεις πόσο,
γιατί δεν έχω τη σωστή απάντηση να
δώσω
_Για σένα καρυδαρρωστώ
κι αμυγδαλοδιαβαίνω
Και σταφυλομαραίνομαι
κι ανθρώπου δεν το λέω.
_Θα σου τη δώσω την καρδιά για να
‘χεις δυο, κερά μου,
όταν
στενοχωριέσαι ‘συ, να κλαις με τη δικιά μου
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΧΩΡΙΣΜΟΥ
_Μισεύγεις,
κλαίνε τα πουλιά, μαραίνονται τα δάση
Άχι,
τον έρμο τον καιρό, και πότε θα περάσει.
_Που να' σαι
αστέρι τ' ουρανού κι Αυγερινέ του νου μου,
που δίδει η απουσία σου πόνο του
λογισμού μου.
_Μες στη φωτιά να καίγομαι, σαν το
κερί να λιώνω,
Άθος
να γίνει το κορμί για σε δε μετανιώνω.
_Ήρθες κι γέμισε η αυλή κρίνους
ανθούς και ρόδα
και της ζωής το νόημα στο πρόσωπο σου
το 'δα.
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΕΠΑΙΝΟΥ
_Ποιος κρίνος ωραιότατος σού ‘δωσε τσι ασπράδες
Και ποια μηλιά δροσομηλιά
τσι ροδοκοκκινάδες.
_Σαν το διαμάντι καθαρό είναι το
πρόσωπό σου,
Κι αστράφτει η κάθε σου ματιά μεσ’ το χαμόγελό σου.
_Τα μάθια
σου είναι λιόμαυρα και μέσα λιομαυρίζουν
και μέσα στο λιομαύρισμα
αγάπες κανακίζουν.
_Να τα χαρώ τα μάθια
σου τα μαύρα τα μεγάλα
αφού σταλαγματίζουνε το μέλι με το γάλα.
_Μάθια ζαχαροξάνοιχτα, ζαχαροπαιγνιδάτα
Που χαμηλοξανοίγετε
και γνέφετε κλεφτάτα.
_Μοσχοκανελοκόκκαλη,
κανελοζυμωμένη
Γαρεφαλοχνωτάτη
κι ακριβαναθρεμμένη
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΠΡΟΤΡΟΠΗΣ ή ΣΥΜΒΟΥΛΗΣ
_Ως έχεις την υπομονή, έχε και την
ελπίδα
Με τον καιρό το γιασεμί ανθεί και
βγάνει φύλλα.
_Βασιλικέ, που δεν μπορείς χωρίς νερό
να ζήσεις
Όποιος ζητήξει
μυρωδιά να μην του τη στερήσεις.
_Μην απογοητεύεσαι ό,τι και να σου
λάχει
κι όταν σου τύχει το κακό, πάντα
να δίνεις μάχη.
_Ποτέ σου σε ψηλό κλαδί μη χτίζεις τη
φωλιά σου,
γιατί μπορεί να σου κοπούν μια
μέρα τα φτερά σου.
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΚΩΜΙΚΕΣ (ΑΠΟΚΡΙΑΣ)
Ήρθανε πάλι αποκριές κιόλοι κουζουλαθήκαν
Κι οι γράδες
κι οι μπαμπόγριες σαν κοπελιές ντυθήκαν.
Τσι μυζηθρόπιτες θωρώ απάνω στο
τραπέζι
μα η κοιλιά μου ειν’αδειανή
και σαν τη λύρα παίζει.
Ελάτε να γλεντήσομε μασκάρες να ντυθούμε
τσι
κουζουλούς να κάνομε να μην κουζουλαθούμε.
Απόσταν
εγεννήθηκα δεν ήφαγα
λαζάνια
μα τσ’αποκρές
τα ψήσαμε κι ‘φαγα δυο καζάνια.
Ήφυγε
δα κι η αποκρά με γλέντια με τραγούδια
και ήρθε η σαρακοστή μ’ελιές και με λουμπούνια.
Ο Λαζανάς
ψυχομαχεί και ο Μακαρούνης κλαίει
και κρόμμυδος
σουσουραδεί και στο τραπέζι βγαίνει.
Ο Κρέως εξεψύχησε και ο Τύρος αποθαίνει
και ο καημένος ο Κουκιάς μες το
τραπέζι μπαίνει.
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΡΟΥΧΑ
-_Όποιος πουκάμισο φορεί πάντα με
μαύρο χρώμα
έχει καημό μες στην καρδιά ή άνθρωπο
στο χώμα!
_Το μαύρο το πουκάμισο ποτέ δε θα το
βγάλω,
γιατί εκείνη που αγαπώ ταίρι της έχει
άλλο.
_Κάρβουνο έγινε η καρδιά απ του σεβντά τη λαύρα,
Γι
αυτό κιανείς μη με ρωτά γιάντα
φορώ τα μαύρα.
_Μαυροπουκαμισάδες
και μαυροφορεμένοι
είναι αυτοί που κάνανε την Κρήτη
δοξασμένη.
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΜΑΧΑΙΡΙ
_Είμαι μαχαίρι κρητικό όπλο τιμής και
αξίας,
όμως και ενθύμιο ειλικρινούς φιλίας.
_Αν ίσως και με απαρνηθείς και κάμεις
άλλο ταίρι
θα σου τον κόψω το λαιμό με τούτο το
μαχαίρι.
_Δώρο σου κάνω από καρδιάς, ετούτο το
μαχαίρι,
για να θυμάσαι πάντοτε, αυτόν που το
'χει φέρει.
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΓΙΑ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ
_Μέρες που δέχεσαι ευχές, δέξου και
μια από μένα
Χρόνια πολλά. Χρόνια καλά, χρόνια
ευτυχισμένα
_Στην εορτή σου εύχομαι πάντα χαρά
και γέλιο
κι η ευτυχία να γενεί στο σπίτι σου
θεμέλιο.
_Φεγγάρι από τον κήπο μου όλες τσι βιόλες κόψε
Και να τσι
πας στο σπίτι τσης απού
γιορτάζει απόψε.
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΘΑΥΜΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΛΕΒΕΝΤΙΑΣ
_Άσπρης μυρθιάς
μυρτόφυλλο/πράσινης δάφνης φύλλο,
Στρογγυλομηλοπρόσωπη
κι εθάμπωσες τον ήλιο.
_Μην τόνε κλαις τον αετό όπου πετά όντε βρέχει
Μα κλαίγε το μικρό πουλί, οπού φτερά
δεν έχει.
_Λεβέντης είναι αυτός που η ψυχή του
κλαίει
μα το κεφάλι έχει ψηλά και μήτε λέξη λέει.
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΓΑΜΟΥ
_Ανοίξετε την πόρτα σας να
δείτε το γαμπρό μας
που'ναι στολίδι
και πρεπιά στο σόι το δικό μας.
_Ανοίξετε την πόρτα σας να
δείτε το γαμπρό μας
Τέτοιο σγουρό βασιλικό δεν έχει το
χωριό μας.
_Ανοίξετε την πόρτα σας να
δείτε το γαμπρό μας
και αν έχετε παράπονο να μας το πείτε
εμπρός μας
_Νύφη, άνοιξε την πόρτα σου
γιατί ο γαμπρός αναμένει,
για να του δώσεις την καρδιά, με
πέπλο στολισμένη.
_Σήκω κι αποχαιρέτισε, νύφη,
την εδικολογιά σου,
Δώσε τα κλειδιά στη μάνα σου κι
άμε να βρεις δικά σου.
Και από μέσα από το σπίτι της νύφης
ακούγεται:
_Σιγά-σιγά μη βιάζεστε κι η πόρτα μας
θ’ ανοίξει,
γιατί έχει η νύφη αδέλφια και
γονείς να τσ’ αποχαιρετίσει.
_Άγια να είναι η στιγμή, κάνομε
το σταυρό μας
κι ανοίγομε την πόρτα μας στο ζηλευτό
γαμπρό μας
_Άνοιξε πόρτα της εκκλησίας πόρτα του
παραδείσου
Να κατεβούν οι άγγελοι τη νύφη να βλογήσουν
_Ανοίχτε πόρτες της χαράς,
πόρτες της εκκλησίας
Στ’ ανδρόγυνο που γίνεται το
ταιριαστό ζευγάρι
Να το βλογήσει
ο Θεός και ευλογημένο να ‘ναι
Και αυτοί και οι απόγονοι κι αυτοί
και τα παιδιά τους.
_Ω
Παναγιά Δέσποινα με το Μονογενή σου
στο ανδρόγυνο που γίνεται να
δώσεις την ευχή σου
Να ζήσουν να γεράσουνε ως τη στερνή
πνοή τους
_Πρόβαλε μάνα του γαμπρού και πεθερά
της νύφης
Να δεις τον όμορφό σου γιο μια κόρη
σου τη φέρνει
_Πρόβαλε μάνα του γαμπρού και
πεθερά τση νύφης
Και κράθιε και ροδόσταμνο να τσι ροδοσταμνίσεις
_Νύφη να μπεις στ'αρχοντικό με το δεξί σου πόδι
και να σκορπίσεις ύστερα κατάχαμα ένα
ρόδι.
_Νύφη στο σπίτι που θα μπεις
δίχως κουβέντα άλλη
η ευτυχία κι η χαρά να ‘ναι με το
τσουβάλι.
_Άγια να ‘ναι η στιγμή, ο θιός να βοηθήσει
Ο ένας για τον άλλονε να μην βαρυγκωμήσει
_Σήκω περπάτα αϊτέ και άνοιξε
τα φτερά σου
να πεταχτεί η πέρδικα που 'χεις στην
αγκαλιά σου
_Έπιασε η νύφη στο χορό κι όποιος τη
συνοδεύει
να ρίχνει καλορίζικα στον τόπο που
χορεύει.
_Έπιασε η νύφη στο χορό και
κάμετέ τση τόπο
Σαν περιστέρα φαίνεται στη μέση
των ανθρώπω
_Λεβέντης είναι ο γαμπρός,
λεβέντικα χορεύει
Τρίζει η γης όπου πατεί και δε τση χωρατεύει.
_Πρίμα τον έχεις τον καιρό, γαμπρέ
και ξεκινάτε,
Μόνο τιμόνευγε καλά μέσ’ στη χαρά να
πάτε
_Γαμπρέ μας να τα χαίρεσαι τα
όμορφά τση κάλλη
απου δεν εξανάδαμε να τα 'χει κιαμιάν άλλη
_Γαμπρέ βλαστάρι όμορφο βέργα 'πο κυπαρίσσι
η νύφη μας θα σ' αγαπά σε όλη σας τη
ζήση .
]
_Τση Κρήτης
όλα τα πουλιά σου γλυκοκελαϊδούνε
Γιατί ‘σαι
η γι-ομορφότερη νύφη οπού θωρούνε
_Νύφη μου πετροπέρδικα που
περπατάς στ`αλώνια
Σου πρέπουνε
παινέματα να σου τα πουν τ` αηδόνια.
_Νύφη μας να περνάς καλά και να
πηγαίνεις ντρέτα
να σε λατρεύει ο γαμπρός στο λέω
ντρέτα σκέτα
_Νύφη μου μη πικραίνεσαι και μη
χαλά η καρδιά σου
Όπως σ’ αγάπα η μάνα σου σ’ έχει κι η
πεθερά σου
_Κουμπάρε που στεφάνωσες τα δυο
κυπαρίσσια
Του χρόνου να ‘μαστε
καλά, να ‘ρθεις και στα βαφτίσια
_Δώσετε του κουμπάρου μας του γάμου
το κουλούρι
απού τ'
ομορφοσάξανε και μοιάζει του στη μούρη
_Γαμπρός ειν`το γαρύφαλλο κι η νύφη άσπρη βιόλα
Επίσης κι ο κουμπάρος τους τα
νοστιμίζει όλα
_Κουμπάρε καλορίζικα πού’βαλες το στεφάνι
να σ` αξιώσει ο Θεός να
βάλεις και το λάδι
_Να ζήσουν νύφη και γαμπρός χωρίς καημό και βάρος
ο πεθερός, η πεθερά, οι φίλοι, κι ο
κουμπάρος.
_Γαμπρέ τη νύφη ν' αγαπάς να
μην τηνε μαλώνεις
σαν το σγουρό βασιλικό να τηνε καμαρώνεις
Δ. Ο ΚΛΗΔΟΝΑΣ, Ο ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΚΛΗΔΟΝΑ
Ο «κλήδονας» , όπως είδαμε στα πιο πριν, είναι μια
λαϊκή μαντική εκδήλωση-διαδικασία, σύμφωνα με την οποίαν αποκαλύπτεται, τάχα
μου, στις άγαμες κοπέλες η ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου, αν την αγαπά
το αγόρι της κ.α. Στην εκδήλωση αυτή τα μηνύματα (μαντάτα – μαντείες )
εκφράζονται και με μαντινάδες. H ελληνική λέξη «κλήδονας» παράγεται από την
αρχαία ελληνική λέξη «η κληδών» = το σημάδι των οιωνών, που στα ιταλικά λέγεται «la mandate”, λέξη που σχετίζεται με τα ιταλικά mando, mandare. Η αρχαία ελληνική λέξη κληδών παράγεται από
τον ήχο «κλικ», το μαντικό σημάδι για τους αρχαίους, που ακούγεται είτε από το κλειδί μιας
κλειδωνιάς είτε από το μάνταλο. Μανταλώνω = κλειδώνω.
Το ιερό και το Μαντείο των Δελφών, που ήταν αφιερωμένο στον θεό της
μουσικής Απόλλωνα και το μεγαλύτερο της αρχαιότητας, σύμφωνα με τον
Ομηρικό Ύμνο «Εις Απόλλωνα», δημιουργήθηκε από Κρήτες. Επίσης ο Ηρόδοτος
αναφέρει ότι η ιέρεια Πυθία στους Δελφούς έδινε χρησμούς σ' εξάμετρο τόνο =
εξάμετρο ρυθμό (σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους), τις λεγόμενες «χρησμωδίες (ωδές χρησμών =
μάντινες, αντί
μαντικές ωδές), πρβ:
«Η Πυθίη εν ἑξαμέτρῳ τόνῳ λέγει
τάδε:
οίδα
δ᾽ εγώ ψάμμου τ᾽ αριθμὸν και μέτρα
θαλάσσης,
και
κωφού συνίημι και ου φωνεύντος
ακούω.
οδμή μ᾽ ες
φρένας ήλθε κραταιρίνοιο χελώνης
εψομένης εν χαλκω αμ᾽ αρνείοισι κρέεσσιν,
ή
χαλκός μεν υπέστρωται, χαλκὸν
δ᾽ επίεσται.
……… αλλ᾽ όταν
ημίονος βασιλεύς Μήδοισι γένηται,
και
τότε, Λυδὲ ποδαβρέ, πολυψήφιδα παρ᾽ Έρμον
φεύγειν μηδὲ
μένειν, μηδ᾽ αιδείσθαι κακὸς είναι».
(Χρησμός του Μαντείου των Δελφών στον Κροίσο
για την εκστρατεία του κατά του Κύρου. Ηρόδοτος Α 47 - 55)
Ενίοτε ο χρησμός δινόταν και σε ομοιοκατάληκτο στίχο: "ΗΞΕΙΣ
ΑΦΗΞΕΙΣ ΟΥΚ ΕΝ ΠΟΛΕΜΩ ΘΝΗΞΕΙΣ"
Ο Κρητικός μάντης και σοφός Επιμενίδης (6ος π.Χ. αι.), σύμφωνα με
τον Στράβωνα ( Γεωγραφικά I, IV ), έγραφε τους χρησμούς του σε
ποίηση, έπη. Ο Παυσανίας (Αττικά, 34) αναφέρει πως στο μαντείο του Αμφιάραου,
κοντά στον Ωρωπό, υπήρχε ένας Κρητικός με το όνομα Ιοφών, από την Κνωσό, που
τους χρησμούς των εξηγητών τους έλεγε με εξάμετρους στίχους.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης (5.74-77) αναφέρει ότι ο Απόλλωνας δεν ήταν μόνο ο
θεός της μουσικής, αλλά και ο θεός της μαντικής, ο πρώτος χρησμολόγος.
Αυτός πρώτος βρήκε στην Κρήτη αφενός τα
έγχορδα όργανα, το τόξο και την κιθάρα και τη μουσική της και αφετέρου την
ιατρική από τη μαντική, Ακολούθως ο γιος του ο Ασκληπιός, αφού έμαθε από τον
πατέρα του πολλά χρήσιμα για την ιατρική, ανακάλυψε τη χειρουργική και την
παρασκευή των φαρμάκων και γενικά προήγαγε σε τέτοιο βαθμό την ιατρική τέχνη
ώστε τιμάται ως γενάρχης και ιδρυτής της, πρβ:
«Απόλλωνα
δε της κιθάρας ευρετήν αναγορεύουσι
και της κατ αυτήν μουσικής, έτι δε την ιατρικήν επιστήμην εξενεγκείν δια της μαντικής τέχνης γενομένης, δι ης το παλαιόν συνέβαινε
θεραπείας τυγχάνειν τους αρρωστούντας,
ευρετήν δε και του τόξου γενόμενον
διδάξαι τους εγχωρίους τα περί την τοξείαν, αφ ης αιτίας μάλιστα
παρά τοις Κρησίν εζηλώσθαι
την τοξικήν και το τόξον κρητικόν ονομασθήναι … Απόλλωνος
δε και Κορωνίδος Ασκληπιον γενηθένα, και πολλά παρά του πατρός των εις ιατρικήν μαθόντα, προσεξευρείων
την τε χειρουργίαν και τας των φαρμάκων σκευασίας και
ριζών δυνάμεις, και καθόλου προβιβάσαι την τέχνην επί τοσούτον, ώστε ως αρχηγόν αυτής και κτίστην τιμάσθαι».» ( Διόδωρος Σικελιώτης 5.74).
Επίσης ο Φιλόστρατος (Τα ες
τον Τυανέα Απολλώνιο Γ, ΧLIV) αναφέρει ότι η μαντική
έχει προσφέρει πολλά στους ανθρώπους , αλλά το μεγαλύτερο δώρο είναι η ιατρική.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης (5, 66-67) αναφέρει επίσης ότι , σύμφωνα με τους
μύθους των Κρητών, ο Υπερίωνας ήταν αυτός που παρατήρησε την αστρολογία και η
θέμιδα ήταν εκείνη που εισηγήθηκε τη μαντική, πρβ:
«Οι
Κρήτες διηγούνται το μύθο πως τον καιρό που οι Κουρήτες ήσαν
νέοι υπήρχαν οι λεγόμενοι ….. όλοι τους
έγιναν εφευρέτες κάποιων αγαθών ….. Ο Υπερίωνας, λένε (οι μύθοι των Κρητών),
πως ήταν ο πρώτος που κατανόησε με την επιμέλεια και την παρατηρητικότητά του
την κίνηση του ηλίου, της σελήνης και των υπολοίπων αστεριών, καθώς και τις
εποχές που προκαλούνται από αυτά και τα δίδαξε στους άλλους να τα μάθουν και γι αυτό ονομάστηκε πατέρας τούτων των σωμάτων, σα να γέννησε τη θεωρία περί
αυτών και τη φύση τους…… Για τη θέμιδα, λένε οι μύθοι, πως ήταν η πρώτη που
εισηγήθηκε τη μαντική, τις θυσίες και τους θεσμούς, σχετικά με τους θεούς και
δίδαξε την υπακοή στους νόμους και την ειρήνη. Γι
αυτό το λόγο ονομάζονται θεσμοφύλακες και θεσμοθέτες οι άνθρωποι που
διαφυλάσσουν τα ιερά και τα όσια των θεών και τους νόμους των ανθρώπων. Και ο
Απόλλωνας, την ώρα που πρόκειται να δώσει χρησμούς, λέμε πως «θεμιτεύει» από το γεγονός ότι η θέμιδα ανακάλυψε τους
χρησμούς» (Διόδωρος Σικελιώτη, 5, 67)
Ανατρέχοντας επίσης στους αρχαίους συγγραφείς (Ηρόδοτο, Διόδωρο ,
Στράβωνα, Λαέρτιο, Πλούταρχο κ.λπ.)
βλέπουμε ότι οι μάντεις στην Αρχαία Ελλάδα δεν ήταν πρόσωπα τυχαία, αλλά
της εκκλησίας και συνάμα οι πιο μορφωμένοι από τους ιερείς, άλλοι γιατροί,
άλλοι σοφοί κ.λπ.. Για παράδειγμα ο περίφημος συγγραφέας και σοφός της
αρχαιότητας Πλούταρχος ήταν ένας από τους ιερείς του ναού και μαντείου των
Δελφών και μάλιστα με ιερατικό αξίωμα . Ομοίως ο Επιμενίδης ο Κρήτας, που ήταν
ένας από τους επτά ή οκτώ σοφούς της αρχαιότητας (μαζί με τον
Περίανδρο), ήταν συνάμα ιερέας και μάντης στη Κνωσό. Απλά οι εν λόγω ιερείς δια
μέσου της μαντικής προσπαθούσαν να επιλύσουν διάφορα θέματα, από πνευματικά
μέχρι ιατρικά, για τα οποία δεν ήξεραν τον ορθό τρόπο επίλυσής τους με τα μέχρι
τότε επιστημονικά δεδομένα. Ο λόγος και για τον οποίον η ιατρική επινοήθηκε από
τη μαντική και η αστρονομία, από την αστρολογία
Ο Πλάτων (πολιτικός 290 d-e) αναφέρει ότι οι ιερείς και οι μάντεις έχουν
πολύ μεγάλη σημασία και σεβαστή φήμη εξ αιτίας της σπουδαιότητας του έργου
τους. Εξ αυτού στην Αίγυπτο δεν επιτρέπεται και ο βασιλιάς να κυβερνά, αν δεν
έχει ιερατικό αξίωμα.
Ειδικότερα τα μαντεία της Ελλάδος ήταν κάτι όπως τα πανεπιστημιακά
νοσοκομεία σήμερα και όχι μόνο. Οι μάντεις
ήταν πλήρως ενημερωμένοι όχι μόνο για τα θρησκευτικά θέματα, αλλά και
για όλα τα υπόλοιπα ( ιατρικά, κοινωνικά κ.λπ.) και η ενημέρωσή τους αυτή
γινόταν είτε από τους άλλους ιερείς είτε από συνεργάτες που είχαν προσλάβει
(υπενθυμίζουμε π.χ. ότι ο Πλούταρχος ήταν ορισμένος από την Αμφικτιονία ως
ανώτατο ιερατικό στέλεχος του Μαντείου Δελφών) και ως εξ αυτού ήταν και
προφήτες και ψυχολόγοι και εμψυχωτές και αναλυτές και καθοδηγητές κ.λπ. , άρα και οι διαμορφωτές
της κοινής γνώμης της εποχής.
ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΤΙ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Ο Κλήδονας, ως γνωστόν, είναι ένα
ελληνικό έθιμο που τελείται στις 24 Ιουνίου, την ημέρα του Αγίου Ιωάννου, το
οποίο σχετίζεται με τη μαντεία. Απλά
σήμερα στη θέση του Απόλλωνα έχει μπει ο Αϊ Γιάννης. Την παραμονή του Αϊ-Γιαννιού, δηλαδή στις 23 Ιουνίου, οι ανύπανδρες κοπέλες μαζεύονται σε
ένα από τα σπίτια του χωριού, όπου αναθέτουν σε κάποια ή σε κάποιες από αυτές
να φέρουν από το πηγάδι ή την πηγή το "αμίλητο νερό". Επιστρέφοντας
στο σπίτι όπου τελείται ο κλήδονας, το νερό μπαίνει σε πήλινο δοχείο, την
υδροφόρο, στο οποίο η κάθε κοπέλα ρίχνει ένα αντικείμενο (μήλο πράσινο ή
κόκκινο, κόσμημα, κλειδί κ.α.), το λεγόμενο ριζικάρι. Στη συνέχεια το δοχείο
σκεπάζεται με κόκκινο ύφασμα, το οποίο δένεται γερά με ένα κορδόνι
("κλειδώνεται") και τοποθετείται σε ταράτσα ή άλλο ανοιχτό χώρο. Εκεί
παραμένει όλη τη νύχτα υπό το φως των άστρων. Οι κοπέλες επιστρέφουν ύστερα στα
σπίτια τους. Λέγεται ότι τη νύχτα αυτή θα δουν στα όνειρά τους το μελλοντικό
τους σύζυγο. Ανήμερα του Αϊ-Γιαννιού,
αλλά πριν βγει ο Ήλιος, ώστε να μην εξουδετερωθεί η μαγική επιρροή των άστρων, η υδροφόρος νεαρή της προηγουμένης ημέρας φέρνει μέσα στο σπίτι το αγγείο. Το μεσημέρι ή το απόγευμα συναθροίζονται πάλι οι ανύπανδρες
κοπέλες. Καθισμένη στο κέντρο της συντροφιάς, η υδροφόρος νεαρή ανασύρει
ένα-ένα από το αγγείο τα αντικείμενα, που αντιστοιχούν στο "ριζικό"
κάθε κοπέλας και μια άλλη, κάποια (ή και κάποιος) που έχει ποιητικό και μαντικό
ταλέντο απαγγέλλει ταυτόχρονα τυχαίες μαντινάδες. Μαντινάδες που είναι επηρεασμένες
απλώς και μόνο από τη θέα του ριζικαριού, αφού η μαντιναδολόγος
δεν ξέρει σε ποιον ανήκει το κάθε ριζικάρι. Η μαντινάδα που αντιστοιχεί στο
αντικείμενο (ριζικάρι) της κάθε κοπέλας θεωρείται ότι προμηνάει το μέλλον της.
Σε κάποιας κοπέλας το ριζικάρι ο αείμνηστος μαντιναδολόγος
Καμινοκωστής, είχε πει την εξής μαντινάδα: «Σα μάθει
ο σκύλος γράμματα κι η γάτα να διαβάζει / τότε και συ θα παντρευτείς να κάμει ο
κόσμος χάζι….» (Και
η κοπελιά αυτή πράγματι μέχρι σήμερα δεν έχει παντρευτεί!)
«Κλήδονας,
εκ του αρχαίου Κληδών. Μαντεία ασκουμένη
παιγνιωδώς υπό νεανίδων ιδία κατά την εορτήν των γενεθλίων του Αγίου Ιωάννου, 24 Ιουνίου. Κατ’
αυτήν εντός υδρίας πλήρους ύδατος αντληθέντος βωβώς, «αμίλητο νερό», ρίπτονται διάφορα αντικείμενα:
καρφίδες, κομβία, νομίσματα κ.λπ., έκαστον των οποίων
«μελετάται» επ ονόματι ωρισμένου προσώπου . κατόπιν εξάγονται ανά εν, ενώ
απαγγέλλονται διάφορα δίστιχα, τα οποία θεωρούνται ως αποτελούντα απάντησιν εις τα προβλήματα τα απασχολούντα
το άτομο επ ονόματι του
οποίου είχε μελετηθή το εξαγόμενο αντικείμενον».
Κληδονίζω (κληδών) =
προσημαίνω. προμηνύω, προμαντεύω. Κληδών (ομηρική
λέξη, κλέω, κλεηδών και κληηδών= φήμη, φωνή περιέχουσα πρόρησιν,
μήνυμα, υπόδειξιν του μέλλοντος, γεν. φωνή, ρήσις μαντική , παρ’ Ομήρω εν τη
συν. Ευτυχίας μήνυμα εκ λόγου συναγόμενον (Οδύσσεια Σ
117, Ηρ. 5,72). (Λεξικό Γ. Δραγατάκη,
1975)
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΛΗΔΟΝΑ ΑΠΟΣΠΕΡΑΣ
_ Σήμερα
που ‘ναι τα Αι Γιαννιού βάλε αρχή κερά μου
Του
χρόνου σαν και σήμερα να σ’ έχω αγκαλιά μου
_Κλειδώνουμε
τον κλήδονα μ’ ένα μικιό κλειδάκι
Κι
απόης τον αφήνουμε έξω στο φεγγαράκι
_Ανοίξατε
τον κλήδονα στου Αϊ - Γιαννιού τη χάρη
κι
ος είναι καλορίζικος
ας έρθει να το πάρει
_Τα
μυστικά του Κλήδονα κρατώ καλά κρυμμένα,
μέσα
στα βάθη της καρδιάς, που έβαλα για σένα.
_Σήμερα
που ‘ναι τα’ Αι Γιαννιού του Θιου ζητώ
μια χάρη
Του
χρόνου σαν και σήμερα να γίνουμε ζευγάρι
_Κλειδώσετε
τον κλήδονα με δόξα και με χάρη
Κι απού ‘χει μήλο κόκκινο ταχυτέρου
(αύριο) να το πάρει
_Ε Γλυκοπαναγία μου, που ‘σαι
στη γειτονιά σου
Ζευγάρισέ
το μήλο μου, να σ’ άφτω τα κεριά σου.
_Μήλο
‘βαλα στον κλήδωνα κι είναι και μυρωδάτο
Κι
αν δε σε πάρω θα γενεί ο κόσμος άνω κάτω.
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΛΗΔΟΝΑ ΣΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ
_Ανοίγουμε
τον Κλήδονα με τ΄ Αϊ Γιαννιού τη
χάρη
κι
όποιος έχει μήλο κόκκινο ας έρθει να το πάρει
_ Ανοίγουμε
τον κλήδονα με του Αγιαννιου τη χάρη
Κι
όποιος έχει ριζικό σήμερα να το πάρει.
Έφθασε
η ώρα κι η στιγμή κι ο κλήδονας ανοίγει
Και
κάθε μια το ριζικό στα φανερά ξανοίγει
Ανοίξετε
τον κλήδονα με τση μυρθιάς το
φύλλο
Μαλαματένια
πρόσωπα που θάμπωσες τον ήλιο
Ανοίξετε
τον κλήδονα τη χέρα μου να βάλω
να
βγάλω το χρυσό αητό το ρήγα το μεγάλο
Ανοίξετε
τον κλήδονα να βγάλουμε τα μήλα
του
χρόνου σαν και σήμερα βγάλετε δακτυλίδια
Ανοίξετε
τον κλήδονα να βγει ο χαρισμένος
απου τα κάστρα πολεμά και βγαίνει
κερδισμένος
Βάλε
το χέρι κοπελιά, το πρώτο μήλο πιάσε
Που
η μοίρα σου χειροκροτεί, ευτυχισμένη να ‘σαι.
Βγαίνει
το μήλο τ’ άρχοντα, του πιο καλού λεβέντη,
Του
πρώτου μας παλικαριού στο λούσο και στο γλέντι.
Στον
κλήδονα οι χρησμοί που λέει-στέλνει ο μάντης σε κάθε ριζικάρη είναι με
μαντινάδες. Ριζικό = η μοίρα, το τυχερό,
το πεπρωμένο, μεταφορικά αυτό που κουβαλά κάποιος από τις ρίζες του (από το σόι
του). Ριζικάρης = αυτός για τον οποίο η μάντισσα ή ο μάντης εξαγγέλλει μια
μαντινάδα που η ερμηνεία της δίδει τη μοίρα ή το τυχερό ή το πεπρωμένο του κ.λπ.:
_«Ω Ριζικό ακατάστατο,
αναπαμό δεν έχεις,
μα
επά κ' εκεί σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις.
Όντε στα ύψη μας πετάς, τα χαμηλά γυρεύγεις,
κι
όντε μας δείχνεις το γλυκύ, τότες μας φαρμακεύγεις
(Ερωτόκριτος Δ. στίχοι 717-720, Β. Κορνάρος 1553– 1613)
Ο ΚΛΗΔΟΝΑΣ ΕΧΕΙ ΤΙΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ
ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ.
1. Ο Κλήδονας είναι ένα έθιμο που
έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Στην
εποχή του Ομήρου, χρησιμοποιούσαν τη μαγεία του Κλήδονα για να μαντέψουν τα
μελλούμενα (Οδύσσεια
Σ 117,. Ο Παυσανίας (Βοιωτικά, 11, 7),
σχετικά με τον κλήδονα, αναφέρει τα
εξής: «Στη
συνέχεια του Ηρακλείου (της Θήβας) υπάρχει γυμνάσιο και στάδιο, που και τα δυο
έχουν το όνομα του Θεού. Πέρα από το Σωφρονιστήρα
λίθο υπάρχει βωμός του Απόλλωνα του επονομαζόμενου Σποδίου.
Ο Βωμός του Απόλλωνα σχηματίστηκε από τη στάχτη των σφαγίων. Εδώ συνηθίζεται
μαντική από κληδόνων («μαντική δε καθέστηκεν αυτόθι
από κληδόνων»), την οποία ξέρω ότι τη χρησιμοποιούν οι Σμυρνιοί περισσότερο απ’
όλους τους Έλληνες και οι Σμυρνιοί έχουν πάνω από τη πόλη, έξω από το τείχος,
ιερό των κληδόνων («κληδόνων ιερόν»). Παλιά οι Θηβαίοι θυσίαζαν ταύρους στον Σπόδιο
Απόλλωνα». Στα χρόνια του Βυζαντίου συναντάμε το έθιμο σαν λατρεία του Ήλιου.
Φωτιές ανάβονται και ο λαός πηδά πάνω απ΄ αυτές για
να εξαγνίσει το κακό, όπως και σήμερα. Με τα χρόνια ο Κλήδονας χάνει το
χαρακτήρα της γενικής μαντικής και περιορίζεται στους ερωτικούς χρησμούς. Η θεά
Κλήδονα αποσύρεται σιωπηλά και δίνει τη θέση της στον Αϊ Γιάννη, του οποίου τη χάρη
επικαλείται ο λαός.
2. Η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει αφενός
ότι ο κλήδονας και οι μαντείες υπήρχαν επί εποχής εξόδου των
Εβραίων από την Αίγυπτο, ήτοι το 1500 π.Χ., και αφετέρου ότι είναι πράξεις
καταδικαστέες, πρβ: «τα γαρ έθνη ταύτα, ους συ κατακληρονομείς αυτούς, ούτοι κληδόνων και μαντειών ακούσονται, σοι δε ουχ
ούτως έδωκε Κύριος
ο Θεός σου» (Δευτερονόμιο 18,14)
3. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών κατά το β' μισό του 12ου αιώνα, σχολιάζοντας τους
Κανόνων της Πενθέκτης Συνόδου (691-2) σχετικά με τις
νουμηνίες, τις φωτιές και τον κλήδονα, παραθέτει περιγραφή του εθίμου το οποίο
προσομοιάζει με βακχική τελετή συνδεδεμένη με το Σατανά και για το λόγο αυτό το
θεωρεί καταδικαστέο, πρβ: «Κατά την εσπέραν της κγ' του Ιουνίου μηνός, ηθροίζοντο
εν ταις ρυμίσι και εν τοις οίκοις
άνδρες και γυναίκες, και πρωτότοκον κοράσιον νυμφικώς εστόλιζον μετά γονυ το συμποσιάσαι και βακχικώτερον ορχήσασθαι και χορεύσαι και αλαλάξαι, έβαλλον εν αγγείω συστόμω χαλκώ θαλάττιον ύδωρ, και είδη
τινά εκάστω τούτων ανήκοντα - και ώσπερ της παιδός εκείνης λαβούσης Ισχύν εκ
τον Σατανά προμηνύειν τα ερωτώμενα, αυτοί μεν περί
τούδε τίνος αγαθού ή και αποτροπαίον ανεβοών ερωτηματικώς· το δε κοράσιον
από των εν τω αγγείω εμβληθέντων
ειδών το παρατυχόν εξαγαγόν
υπεδείκνυεν· και λαμβάνων ανόητος τούτον δεσπότης, επληροφορείτο τάχα τα επ' αυτώ συνενεχθήναι
μέλλοντα, ευτυχή τε και δυστυχή. Την επαύριον δε μετά τυμπάνων και χορών συν τω
κορασίω εις τους αιγιαλούς απερχόμενοι, και ύδωρ θαλάττιον αφθόνως
αναλαμβανόμενοι, τας κατοικίας αυτών έρραινον και ου
μόνον ταύτα ετελούντο παρά των ασυνετωτέρων, αλλά και
δι' όλης της νυκτός από χόρτον πυρκαΐας
ανάπτοντες, επήδον υπεράνω αυτών και εκληδονίζοντο, ήτοι εμαντεύοντο
περί ευτυχίας και δυστυχίας και άλλων τινών δαιμονιωδώς. Τας δε ένθεν κακείθεν
εισόδους αυτών και το δωμάτιον, εν ώ ετελείτο η κληδών, συν τοις παρακειμένοις υπαίθροις, χρυσίζουσι πέπλοις και σηρικοίς κατεκόσμουν υφάσμασι· αλλά μην
και φυλλάσι δένδρων κατεστεφάνουν,
εις τιμήν και υποδοχήν, ως έοικε,
του οικειωσαμένου αυτούς Σατανά».
Ωστόσο, παρ' όλη την αρνητική στάση της Εκκλησίας, το έθιμο του κλήδονα
επιβίωσε μέχρι σήμερα, όμως με κάποιες
παραλλαγές σε σχέση με τα βυζαντινά δρώμενα. (Συγχρόνως, η έκφραση "αυτά
τα λεν στον κλήδονα", με την έννοια ότι αυτά που λέγονται δεν είναι
σοβαρά, πιθανόν να εκφράζει την εκκλησιαστική άποψη ως προς τη μαντική
πρακτική, ή απλώς μια λαϊκή δυσπιστία.)
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
ΒΛΕΠΕ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
«Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ, ΠΟΙΗΣΗ ΚΛΠ) ΚΑΙ ΡΗΤΟΡΙΚΗ»
Α. Γ. ΚΡΑΣΑΝΑΚΗ
Το παρόν βιβλίο είναι μια πρωτότυπη
μελέτη, η οποία βασίζεται αποκλειστικά και μόνο σε επίσημες πηγές, αρχαίες και
νέες, των οποίων τα ονόματα αναφέρονται εντός του βιβλίου, εκεί όπου
αναφέρονται και τα λεγόμενά τους.
Ο συγγραφέας Αδαμάντιος (Μάκης) Γ.
Κρασανάκης έχει γράψει πάρα πολλές μελέτες και άρθρα, που έχουν
δημοσιευτεί στις Κρητικές και Αθηναϊκές εφημερίδες, καθώς και πάρα πολλά άλλα
βιβλία, όπως τα εξής:
2.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ (ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΓΡΑΦΗΣ)
3.
Η ΝΑΥΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
5.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ,
ΠΟΙΗΣΗ ΚΛΠ) ΚΑΙ ΡΗΤΟΡΙΚΗ
6.
Ο
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
9.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ (ΕΙΔΗ Κ.ΛΠ.)
10.
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
11.
Η
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΩΝ
ΘΕΩΝ
12.
ΟΙΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΤΟΠΟΙΙΑ
(ΙΣΤΟΡΙΑ, ΕΙΔΗ ΠΟΤΩΝ Κ.ΛΠ.)
13.
Η ΑΘΗΝΑ (ΟΝΟΜΑΣΙΑ,
ΙΔΡΥΣΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ, ΠΡΟΣΦΟΡΑ Κ.ΛΠ.)
14.
Η ΘΗΒΑ (ΟΝΟΜΑΣΙΑ,
ΙΔΡΥΣΗ Κ.ΛΠ.)
15.
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (ΟΝΟΜΑΣΙΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ, ΚΑΤΑΓΩΓΗ Κ.ΛΠ. ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ )
16.
Η ΣΠΑΡΤΗ (ΟΝΟΜΑΣΙΑ,
ΙΔΡΥΣΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ, ΠΡΟΣΦΟΡΑ Κ.ΛΠ.)
17.
Η KΡΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (ΟΝΟΜΑΣΙΑ, ΚΑΤΑΓΩΓΗ,
ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΚΡΗΤΩΝ)
18.
Ο ΚΡΗΤΑΓΕΝΗΣ ΔΙΑΣ ΚΑΙ
ΤΟ ΑΝΤΡΟ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
19.
ΟΙ KΡΗΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΦΟΡΕΣΙΕΣ
20.
ΟΙ ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΧΟΡΟΙ-ΧΟΡΟΣ
ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΝΟΗΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
21.
Η ΜΙΝΩΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΚΑΙ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑΣ
22.
Ο ΝΟΜΟΣ ΛΑΣΙΘΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ (ΙΔΡΥΣΗ, ΟΝΟΜΑΣΙΑ, ΔΗΜΟΙ Κ.ΛΠ.)
23.
ΤΟ ΠΕΡΙΦΗΜΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΛΑΣΙΘΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ
24. ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΟΡΟΠΕΔΙΟΥ ΛΑΣΙΘΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ
25.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ –&
ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΡΗΤΙΚΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ
26.
ΙΣΤΟΡΙΑ MΟΥΣΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ (ΕΙΔΗ, ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ Κ.ΛΠ.),
27.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑΣ
28.
ΠΕΡΙ ΘΥΣΙΩΝ,
ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΚΡΕΑΤΟΦΑΓΙΑΣ
29.
ΠΕΡΙ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑΣ, ΜΑΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΑΝΤΕΙΑΣ
30.
ΨΕΥΔΗ ΠΟΥ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΦΗ
31.
ΜΑΘΗΣΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ: (ΔΥΣΛΕΞΙΑ, ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΙΣΜΟΣ κ.α.).
32.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ: ΤΙ ΕΝΑΙ ΘΕΟΣ, ΨΥΧΗ,
ΑΔΗΣ ΚΑΙ Η ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥΣ Ή ΟΧΙ
33.
Η ΚΙΘΑΡΑ, Η ΛΥΡΑ ΚΑΙ Ο
ΑΥΛΟΣΜΕ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΝΟΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ
ΚΡΗΤΕΣ
34.
Ο ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ ΙΣΤΙΩΝ ΚΑΙ
ΤΟΥ ΜΥΛΟΥ (ΥΔΡΑΛΕΤΗ, ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΥ κ.α.).
35. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΛΑΘΟΣ ΟΙ ΘΕΩΡΙΣ ΤΗΣ
ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΠΑΜ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ