ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ (ΜΑΚΗΣ) Γ. ΚΡΑΣΑΝΑΚΗΣ ΜΙΝΩΙΚΗ
ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ & ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΝΔΥΜΑΣΙΑΣ |
|
Οι Μινωίτες είναι εκείνοι που εφεύραν την υφαντική τέχνη, το
αργαλειό, καθώς και την ενδυμασία με κοπτοραπτική. Είναι οι πρώτοι στον
κόσμο που αφενός ύφαναν ρούχα και
αφετέρου έκοψαν και έραψαν ρούχα στα μέτρα του χρήστη και που συνάμα είχαν
διαφορετικά ενδύματα για τους άνδρες, τις γυναίκες, τους ιερείς, κλπ. Οι υπόλοιποι
αρχαίοι Έλληνες, καθώς και οι ξένοι λαοί για πολλούς αιώνες ακόμη μετά από το
Μινωικό Πολιτισμό φορούσαν είτε χιτώνες και μανδύες (που ήταν ιμάτια όπως τα
κλινοσκεπάσματα) είτε περιζώματα από προβιές ζώων. |
|
|
|
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «Η ΑΘΗΝΑ» ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΤΤΙΚΗΣ 2016 |
ΜΙΝΩΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ &
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑΣ
=========================
ΤΟΥ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ (ΜΑΚΗ) Γ. ΚΡΑΣΑΝΑΚΗ
(Επίτιμου
Δ/ντη Υπουργείου Πολιτισμού, Προέδρου Κρητών Αγίας Παρασκευής, τ. Γ. Γραμματέα
Παγκρητίου Ενώσεως)
Περιεχόμενα
1. Ο ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ ΤΑ
ΕΝΔΥΜΑΤΑ
2. ΑΠΟ ΤΟ ΦΥΛΟ ΣΥΚΗΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΟΒΙΕΣ
3. ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΟΒΕΙΕΣ ΣΤΟ ΖΩΜΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΕΚΕΙ ΣΤΗ
ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
Α. Η ΑΘΗΝΑ ΒΡΙΣΚΕΙ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΤΟΝ ΑΡΓΑΛΕΟ ΚΑΙ
ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑΣ (ΥΦΑΝΤΙΚΗ, ΡΑΠΤΙΚ
6. ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ: Η ΦΟΡΕΣΙΑ, Η ΣΤΟΛΗ,
ΤΑ ΑΜΦΙΑ ΚΛΠ
7. Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΙΓΥΠΤΙΩΝ
ΜΙΝΩΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ - ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
1. ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΦΥΛΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
2.
ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
3. ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
4. ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΜΙΝΩΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ - ΕΚΜΙΝΩΙΣΜΟΣ
ΕΛΛΗΝΩΝ - ΡΩΜΑΙΩΝ
5. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΠΡΩΤΟΣ
ΑΞΙΟΛΟΓΟΣ, Η ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥ
6. ΤΟ ΨΕΥΔΟΣ ΟΤΙ Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΡΗΞΗ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟΥ
ΤΗΣ ΘΗΡΑΣ
7. ΤΟ ΨΕΥΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ Ο ΜΙΝΩΑΣ ΚΑΙ ΟΙ
ΜΙΝΩΙΤΕΣ ΔΕΝ ΗΣΑΝ ΕΛΛΗΝΕΣ
1. Η ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ (ΚΟΠΤΙΚΗ -
ΡΑΠΤΙΚΗ) ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΝΟΗΣΗ ΤΩΝ ΚΡΗΤΩΝ
2. Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΜΙΝΩΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
3. Η
ΑΝΔΡΙΚΗ ΜΙΝΩΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
4. Η ΜΙΝΩΙΚΗ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
5. Η
ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΧΟΡΕΥΤΩΝ ΕΠΙ ΟΜΗΡΟΥ - ΜΙΝΩΑ
6. Η ΛΕΠΤΗ ΜΕΣΗ ΤΩΝ ΜΙΝΩΙΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΓΥΜΝΟΣΤΗΘΟ
1. Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
2. ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ –
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ - ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
3. ΤΑ ΕΝΔΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΕΝΔΥΜΑΣΙΑΣ
6. Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΙΕΡΕΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Ο
άνθρωπος είναι το μόνο από τα ζώντα όντα επί γης που καλύπτει το σώμα τους
με ενδύματα, άρα και ο άνθρωπος γεννήθηκε γυμνός. Και
γεννήθηκε γυμνός, γιατί στα μέρη που
γεννήθηκε είχαν κλίμα όπως αυτό που
απαιτούν οι βιολογικές του ανάγκες. Τα μέρη αυτά ήταν οι θερμές και οι εύκρατες
περιοχές της γης και συγκεκριμένα οι περιοχές είτε του Νείλου στην Αίγυπτο,
σύμφωνα με τους μύθους των αρχαίων Αιγυπτίων, καθώς αναφέρει ο Διόδωρος Σικελιώτης (1, 10). Σύμφωνα επίσης
με τους μύθους των Περσών, Μήδων, Εβραίων κ.α., καθώς αναφέρουν Διόδωρος Σικελιώτης (2, 9 και η Γένεση (Β,
8), στη Μεσοποταμία βρίσκονταν ο «Παράδεισος».. Ο άνθρωπος άρχισε να καλύπτει το σώμα του με ενδύματα
καταρχήν απλώς και μόνο για λόγους αισθητικής, καθώς μας λέει η Γένεση (1,25 –
3,21), αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς,
δηλαδή για να μη φαίνονται τα αιδοία του, απ΄ όπου και η λέξη «αιδώ» = η
ντροπή, η αισχύνη, το αίσθημα που αισθάνεται κάποιος όταν κυκλοφορεί παντελώς
γυμνός. Ο άνθρωπος είναι το μόνο από τα ζώντα όντα που έχει τα αιδοία του σε
πρώτη θέα, επειδή στέκεται όρθιος, κάτι που του δημιουργεί και αισχύνη,
αλλά και πρόβλημα όταν αγωνίζεται, εργάζεται
κλπ και έτσι το πρώτο ένδυμα του
ανθρώπου ήταν το καλούμενο ζώμα με το οποίο έζωνε και έκρυβε τα αιδοία του. Ο Ηρόδοτος,
σχετικά με το θέμα αυτό, αναφέρει
ότι από τη στιγμή που μια γυναίκα βγάζει
το ρούχο της, αφήνει ακάλυπτη και τη ντροπή της («άμα δε κιθώνι εκδυομένῳ συνεκδύεται και την αιδώ γυνή»., Ηρόδοτος 1.8.4) και επίσης ότι όποιος άνδρας, όμως αυτό στους
βάρβαρους, έβλεπε γυναίκα γυμνή, η πράξη αυτή ήταν ασεβή και έπρεπε να πεθάνει
ή να τιμωρηθεί σκληρά (« παρά γάρ τοίσι Λυδοίσι, σχεδόν δε και παρά τοίσι άλλοισι
βαρβάροισι, και άνδρα οφθήναι γυμνὸν ες αισχύνην μεγάλην φέρει», Ηρόδοτος 1.11.1].
Πολλοί
λένε ότι η ενδυμασία επινοήθηκε, για να προστατεύει το σώμα από τις καιρικές
συνθήκες, κάτι που δεν ευσταθεί, τουλάχιστον ως πρωτεύον λόγος, αφού συναντούμε
ανθρώπους που είναι ντυμένοι και σε περιοχές που το κλίμα τους δεν τους το
επιβάλει. Απλά ο άνθρωπος σήμερα
χρησιμοποιεί τα ενδύματα και για λόγους προστασίας του σώματός του είτε από το
ψύχος ειτε και από τους διάφορους άλλους περιβαλλοντολογικούς κινδύνους: αγκάθια, χαλίκια, ήλιο, καύσωνας, αμμοθύελλα κλπ. Και αυτό,
επειδή ο άνθρωπος εξαπλώθηκε και σε περιοχές που δεν είναι θερμές ή ομαλές κλπ.
Επίσης ο άνθρωπος χρησιμοποιεί την ενδυμασία και για λόγους καλαισθησίας, καθώς
και για λόγους διάκρισης των ειδικών κοινωνικών ομάδων, δηλαδή για
υπόδειξη των ιερέων, των αξιωματούχων,
των στρατιωτών, των ναυτών, των αστυνομικών κλπ.
Η
Γένεση αναφέρει ότι το πρώτο ένδυμά του
ανθρώπου ήταν τα περιζώματα από φύλα συκής, τα οποία έβαλαν στο σώμα τους οι
πρωτόπλαστοι λόγω της ντροπής
(«αισχύνης» που αισθάνθηκαν για τη γύμνια τους μετά το «προπατορικό αμάρτημα». Συγκεκριμένα η
Γένεσις αναφέρει ότι οι πρωτόπλαστοι, ο Αδάμ και η Εύα, αρχικά ήταν γυμνοί και δε ντρέπονταν
γι αυτό: «Και ήσαν οι δύο γυμνοί, ο τε Αδάμ και η γυνή αυτού, και ουκ
ησχύνοντο» ( Γένεσις 1,25), όμως, επειδή έφαγαν τον απαγορευμένο καρπό,
ένα καρπό που όποιος τον έτρωγε
διανοίγονταν τα μάτια του και έκανε
διάγνωση της κατάστασής του:
«διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί των δύο, και έγνωσαν ότι γυμνοί
ήσαν, και έρραψαν φύλλα συκής και εποίησαν εαυτοίς περιζώματα» ( Γένεσις
3,7). Και, επειδή ο Αδάμ και η Εύα και
έτσι, με τα φύλλα συκής, ντρεπόταν, ο θεός πήρε προβιές και τις έκανε χιτώνες
δερμάτινους και με αυτούς τους έντυσε: «και εποίησε Κύριος ο Θεός τω Αδάμ
και τη γυναικί αυτού χιτώνας δερματίνους και ενέδυσεν αυτούς» ( Γένεσις 3,
21). Φυσικά η Γένεση εδώ θέλει να πει ότι ο άνθρωπος πρέπει να
καλύπτει τα σώμα του, γιατί από άποψης αισθητικής
δεν είναι ωραίο να κυκλοφορεί γυμνός και να φαίνονται τα αιδοία του, απ΄όπου
και στην ελληνική η λέξη αιδοία > αιδώ..
Ο
Παυσανίας στο «Ελλάδος Περιήγησις (Αρκαδικά Ι, 5 – 7)» αναφέρει ότι ο Πελασγός, ο πρώτος βασιλιάς της
Αρκαδίας, ήταν εκείνος που πρώτος
κατασκεύασε καλύβες, για να μένουν οι άνθρωποι, καθώς και χιτώνες από δέρμα
ύαινας για την ένδυσή τους, για να μην κρυώνουν, αλλά και για να μην τους καίει
ο ήλιος, πρβ: «Πελασγός
δε βασιλεύσας τούτο μεν ποιήσασθαι καλύβας επενόησεν, ως μη ριγούν τε και
ύεσθαι τους ανθρώπους μηδέ υπὸ του καύματος ταλαιπωρείν: τούτο δὲ τους χιτώνας τους εκ των δερμάτων των οιών, οις και νυν περί
τε Εύβοιαν έτι χρώνται και εν τη Φωκίδι οπόσοι βίου σπανίζουσιν..» (Παυσανία
Ελλάδος Περιήγησις, Αρκαδικά Ι, 5 – 7)
Το
πρώτο ένδυμα του ανθρώπου, όπως προκύπτει από τη Γένεση (1 – 4), καθώς και από
τις αρχαίες τοιχογραφίες και τα αρχαία
αγάλματα της Κνωσού, της αρχαίας Αιγύπτου κ.α., ήταν το καλούμενο ζώμα. Το ζώμα
αρχικά ήταν από προβιές ζώων και μετά η ορθογώνια υφασμάτινη ταινία ( το
ορθογώνιο ιμάτιο) που βγαίνει από τον αργαλειό και με το οποίο οι
αρχαίοι έζωναν , απ΄ όπου και ζώμα, τα σκέλη τους, δηλαδή το μέρος του σώματός
τους όπου βρίσκονται τα καλούμενα ευαίσθητα σημεία ή άλλως αιδοία, για λόγους
αισθητικής, αλλά και λόγους προστασίας τους. Το ζώμα τυλίγονταν
γύρω από τα σκέλη ή και ανάμεσα από τα σκέλη με διάφορους τρόπους. Ο πιο
απλός και ο πιο συνηθισμένος τρόπος ήταν αυτός με τον οποίο σχηματίζεται φούστα. Δηλαδή το ζώμα τυλιγόταν γύρω από τα
σκέλη και συνάμα με μια ζώνη ή κάτι
τέτοιο δενόταν-συγκρατιόνταν στη μέση. Στη συνέχεια από το ζώμα προέκυψε η
φούστα και από εκείνη, η φουστανέλα και το φουστάνι, αλλά και οι ανασυρίδες ή
άλλως αναξυρίδες = στα λατινικά bracae >
βράκες και από εκείνες το παντελόνι κ.α., όπως θα δούμε πιο κάτω. Στο
μεταξύ πολλοί άνθρωποι, αυτοί που μετοίκησαν σε ψυχρά, ανώμαλα κλπ μέρη,
άρχισαν να καλύπτουν και τα υπόλοιπα
μέρη του σώματός τους με διάφορα άλλα
ιμάτια, για να το προστατέψουν είτε από τις άσχημες καιρικές συνθήκες είτε και
από δέντρα, βράχια κλπ. Αρχικά αυτά ήταν
μεγάλα τετράγωνα υφάσματα (ιμάτιο = το ύφασμα όπως βγαίνει από τον αργαλειό),
που στην αρχαία Ελλάδα καλούνταν ιμάτια απ΄ όπου και ιματισμός = η ενδυμασία .
Από τα ιμάτια αυτά προέκυψε καταρχήν ο καλούμενος χιτώνας και η καλούμενη χλαμύδα (λατινικά manteluum >
μανδύας), που και τα δυο ήσαν ορθογώνια ιμάτια ή άλλως υφάσματα, κάτι όπως τα
σημερινά κλινοσκεπάσματα. Άλλωστε τα ρούχα αυτά ήταν και κλινοσκεπάσματα τη
νύχτα. Ο χιτώνας ήταν λεπτός, ενώ ο μανδύας χοντρός, για να μπαίνει πάνω από το
χιτώνα, όταν κάνει κρύο, Δηλαδή ήταν κάτι ως το σημερινό παλτό. Ο μανδύας έμπαινε
πάνω από το χιτώνα και αφού κάλυπτε την πλάτη, οι δυο άκρες του δενόταν με
πόρπη ή περόνη πάνω στον ένα από τους δυο ώμους, συνήθως στον αριστερό, για να
είναι ακάλυπτος και ελεύθερος ο δεξιός. Ο χιτώνας, επειδή ήταν καθημερινό
ένδυμα έμπαινε με άλλο τρόπο. Για να μην πέφτει, αφού διπλώνονταν στη μέση από
την κάθετο πλευρά, στις παρυφές του επάνω
σωλήνα που σχηματιζόταν ενώνονταν
δυο σημεία, ώστε να κρεμνιέται από εκεί στους ώμους του χρήστη. Κάποια στιγμή, επειδή το περίζωμα ως φούστα
φούστα και ο χιτώνας ήταν ανοικτά από κάτω,
ενώθηκε –ράφτηκε το κάτω μέρος του, πλην δυο σημείων, για να περνούν από
εκεί τα πόδια και έτσι προέκυψαν οι καλούμενες
ανασυρίδες ή αναξυριδες (δηλαδή ενδύματα που για να φορεθούν ανασύρονται
), οι οποίες στα Γαλατικά (λατινικά)
λέγονταν bracae > βρακες . Από τις ανασυρίδες μετά προέκυψαν μετά το παντελόνι, το κολάν, η κυλόττα (γκιλότα ),
το σώβρακα κλπ.
Οι
Μινωίτες ήταν αυτοί που πρώτοι έκοψαν
και έραψαν ρούχα στα μέτρα του χρήστη και από αυτά προέρχονται αυτά που
φορούν σήμερα οι υπόλοιποι οι Έλληνες,
καθώς και όλη η Ευρώπη και τα οποία σήμερα λέγονται φούστα, σακάκι, παντελόνι,
κάπα, παλτό κλπ, αφού οι υπόλοιποι Έλληνες (Αθηναίοι, Σπαρτιάτες κλπ),
καθώς και οι υπόλοιποι λαοί: Ρωμαίοι
κλπ φορούσαν τότε ρούχα που ήσαν ιμάτια,
ρούχα όπως τα κλινοσκεπάσματα (τις κουβέρτες), που το λεπτό λεγόταν χιτώνας και
το χοντρό χλαμύδα ή μανδύας, Ο λόγος και για τον οποίο σήμερα λέμε χιτώνα κάθε
τι λεπτό που περιβάλει κάτι και μανδύα κάθε τι
χοντρό που περιβάλει κάτι. (Περισσότερα βλέπε «Η μινωική ενδυμασία και η
ιστορία της ενδυμασίας» του Α.Γ. Κρασανάκη)
Το
πρώτο ένδυμα, όπως είδαμε πιο πριν, ήταν το ζώμα, με το οποίο κάλυπταν τα σκέλη
τους οι αρχαίοι. Μετά οι δυο άκρες του ζώματος ενώθηκαν και σχηματίστηκε έτσι ο
κωνικός σωλήνας της καλούμενη σήμερα φούστας. Κάποια στιγμή ενώθηκαν - ράφτηκαν οι άκρες του κάτω μέρους του σωλήνα
της φούστας , πλην δυο οπών, για να περνούν τα πόδια, και έτσι προέκυψαν oι
καλούμενες στα ελληνικά ανασυρίδες ή αναξυριδες (= οι περισκελίδες που
ανασύρονται για να μπουν), που στα λατινικά λέγονται bracae. Ακολούθως από αυτές
προέκυψαν οι νεώτερες παραλλαγές, που ονομάζονται σήμερα: κολάν, παντελόνι, γκιλότα, σώβρακα, σλιπ κλπ.
Οι
ανασυρίδες ή λατινικά bracae > βράκες, όπως προκύπτει από τις απεικονίσεις
στα αττικά αλάβαστρα και αγγεία του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ., αρχικά ήταν γυναικείο ένδυμα, το φορούσαν οι αμαζόνες
(και επειδή οι αμαζόνες δεν ουρούν όρθιες ή όπως οι άνδρες, γι αυτό και δεν
έχουν άνοιγμα για ούρηση, όπως αυτό του παντελονιού), και κάτι όπως οι
σημερινές παντελόνες στη γυναικεία κρητική παραδοσιακή φορεσιά της βράκας.
Ακολούθως και από αυτήν προέκυψε η ανδρική βράκα, η οποία διαφέρει της
γυναικείας στο ότι η ανδρική από τα γόνατα και κάτω έχει εφαρμοστά σκέλη,
επειδή από τα γόνατα και κάτω υπάρχουν τα στιβάνια, μέσα στα οποία μπαίνουν τα
μπατζάκια της βράκας. Πριν βγουν τα στιβάνια πάλι η ανδρική βρακα είχε
εφαρμοστά μπατζάκια, ώστε να μην βρίσκουν στους θάμνους, βράχια κλπ κατά τις
μετακινήσεις. Και επειδή η ανδρική βράκα έχει κοντά μπατζάκια, σχηματίζει
φουφούλα, η οποία κατά καιρούς είχε διάφορα μεγέθη και αυτό και για λόγους μόδας.
Το
παντελόνι , το οποίο αρχικά ήταν μόνο ανδρικό κάλυμμα των σκελών, διαφέρει
των αρχαίων αναξυρίδων απλώς και μόνο
στο ότι έχει σχιστό άνοιγμα μπροστά στο ύψος των γεννητικών οργάνων, που κουμπώνει
σήμερα με κουμπιά ή φερμουάρ, ενώ οι αναξυρίδες δεν έχουν, επειδή οι γυναίκες
δεν είναι δυνατόν να ουρήσουν όρθιες. Αρχικά παντελόνι λεγόταν αυτό που λέμε σήμερα κολάν. Το κολάν
είναι η εφαρμοστή, κολλητή (από την ελληνική λέξη κολάω - κολλώ, κόλα) εξωτερική
γκιλότα. Η κυλόττα (γαλλικά culottes και κρητικά (γ)κιλότα, από την ελληνική
λέξη κυλός = κουλός), η οποία αρχικά
ήταν μόνο ανδρικό κάλυμμα των σκελών, διαφέρει του σημερινού παντελονιού μόνο
στο ότι έχει πιο κοντά σκέλη κουλά μπατζάκια). Τα σκέλη της γκιλότας φτάνουν
είτε έως τα γόνατα (= η γκιλότα πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, των ευγενών το
Μεσαίωνα και της Αναγέννησης) είτε έως το μέσο της κνήμης (= η γκιλότα των
Αξιωματούχων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου).
Η ανδρική γκιλότα και η ανδρική βράκα
έγιναν με κοντά σκέλη (μπατζάκια)
, επειδή μπαίνουν με μπότες και των οποίων το καλούμενο καλάμι καλύπτει και την
κνήμη. Η γυναικεία γκιλότα είναι διαφορετική από την ανδρική και διακρίνεται σε
εσωτερική και εξωτερική. Η εσωτερική είναι το εσώρουχο, όμως με κουλά, δηλαδή
καθόλου σκέλη. Η εξωτερική είναι όπως το παντελόνι, όμως με κουλά (καμένα)
σκέλη στο μέσο της κνήμης. Η γυναικεία
γκιλότα με φαρδιά σκέλη που μοιάζουν ως διχαλωτή φούστα λέγεται jupe cilutte.
Πως το παραλληλόγραμμα ύφασμα που βγήκε από τον αργαλειού σχηματίζει
μινωικό ζωμα και μινωική φούστα. |
|||
|
|||
Τελετή
ανακτορικής θυσίας σε τοιχογραφία των ανακτόρων της Κνωσού, 1600 – 1450 π.Χ.
που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Οι κουροι που κουβαλούν τα ιερα υγρά: μέλι, οίνο κλπ φορούν ζώμα που σχηματίζει φούστα, ενώ
η ιερεια στη μεση φορα πολυτελή ενδυμασία που αποτελείται από ποδήρη φούστα,
κοντογούνι κλπ. Μια γυναικεία χορωδία παίζει κιθάρα, αυλό και κρόταλα .
Φορούν διάφορες ποδήρεις φούστες και
εφαρμοστά κοντομάνικα και ανοικτάαπό μπροστά επανωκόρμια, κάτι όπως οι
σημερινές ζακέτες
|
Αρχαιότερη απεικόνιση αναξυρίδων (βράκας), που
σημειωτέον πολλές από αυτές είναι όπως τα σημερινά παντελόνια, είναι αυτές στα αττικά αλάβαστρα και αγγεία του 5ου
και 4ου αιώνα π.Χ. (βλέπε πιο κάτω), τις οποίες φορούσαν οι αμαζόνες και μετά
και οι ιππείς. Επίσης στο «Χρονικό του
Μεγάλου Αλεξάνδρου» του Ψευδο-Καλλισθένη που σώζεται στο Istituto
Ellenico της Βενετίας φιλοτεχνημένο το 14ο αιώνα. Οι βράκες που απεικονίζονται
εκεί είναι αφενός αρκετά όμοιες με τις σημερινές
κρητικές και αφετέρου σε πάρα πολλά χρώματα και σχέδια, γιατί άλλου
χρώματος φορούσαν οι του ιππικού και
άλλου του πεζικού κλπ. Μερικοί λένε και ότι αρχαιότερη απεικόνιση αναξυρίδων (βράκας)
είναι αυτή που βλέπουμε στη σαρκοφάγο της Αγίας Τριάδος Κρήτης (1400 π.χ.),
μόνο που εκεί έχουμε το πρωτόγονό της στάδιο.
Δηλαδή έχουμε φούστα που μετατρέπεται σε χαμηλοκάβαλη βράκα ενώνοντας το
κάτω μερος της φούστα και αφήνοντας ανοικτά δυο μέρη, για να περνούν τα πόδια,
κάτι όπως γινεται και με το χιτώνα που με παρόμοιο τρόπο γινονταν
φουστάνι.
Αρχαιότερη
γραπτή περιγραφή-αναφορά για τις αναξυρίδες ή βράκες, που στα αρχαία ελληνικά
λεγόταν αναξυρίδες και στα λατινικά
bracae > ελληνικά βράκες > αγγλικά breeches κλπ, είναι αυτή του
Ηρόδοτου (Ιστορία Ζ’ 61-65), ο οποίος αναφέρει
ότι οι στρατιώτες των Περσών κατά
την εκστρατεία του Ξέρξη ( 486 π.Χ. - 465 π.Χ. )
κατά της Ελλάδος είχαν γύρω από τα σκέλη τους αναξυρίδες. Αναφέρει επίσης ότι η
ενδυμασία των ήταν όμοια με αυτή των Περσών, γιατί η όλη στρατιωτική ενδυμασία
των Περσών ήταν έργο των Μήδων με τους οποίους ήταν σύμμαχοι - ίδιο κράτος
Μήδων και δεν λέει ότι οι αναξυρίδες
επινοήθηκεαν από τους Μήδους ή από τους Πέρσες, όπως ισχυρίζοζνται μερικοί,
πρβ: << Μετέσχον της εκστρατείας (του
Ξέρξη) οι εξής: οι Πέρσαι, οι οποίοι ήσαν ενδεδυμένοι ως ακολούθως : εις τας
κεφαλάς των έφερον πίλους μαλακούς, οι οποίοι ωνομάζοντο τιάραι, γύρω δε από το
σώμα χιτώνας με μανίκια διαφόρων χρωμάτων
και θώρακας με σιδηρά λέπια όμοια κατά την όψιν με λέπια ψαριών , γύρω
δε από τα σκέλη είχον αναξυρίδας («περὶ δὲ τὰ σκέλεα ἀναξυρίδας») και αντί ασπίδων γέρρα, κάτω δε από αυτά εκρέμοντο φαρέτραι. Δόρατα είχον μικρά, τόξα μεγάλα και βέλη καλαμένια. Εκρέματο δε προς το δεξιόν
μερος εγχειρίδιον δεμενον με ζώνη…. Οι
Μήδοι εξεστρατευον ενδεδυμενοι καθώς και οι Πέρσες, διότι η ενδυμασία αυτή είναι
Μηδική και όχι Περσική («Μηδική
γαρ αύτη η σκευή έστι και ουχί Περσική»)
…..… Οι Κίσιοι μεσχοντες της εκστρατείας κατά μεν τα άλλα ήσαν
ενδεδυμενοι όπως οι Πέρσαι, μόνο δε αντί των πίλων εφόρουν εις τας κεφαλάς των
μίτρας…. Οι Σάκαι, δηλαδή οι Σκύθαι , εις τα κεφαλάς είχον κυρβασίας στημένας
ορθάς και μυτεράς, εφόρουν αναξυρίδας, έφερον τόξα».. (Ηροδότου, Ιστορία Ζ’ 61-63)
Αττικό αλάβαστρο με αμαζόνα που φορά αναξυρίδες , 470 π.Χ. Attic white-ground alabastron, ca. 470 BC ( British
Museum, London). Το
αλάβαστρο είναι αγγείο που χρησιμοποιείτο από γυναίκες, κυρίως για την αποθήκευση
αρωματικών ελαίων. |
Αττικό αλάβαστρο 490 π.Χ. με πρόσωπο που κρατά τσεκούρι και
τόξο, μάλλον αμαζόνα, αφού είναι αμούστακο
και με μακριά μαλλιά). Φορά αναξυρίδες, κράνος, χιτώνα |
Αμαζόνα,
Ελληνικό αττικό ερυθρόμορφο αγγείο, 450 π.Χ. με αμαζόνα που φορά αναξυρίδα
εφαρμοστή, τύπου κολάν ( Νέα Υόρκη. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης) |
Αττικό ερυθρόμορφο
αγγείο με τοξότες που φορούν κάτω από
το επανωφόρι αναξυρίδες ως τους αστραγάλους |
Η ΒΡΑΚΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΛΛΕΣ
ΧΩΡΕΣ
Στα
αγγλικά με τη λέξη breeches (στον πληθυντικό), λέξη που προέρχεται από τη
λατινική ονομασία bracae (στον πληθυντικό) >
ελληνικά η βράκα, ονομάζεται
γενικά η περισκελίδα και ειδικά το ένδυμα
των σκελών από τη μέση έως τους μηρούς, επειδή κατά τους Άγγλους η Έξοδος (28:38-39) αναφέρει ότι ο Ααρών και οι γιοί του
προκειμένου να ιερουργούν θα πρέπει επιπλέον να κατασκευάσουν και να φορούν
λινές περισκελίδες που να καλύπτουν το μέρος του σώματος από τη μέση έως τους
μηρούς, ώστε να καλύψουν τη ασχημοσύνη που προκαλεί η γύμνια τους, πρβ: «και
ποιήσεις αυτοίς περισκελή λινά καλύψαι ασχημοσύνην χρωτὸς αυτών· από οσφύος έως μηρών έσται…… (μετάφραση Ο’)
. = σε νέα ελληνική: «θα κατασκευάσης ακόμη δι' αυτούς περισκελίδας λινάς, δια
να σκεπάζουν την γυμνότητα του δέρματός των από την μέσην μέχρι και των μηρών.
Θα φορούν αυτά ο Ααρών και οι υιοί του, όταν εισέρχονται εις τη Σκηνήν του
Μαρτυρίου η όταν προπορεύονται δια να προσφέρουν θυσίαν στο θυσιαστήριον των
αγίων, δια να μην επισύρουν εις εαυτούς αμαρτίαν και καταδικασθούν εις θάνατον.
Τούτο θα είναι αιώνιος και απαράβατος νόμος δι' αυτόν και δια τους απογόνους
του». (Έξοδος 28:38-39).
Το ως
άνω εδάφιο της Βίβλου έχει μεταφραστεί
στα αγγλικά από την καλούμενη «Βίβλος της Γενεύης» (Geneva-edited Bible
of 1560), καθώς και από τη Βίβλο του
King James, έκδοση 1611 μ.Χ., ως εξής:
<<And thou shalt make them linen breeches to cover their nakedness; from
the loins even unto the thighs they shall reach…….>> (Exodus 28:42-43,
King James Version).
Η σταύρωση του Ιησού σε χειρόγραφο
Ευαγγέλιο στην Κοπτική. Οι Φρουροί φορούν βράκες και το εσώρουχο του Ιησού
είναι στυλ βράκας ( Coptic Gospel, Damietta, Egypt, 1179-80, Folio 83v.
Crucifixion.). Σύμφωνα με το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον (19, 23-24):
«Οι ουν στρατιώται, ότε εσταύρωσαν τον Ιησούν, έλαβον τα ιμάτια αυτού
και εποίησαν τέσσαρα μέρη, εκάστῳ στρατιώτη μέρος,
και τον χιτώνα. ήν δε ὁ χιτὼν άρραφος, εκ των άνωθεν υφαντός
δι’ όλου. είπαν ούν προς αλλήλους· μη σχίσωμεν αυτόν, αλλά λάχωμεν
περί αυτού τίνος έσται· ίνα ἡ γραφή πληρωθή [ἡ λέγουσα]·
διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον
κλήρον. Οι μεν ούν στρατιώται ταύτα εποίησαν». |
Folio
131r. Ο Ιωσήφ από Αριμαθία ζητεί να θάψει το σώμα του Ιησού. Φορά χιτώνα και
πάνω από αυτό χλαμύδα. Ο φρουρός φορεί ενδυμασία βράκας |
Βυζαντινό Ψηφιδωτό 565
μ.Χ. στη Βασιλική του Sant' Apollinare Nuovo στη Ραβέννα της Ιταλίας με
τους Τρεις Μάγους, οι οποίοι φορούν
περσική στολή. Δηλαδή τιάρες, μακρούς
μανδύες και κάτω από αυτούς θωράκια και
χιτώνες και κάτω από τους χιτώνες αναξυρίδες (εφαρμοστές περισκελίδες
ως τους αστραγάλους) |
4. Η ΥΦΑΝΤΙΚΗ (ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ) ΚΑI ΡΑΠΤΙΚΗ
ΤΕΧΝΗ ΕΠΙΝΟΗΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
Η
Ελληνική Μυθολογία, όπως θα δούμε πιο κάτω,
αναφέρει ότι η υφαντική (ο αργαλειός) και η ενδυμασία με κοπτοραπτική
επινοήθηκαν στην Κρήτη και από εκεί μετά διαδόθηκαν σε όλον τον κόσμο. Και το
ότι οι Μινωίτες ήταν πράγματι αυτοί που πρώτοι
επινόησαν τον αργαλειό και ύφαναν από μαλλιά ρούχα και στη συνέχεια πάλι πρώτοι
αυτοί έκοψαν και έραψαν ρούχα στα μέτρα του χρήστη προκύπτει
και από το ότι επί εποχής των
Μινωιτών οι υπόλοιποι Έλληνες (Αθηναίοι, Σπαρτιάτες κλπ), καθώς και οι Ρωμαίοι κλπ φορούσαν περιζώματα από προβιές ή ρούχα που
ήταν όπως τα κλινοσκεπάσματα (οι κουβέρτες), που το λεπτό λεγόταν χιτώνας και
το χοντρό χλαμύδα ή μανδύας.
Η θεά Αθηνά υφαίνει σε οριζόντιο αργαλειό (Εικόνα Γιάννης
Στεφανίδης) |
Α. Η ΑΘΗΝΑ
ΒΡΙΣΚΕΙ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΤΟΝ ΑΡΓΑΛΕΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑΣ (ΥΦΑΝΤΙΚΗ,
ΡΑΠΤΙΚΗ)
Ο
Διόδωρος Σικελιώτης (5, 64- 77) αναφέρει ότι οι Κρήτες λένε, φέρνοντας γι αυτά που λένε επιχειρήματα, πως
οι περισσότεροι από τους θεούς: Δίας,
Απόλλων, Ερμής, Αθηνά κλπ
γεννήθηκαν στην Κρήτη και επειδή πήγαν
και σε πολλά άλλα μέρη κάνοντας αγαθοεργίες,
μετά τη μετάσταση τους από τους ανθρώπους, θεωρήθηκαν ως οι πρώτοι
κάτοικοι του Ολύμπου (δηλ. ανακηρύχτηκαν μετά θάνατο θεοί, κάτι ως ο Χριστός και οι Άγιοι σήμερα). ¨Έτσι
από τους τόπους και τις πράξεις που έλαβαν χώρα στο κάθε μέρος που πήγαιναν ο
Απόλλωνας π.χ. ονομάστηκε Λύκιος, Πύθιος και η Άρτεμη Εφεσία, Περσία…. παρόλο
που και οι δυο είχαν γεννηθεί στην Κρήτη, πρβ: «των
γαρ θεών φασι τους πλείστους εν της Κρήτης ορμηθεντας επιέναι πολλά μέρη της
οικομεμένης, ευεργετούντας …. Το μεν (Απόλλωνα) Δηλιον και Λυκιον και Πύθιον
ονομαζεσθαι, την δ’ (Άρτεμη) Εφεσίαν και Κρησίαν, ετι δε Ταυροπόλον και
Περσίαν, αμφοτέρων εν Κρήτη γεγενημένων…» ( Διόδωρος 5.77). Ο Διόδωρος αναφέρει επίσης ότι αφενός η Ρέα
γέννησε το Δία στην Κρήτη και στη συνέχεια τον άφησε εκεί για να τον αναθρέψουν
οι Κουρήτες και γι αυτό, όταν αυτός ανδρώθηκε,
έκτισε μια πόλη στο όρος Δίκτη,
όπου ακριβώς ο μύθος λέει ότι γεννήθηκε: «ανδρωθέντα δ’ αυτόν (ο Δίας) φασί πρώτον πόλιν κτίσαι πει την Δίκτα, όπου
και τη γένεσιν αυτού μυθολογούσι» (Διόδωρος 5.72) και αφετερου ότι παιδιά του
Δία από τις διάφορες θεές ήταν η Αθηνά,
οι Μούσες, ο Απόλλωνας, ο Ερμής κ.α. και στο καθένα από αυτά ο Δίας τους μετέδωσε τη γνώση των πραγμάτων
που ο ίδιος είχε ανακαλύψει και τελειοποιήσει και τους απένειμε την τιμή της
ανακάλυψης.
Η Αθηνά, πέρα των άλλων που επινόησε, βρήκε
στην Κρήτη και την υφαντική και την κατασκευήν των ενδυμάτων και, γενικά,
πολλά έργα που απαιτούν τέχνη στην κατασκευή, γεγονός για το οποίο
ονομάστηκε Εργάνη, πρβ: «Αθηνά δε προσάπτουσι την τε των ελαιών ἡμέρωσιν
και φυτείαν παραδούναι τοις ανθρώποις και την του καρπού τούτου κατεργασίαν……. Προς
δε τούτοις την της εσθήτος κατασκευὴν
και την τεκτονικὴν
τέχνην, έτι δε πολλά των εν ταις άλλαις επιστήμαις εισηγήσασθαι τοις ανθρώποις· ευρειν
δε και την των αυλών κατασκευήν και δια τούτων συντελούμενη μουσικήν και το σύνολον πολλά των φιλοτέχνων έργων, αφ´ ων εργάνην αυτὴν προσαγορεύεσθαι».(
Διόδωρος Σικελιώτης 5.72-77
Β. Ο
ΥΦΑΝΤΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΙΑ ΣΑΘΗΝΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΥΔΙΑΣ ΑΡΑΧΝΗΣ
Η Αράχνη, σύμφωνα με
τον Οβίδιο (Μεταμορφώσεις 6.1-145) και τον Πλίνιο τον πρεσβύτερο, ήταν μια πανέμορφη
κοπέλα, κόρη του Ίδμωνα από την πόλη Κολοφώνα της Λυδίας, η οποία φημιζόταν για
την άριστη τέχνη της στην υφαντική τέχνη, όμως είχε ένα ελάττωμα, ήταν υπερόπτης και αλαζόνας. Όταν της είπαν ότι τα
υφαντά της είναι πολύ καλά λες και έμαθε την τέχνη από τη θεά Αθηνά, εκείνη
γέλασε λέγοντας ότι όχι μόνο δεν έμαθε
από αυτήν την τέχνη, αλλά ήταν και καλύτερη υφάντρια από αυτήν και αυτό
μπορούσε να το αποδείξει, αν δεχόταν η θεά να γίνει διαγωνισμός μεταξύ
τους. Ακούγοντας αυτό η θεά Αθηνά μεταμορφώθηκε σε γριά και πλησιάζοντας
την, τη συμβούλεψε ότι να σταματήσει να λέει ό,τι λέει, γιατί αυτά είναι
ασέβεια. Ωστόσο η Αράχνη δεν άκουσε τη συμβουλή της θεάς και συνέχισε να
τα λέει. Προ αυτού η θεά Αθηνά οργισμένη την κάλεσε να αναμετρηθούν. Στο υφαντό της η Αθηνά σχεδίασε ευεργετικά
φυτά, όπως την ελιά κατορθώματά της, τον αγώνα της με τον Ποσειδώνα για την
προστασία και την ονομασία της πόλης της κ.α. και όταν τελείωσε ο αγώνας, η Αθηνά πήρε στα χέρια της το υφαντό της
Αράχνης, για να δει τι είχε υφάνει και αν
ήταν καλύτερο από το δικό της. Στο υφαντό της Αράχνης η Θεά δε βρήκε κανένα
ψεγάδι στην υφαντική τέχνη, ήταν άριστο. Βρήκε όμως πάρα πολλά στα ξόμπλια (στα
κεντήματα, στα σχέδια και εικόνες) του υφαντού και μάλιστα προσβλητικά, ασεβή
και απαράδεκτα. Η Αράχνη στο υφαντό της είχε σχεδιάσει παραστάσεις με τις
οποίες γελοιοποιούσε τους θεούς, επειδή
δεν τους θεωρούσε κάτι σημαντικό ή κατώτερους της. Παριστούσε βιασμούς των
Θεών, το Δία ερωτιάρη που με ψεύδη αποπλανούσε την Ευρώπη κ.α. Προ αυτού η Θεά θύμωσε και δίνει μια και
σκίζει το υφαντό της Αράχνης. Και τότε η Αράχνη έπεσε ξαφνικά από την πιο
μεγάλη περηφάνια, στην πιο βαριά ταπείνωση. Αυτό δε μπορούσε να το αντέξει.
Πήρε όσο νήμα της απέμεινε από το υφαντό, έκανε μια θηλιά και κρεμάστηκε.
Ωστόσο η Αθηνά την πρόλαβε, χαλάρωσε τη θηλιά και της είπε: Εξακολούθησε να
ζεις και να υφαίνεις το ΔΙΑΣΙΔΙ σου, όμως έτσι όπως είσαι τώρα, κρεμασμένη απ’
αυτό το σκοινί και τη μεταμόρφωσε σ’ ένα έντομο-ερπετό, τη γνωστή αράχνη.
Σύμφωνα
με άλλο μύθο η Αράχνη ήταν αδελφή του Φάλαγγα από την Αττική και η θεά Αθηνά
δίδαξε την υφαντική τέχνη στην Αράχνη και την πολεμική τέχνη στο Φάλαγγα. Τα
δύο αδέλφια όμως ήρθαν σε αιμομικτική σχέση και η θεά τα μεταμόρφωσε σε ερπετά:
Ὁ δε
Ζηνοδότειος Θεόφιλος ιστορεί, ως άρα εν
τη Αττική δύο εγένοντο αδελφοί, Φάλαγξ μεν άρσην, θήλεια δ' Αράχνη τούνομα· και
ὁ μεν
Φάλαγξ έμαθε παρά της Αθηνάς τα περί την ὁπλομαχίαν,
ἡ δε
Αράχνη τα περί την ιστοποιίαν· μιγέντας δὲ
αλλήλοις στυγηθήναι υπό της θεού και μεταβληθήναι εις ερπετά, ἃ δη
και συμβαίνει υπό των ιδίων τέκνων
κατεσθίεσθαι (Θεόφιλος, Fragmenta 5, 3)
Γ. Ο
ΚΑΘΕΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΡΙΖΟΝΤΙΟΣ ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΓΑΣΤΗΡΙ
Ο
αργαλειός αρχικά (αρχαία Ελλάδα) ήταν κάθετος, ενώ σήμερα είναι οριζόντιος. Στην Κρήτη , την ιδιαίτερη πατρίδα
της θεάς Αθηνάς Εργάνης, η οποία βρήκε
τον αργαλειό και την ενδυμασία ( Διόδωρος Σικελιώτης 5.72-77), ο εργάτης
ονομάζεται και αργάτης και το εργαστήριο υφαντικής «αργαστήρι ή αργαλειός» και
του οποίου τα εργαλεία είναι: η
ανέμη, η ρόκα, το αδράχτι, τα χειρόχτενα για γνέσιμο του μαλλιού (κυρίως
από τα πρόβατα), τα μασουράκια, οι
σαΐτες, οι κλωστές, το καλάθι με βελόνες και είδη ραπτικής και πολλά άλλα.
Μάλιστα παλιότερα στην Κρήτη σχεδόν κάθε
σπίτι είχε το δικό του αργαλειό και το οποίο ήταν ένα από τα «προυκιά» της
νύφης.
Ο
αργαλειός υπήρχε ήδη από τα χρόνια του Ομήρου, αφού τον μνημονεύει και μάλιστα
συχνά τόσο στην Ιλιάδα, όσο και στη Οδύσσεια. Για παράδειγμα ο Τηλέμαχος
λέει στη μητέρα του την Πηνελόπη, τη βασίλισσα ης Ιθάκης: «Μόν’ σπίτι τώρα
πήγαινε να κάτσεις στις δουλειές σου, στη ρόκα και στον αργαλειό και βάλε και
τις σκλάβες» (Οδ. α, 366-67). Και αλλού: «τον αργαλειό της έστησε (η Πηνελόπη)
στον πύργο της να υφάνει διπλό, ψιλόδιαστο πανί…» (Οδ. ω, 128-29). «κι
ύφαινε τότε το πανί τ’ ατέλειωτο όλη μέρα και με το φως δουλεύοντας το
ξήλωνε τη νύχτα» - το τέχνασμά της (Οδ. ω, 138-39). Και στην Ιλιάδα π.χ. η
Ίριδα (η θεά) πηγαίνει στην ωραία Ελένη, στην Τροία: «Στην κάμαρα τη βρήκε
κι ύφαινε σκουτί στον αργαλειό της διπλόφαρδο, άλικο, και ξόμπλιαζε
(κεντούσε, στόλιζε) παλικαριές, οπού ‘χαν οι Αργίτες κάνει οι χαλκοθώρακοι κι
οι Τρώες οι αλογατάδες» (Ιλ. Γ, 125-27).
|
|
Λήκυθος, 550-530 π.Χ. με υφάντριες σε κάθετο
αργαλειό ( Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης). Οι υφάντριες είναι Μινωίτισες, αφού έχουν
λεπτή μέση και φορούν μινωικές ενδυμασίες. |
Η ενδυμασία
αρχικά, λόγω έλλειψης τεχνικών και υλικών μέσων κατασκευής, ήταν πάνω κάτω η
ίδια σε όλους τους λαούς ή τουλάχιστον σ’ αυτούς που ζούσαν στον ίδιο
κλιματιστικά γεωγραφικό χώρο. Για παράδειγμα επι εποχής αρχαίας Ελλάδας η
ενδυμασία αποτελούνταν μόνο από ζώμα στις πολύ θερμές περιοχές (Αίγυπτο, κλπ)
και από χιτόνα και χλαμύδα (μανδύα) στις ψυχρές περιοχές (Αθήνα, Μακεδονία,
Ρώμη κλπ). Κατά την τελευταία περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ,
άρχισαν να σχηματίζονται οι τοπικές φορεσιές κατά το στυλ των Μινωιτών, δηλαδή
κομμένες και ραμμένες στα μέτρα του χρήστη, με τη συρραφή πολλών κομματιών
υφάσματος. Η ενδυμασία στη συνέχεια άρχισε να
διακρίνεται σε πάρα πολλά είδη, όπως σε: ανδρική, γυναικεία και παιδική,
χειμερινή, ανοιξιάτικη κλπ, καθημερινή και επίσημη, γαμπριάτικη, περιπάτου,
αθλητική κλπ. τοπική, εθνική: ελληνική κλπ,
Κατά
τον 20ο αιώνα σημειώθηκε η πιο μεγάλη αλλαγή στην ενδυμασία. Η εξέλιξη
της τεχνολογίας (κοινωνικές αλλαγές και ο νέος τρόπος ζωής δημιούργησαν και
έναν νέο τρόπο ντυσίματος, Οι γυναίκες
δανείζονται στοιχεία της αντρικής ενδυμασίας, όπως τα παντελόνια, κόβουν κοντά
τα μαλλιά τους και κονταίνουν τις φούστες τους. Θέλουν να δείξουν έτσι τον
καινούργιο ρόλο τους στην κοινωνία. Οι άντρες τολμούν ένα πιο άνετο και χαρούμενο
ντύσιμο. Επίσης άρχισαν να δημιουργούνται επώνυμα, από σχεδιαστές μόδας και
έτσι οι νέες ενδυματολογικές δημιουργίες
αποτυπώνουν τις δικές τους αισθητικές προτάσεις σε σχέση με τις τάσεις της
εκάστοτε χρονικής περιόδου. Από τότε η σχέση ενδυμασίας και τέχνης έγινε πιο
στενή, μια και διάφοροι σχεδιαστές ενδυμάτων εμπνεύστηκαν συχνά από τεχνοτροπίες
και έργα τέχνης της εποχής τους είτε περασμένων εποχών. Επίσης, ως καλλιτεχνικά έργα αντιμετωπίζονται
και τα ενδύματα που σχεδιάζουν οι μεγάλοι σχεδιαστές μόδας για τις συλλογές
υψηλής ραπτικής. Συνεπώς και κατόπιν όλων των ως άνω η ενδυμασία σήμερα έχει
γίνει και μια μορφή καλλιτεχνικής δημιουργίας και συνάμα ένα είδος κώδικα
επικοινωνίας. Μια σιωπηλή γλώσσα που φανερώνει πολλά, όχι μόνο για το χρήστη
της ενδυμασίας, αλλά και για το κοινωνικό σύνολο και το πολιτισμικό περιβάλλον
στο οποίο ο χρήστης αυτός ζει.
Φανερώνει, λίγο έως πολύ, το φύλλο, την
ηλικία, το επάγγελμα, την εθνικότητα, την ιδεολογία , την αισθητική κλπ του
χρήστη. συνθετικά υλικά, μαζική παραγωγή έτοιμων ρούχων), οι
Ένδυμα
λέγεται το καθετί με το οποίο σκεπάζουμε το σώμα μας και ενδυμασία το σύνολο των ενδυμάτων που
φορά κάποιος για λόγους αισθητικούς (για
να καλύψει τη γύμνια του), καθώς και για λόγους προστασίας του σώματός του από
τους εξωτερικούς κινδύνους (καιρικές συνθήκες, αγκάθια κλπ), καλλωπισμού, διάκρισης
ή επίδειξης της σημαντικής ειδικότητας του κ.α.
Ενδυματολογία
λέγεται η επιστήμη που μελετά την
ενδυμασία από άποψη ιστορική,
ψυχολογική, κοινωνιολογική, γεωγραφική, κατασκευαστική
κλπ. και
ενδυματολόγος αυτός που μελετά και
σχεδιάζει ενδυμασίες είτε για θεατρικές παραστάσεις είτε για τους οίκους μόδας.
Ετυμολογία από το εν-δύω
> ντύνω > ένδυμα, ενδυμασία κλπ
όπου δύω = εισέρχομαι, βυθίζομαι,
κλπ εννοείται μέσα στα ενδύματα, ενώ: εκδύω > γδύνω = ξε-ντύνω κλπ =
βγάζω τα ενδύματα.
Ενδυμασία
λέγονται
τα ενδύματα που φορεί κάποιος. Συνώνυμε λέξεις: φορεσιά, αμφίεση,
ρούχα, περιβολή
κ.α. Το καθένα από τα επί μέρους ενδύματα μιας ενδυμασίας έχει και το δικό
του όνομα, όπως π.χ. σακάκι, παντελόνι
κλπ και διακρίνονται σε εξωτερικά και εσωτερικά (εσώρουχα) και επιπλέον υπάρχουν οι επενδύτες ή άλλως επανωφόρια, τα επιβλήματα, τα υποδήματα
και τα καλύμματα της κεφαλής.
Ανδρικά εξωτερικά ανδρικά ενδύματα π.χ. είναι η βράκα, το παντελόνι, το
σακάκι κλπ και εσώρουχα το σώβρακο, οι
κάλτσες, η φανέλα/ φανελάκι κ.α. Γυναικεία
εξωτερικά ενδύματα π.χ. είναι η φούστα, το φουστάνι, κ.α. και εσώρουχα
το κομπινεζόν, το σουτιέν, η κυλόττα, οι
κάλτσες κ.α.
Με
την ονομασία «άμφια» (από το
αμφιέννυμι) λέγονται ειδικά τα ενδύματα που φορούν οι ιερείς και
οι μοναχοί/ μοναχές στις τελετουργίες τους. Με την ονομασία «στολή»
λέγονται οι ομοιόμορφες ενδυμασίες που
φορά το προσωπικό ορισμένων υπηρεσιών για λόγους διάκρισης, καλλωπισμού, σοβαρότητας και
πρακτικότητας, π.χ.: στρατιωτική, νοσοκομειακή,
ιερατική, αστυνομική …. στολή κλπ. Με τη λέξη «φορεσιά» λέγονται οι εθνικές , τοπικές και παραδοσιακές ενδυμασίες,
π.χ.: ελληνική, κρητική, παραδοσιακή κλπ φορεσιά.
Τα
στοιχεία της ενδυμασίας ( ποιότητα, χρώματα, σχέδια, εικόνα κλπ) επηρεάζονται
από πολλούς παράγοντες και πρωτίστως από τις τεχνικές και υλικές δυνατότητες
της εποχής, καθώς και από τις τοπικές κλιματολογικές και πολιτιστικές συνθήκες
(ήθη και έθιμα) , αφού άλλα ενδύματα υπήρχαν παλιά και άλλα σήμερα, άλλα ρούχα
βάζουμε όταν κάνει κρύο ή όταν έχουμε χειμώνα και άλλα όταν δεν κάνει κρύο,
άλλα ρούχα βάζουμε τις αργίες και άλλα στην εργασία κλπ.
Η
ενδυμασία επηρεάζεται επίσης και από το φύλο, την αισθητική αντίληψη, την
οικονομική κατάσταση, την ιδεολογία , τη Θρησκεία κλπ
του χρήστη, καθώς και από τη μόδα, αφού
άλλα ενδύματα βολεύουν το άνδρα και άλλα τη γυναίκα, οι φτωχοί αγοράζουν
φτηνά και οι πλούσιοι ακριβά ενδύματα , οι ιερείς φορούν άλλα ενδύματα και οι
πολίτες άλλα, οι στρατιώτες άλλα και οι ναύτες
άλλα κλπ.
|
|
ΑΝΑΚΤΟΡΑ ΚΝΩΣΟΥ |
Ο
Ηρόδοτος αναφέρει ότι η ενδυμασία των Αιγυπτίων τότε που πήγε στην Αίγυπτό αποτελούνταν
από το λινό χιτώνα που ονομάζεται «κελασίρα» (προφανώς αυτό που λέμε σήμερα
«κελεμπία»), το μάλλινο μανδύα και τα
υποδήματα, πρβ: « Το ρούχο των ανδρών (Αιγυπτίων)
αποτελείται από δυο κομμάτια, των γυναικών από ένα». Φορούν (οι
Αιγύπτιοι) λινά ρούχα, πάντοτε φρεσκοπλυμένα, και αυτό είναι κάτι που το
φροντίζουν πολύ. Και την περιτομή στα γεννητικά τους όργανα για λόγους
καθαριότητας την κάνουν, επειδή προτιμούν να είναι καθαροί παρά κόσμιοι. Όσο
για τους ιερείς, μέρα παρά μέρα, ξυρίζουν όλο τους το σώμα, ώστε να μην πιάνουν
ούτε ψείρες ούτε κανένα άλλο βρομερό ζωύφιο ενώ υπηρετούν τους θεούς. Οι
ιερείς φορούν μονοκόμματο λινό ρούχο και σανδάλια από πάπυρο· δεν τους επιτρέπεται
να φορούν ούτε άλλο ρούχο ούτε άλλα ποδήματα « (Ηρόδοτος Β 36 – 37) « Οι Αιγύπτιοι φορούν λινούς
χιτώνες, θυσανωτούς γύρω στα σκέλια, που τους λένε καλασίρεις· από πάνω
φορούν λευκούς ριχτούς μανδύες, μάλλινους. Αλλά στους ναούς δεν μπαίνουν
μάλλινα, ούτε θάβεται κανείς φορώντας τα: δεν επιτρέπεται» (Ηρόδοτος Β.81).
Τα
ενδύματά των αρχαίων Αιγυπτίων, όπως προκύπτει
από τις αρχαίες τοιχογραφίες και τα αρχαία αγάλματα της αρχαίας
Αιγύπτου, ήταν πάρα λίγα και απλά, λόγω του ότι η Αίγυπτος είναι θερμή χώρα και
ως εξ αυτού δεν απαιτείται και πάρα πολύ η ενδυμασία. Στην Αίγυπτο οι άντρες
φαίνονται να φορούσαν ως κύριο ρούχο ένα κοντό κομμάτι ύφασμα, το ζώμα, που το τύλιγαν γύρω από την περιφέρειά τους.
Οι γυναίκες ήταν ντυμένες με ένα απλό μακρύ και
πολύ εφαρμοστό φόρεμα. Ειδικότερα οι Αιγύπτιοι της κατώτερης τάξης κατά
την εποχή των φαραώ φορούσαν μόνο το περίζωμα στα ευαίσθητα σημεία,
που ήταν κοινό για όλους. Τα παπούτσια τους ήταν τα ίδια και για τα
δύο φύλα. Σανδάλια από δέρμα ή από πάπυρο, για την ιερατική
τάξη. Το πιο κοινό κάλυμμα κεφαλής ήταν το καφτάνι, ένα ριγέ
ύφασμα τετράγωνο που φοριούνται από τους άνδρες. Ειδικά καπέλα φορέθηκαν από
την αριστοκρατία. Ορισμένων ειδών ένδυσης ήταν κοινή και για τα δύο φύλα, όπως
ο χιτώνας (μακριά πουκαμίσα) και η ρόμπα ( φαρδύ
άμφιο). Γύρω από 1.425 έως 1.405 π.Χ., ένα ελαφρύ και κοντομάνικο πουκάμισο ήταν δημοφιλή, καθώς
και μια φούστα με πιέτες. Οι γυναίκες φορούσαν πολύ εφαρμοστό χιτώνα. Οι άνδρες
και οι γυναίκες της ανώτερης τάξης φορούσαν στρόγγυλο περιλαίμιο,
κατασκευασμένο από χάντρες με διάφορα σχήματα. Τα χέρια τους κοσμούσαν
βραχιόλια και τα αυτιά σκουλαρίκια. Η χρήση της περούκας στις γυναίκες ήταν γενική.
|
|
Τάφοι των Ευγενών στο Λούξορ (Θήβα Αιγύπτου, 1400 π.Χ. Οι χορεύτριες είναι γυμνές και ξυπόλυτες,
φορούν μόνο περιλαίμια και λωρίδα υφάσματος στα μαλλιά και στα γεννητικά όργανα.
Ο μουσικός είναι επίσης ξυπόλυτος,
φορά ένα τυπικό πτυχωτό ένδυμα, μεγάλο περιλαίμιο, περούκα και πάνω από αυτή
έχει κώνο με αρωματικό λίπος που
λιώνει αργά και εκπέμπει οσμές του. |
Τάφοι των Ευγενών στο
Λούξορ (Θήβες Αιγύπτου), 1420 – 1390 π.Χ. ( Thebes, tomb of Horemhab, No.78
Period of Tuthmosis IV, 1420-1390 BCE.) |
Judgement
before Osiris from The Book of the Dead 1285 BC painted papyrus 40cm British
Museum, London This last painting is called Last judgement of Hu-Nefer from his
tomb at Thebes |
Α. ΟΙ ΦΥΛΕΣ ΤΗΣ ΟΜΗΡΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ:
ΕΤΕΟΚΡΗΤΕΣ, ΚΥΔΩΝΕΣ, ΑΧΑΙΟΙ, ΔΩΡΙΕΣ ΚΑΙ
ΠEΛΑΣΓΟΙ ΚΡΗΤΗΣ
Ο Όμηρος (Οδύσσεια τ 178 – 183)
αναφέρει ότι η Κρήτη είχε αναρίθμητο κόσμο
και 90 πόλεις (στην Ιλιάδα, Β 645 – 652, αναφέρει ότι η Κρήτη είχε 100 πόλεις),
όμως αναφέρει μόνο τις εξής: την Κνωσό, την έδρα του Μίνωα και με επίνεια το
Ηράκλειο και την Αμνισό, τη Γόρτυνα, τη Λύκτο, τη Μίλητο, τη Λύκαστο, τη Φαιστό
και το Ρύτιο. Αναφέρει επίσης ότι οι
κάτοικοι των ως άνω πόλεων της Κρήτης ήσαν άλλοι Κύδωνες, άλλοι Ετεοκρήτες, άλλοι Αχαιοί, άλλοι Δωριείς και άλλοι
Πελασγοί:
«Κρητών δε Ιδομενεύς δουρί
κλυτός ηγεμόνευεν,
οι Κνωσόν τ’ εσχον Γόρτυνα τε
τειχιόεσσαν,
Λύκτον, Μίλητον τε και
αργινόεντα Λύκαστον
Φαιστόν τε Ρύτιον τε, πόλεις
εύ ναιετοώσας,
άλλοι θ’ οί Κρήτην
εκατόμπολιν αμφενέμοντο.
Τον μεν άρ’ Ιδομενεύς δουρί
κλυτός ηγεμόνευε,
Μηριόνης τ’ ατάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ·
τοίσι δ’ άμ’ ογδώκοντα
μέλαιναι νήες έποντο. (Ιλιάδα Β. 645 – 652)
Κρήτη τις γαι’ έστι, μέσω ενί
οίνοπι πόντω,
καλή και πίειρα, περίρρυτος·
εν δ’ άνθρωποι
πολλοί, απειρέσιοι, και
εννήκοντα πόληες
άλλη δ’ αλλων Γλώσσα
μεμιγμένη· εν μεν Αχαιοί,
εν δ’ Ετεοκρήτες μεγαλήτορες, εν δ’ Κύδωνες,
Δωριέες τε τριχαϊκες δίοι τε Πελασγοί.
τησι δ’ ενί Κνωσός, μεγάλη
πόλις, ένθα τε Μίνως
εννέωρος βασίλευε Διός
μεγάλου οαριστής…
πατρός εμοίο πατήρ, μεγαθύμου
Δευκαλίωνος
Δευκαλίων δ’ εμέ τίκτε και Ιδομενήα άνακτα…...
(Οδύσσεια, ραψωδία τ 178 – 183)
«Υπάρχει κάποια χώρα Κρήτη, στη μέση του
γυαλιστερού Πόντου, ωραία και γόνιμη, που βρέχεται από θάλασσα,. Σ’ αυτή
υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, αναρίθμητοι και ενενήντα πόλεις. Μιλούνε ανάμεικτη
γλώσσα. Σ’ αυτή τη χώρα κατοικούν Αχαιοί,
οι Κύδωνες, οι Ετεοκρήτες οι μεγαλόκαρδοι, κάποιοι από τους μακροτρίχηδες ή στα
τρία χωρισμένους Δωριείς και οι θεϊκοί Πελασγοί. Σ’ αυτούς πρωτεύουσα είναι
η Κνωσός, μεγάλη πόλη, όπου βασίλευε ο Μίνωας, ο ισχυρός, αγαπητός φίλος του
Δία, ο πατέρας του δικού μου πατέρα, του μεγαλόψυχου Δευκαλίωνα, ο Δευκαλίωνας
είναι αυτός που γέννησε εμένα (τον Αίθωνα) και το βασιλιά Ιδομενέα. Αλλά αυτός
με τα κοίλα (πολεμικά) πλοία στην Τροία αναχώρησε μαζί με τους Ατρείδες, κι εγώ
ονομάζομαι Αίθων, μικρότερος στην ηλικία.» (Οδύσσεια, ραψωδία τ 178 – 183)
Β. ΟΙ
ΕΤΕΟΚΡΗΤΕΣ: ΟΙ ΙΔΑΙΟΙ ΔΑΚΤΥΛΟΙ Ή
Κ(ΟΥ)ΡΗΤΕΣ > ΚΡΗΤΕΣ
Ανατρέχοντας
στους αρχαίους συγγραφείς, ενδεικτικά: Παυσανίας («Ηλιακά», Α, 5 - 8 ), Απολλώνιος Ρόδιος ( Αργοναυτικά Α 1125 –
1135), Διόδωρος Σικελιώτης (5, 64 - 65), Βυζαντινό «Ετυμολογικόν το Μέγα ήγουν
η Μεγάλη Γραμματική», (Στράβων,
Γεωγραφικά Ι, C 473, ΙΙΙ, 22) κ.α. βλέπουμε να αναφέρουν ότι οι πρώτοι κάτοικοι
της Κρήτης ήταν οι καλούμενοι
Ετεόκρητες, οι οποίοι ήσαν
απόγονοι των Κουρητών και εκείνοι των Ιδαίων Δακτύλων. Οι Ιδαίοι Δάκτυλοι ονομάστηκαν
έτσι, επειδή αφενός γεννήθηκαν στην
οροσειρά Ίδη ή Ιδαία όρη της Κρήτης,
στο σπήλαιο του όρους Δίκτη (=
εκεί όπου γεννήθηκε και ο Δίας)
ή στα Ιδαία όρη ή Ίδη της Μ.
Ασίας, στην περιοχή της Φρυγίας ή άλλως Τρωάδα και από εκεί μετά ήλθαν στην
Κρήτη και αφετέρου οι πρώτοι από αυτούς
ήσαν τόσοι όσοι και τα δάκτυλα απ΄όπου και Δάκτυλοι. Οι Ιδαίοι Δάκτυλοι (οι
απόγονοι των Ιδαίων Δακτύλων) μετονομάστηκαν μετά σε Κ(ου)ρήτες > Κρήτες
είτε γιατί επικούρησαν (από το επι-κουρώ = λατινικά curio) στη γέννηση και ανατροφή του Δία είτε
γιατί ήσαν νέοι, παιδιά (από τα: κούροι > Κύρης, κόρες, κοράσια > Κουρήτες)
των Ιδαίων Δακτύλων:
Ο
Απολλώνιος Ρόδιος στα Αργοναυτικά (Α, 507 – 511) και το Βυζαντινό «Ετυμολογικόν
το Μέγα ήγουν η Μεγάλη Γραμματική»
(11ος αι. μ.Χ. ) αναφέρουν ότι οι
Κουρήτες ήσαν αφενός πάρεδροι της Ιδαίας
Μητέρας (= η ονομαζόμενη Ρέα στην Κρήτη και Κυβέλη στην Ασία) και αφετερου
απόγονοι των Ιδαίων δακτύλων. Αναφέρουν επίσης ότι τους Ιδαίους Δακτύλους
γέννησε η νύμφη Αγχιάλη στο στο όρος Δίκτη, δηλαδή στο ίδιο στο σπήλαιο όπου γεννήθηκε και ο Δίας, και το όρος αυτό
είναι ένα από τα όρη των Ιδαίων ορέων της Κρήτης, απ΄όπου και η ονομασία Ιδαίοι
ή Κρητικοί Δάκτυλοι:
«Οι
μούνοι πλεόνων μοιρηγέται ηδέ πάρεδροι Μητέρος Ιδαίης κεκληαται, όσοι έασιν
Δάκτυλοι Ιδαίοι Κρηταιέες, ους ποτέ νύμφη Αγχιάλη Δικταίο ανά σπέος, αμφοτέρησιν
δραξάμενη γαίης Οιαξιλίδος, εβλάστησε.» (Απολλώνιος Ρόδιος Αργοναυτικά Α 1125 –
1135)
«.Ιδαίοι Δάκτυλοι Κρηταιέες ους ποτέ νύμφη
Αγχιάλη Δικταίον ανά σπέος, αμφοτέρησιν δραξάμενη γαίης Οιαξιλίδος, εβλάστησε……
Ιδαίοι δε, επειδή εν Ίδει όρει της Κρήτης
εγενήθηκαν (Ετυμολογικόν το Μέγα ήγουν η Μεγάλη Γραμματική,
11ος αι. μ.Χ.)
«οι
δε τέως μακάρεσσι Θεοίς Τιτήσιν άνασσον, όφρα Ζευς έτι κούρος, έτι φρεσί νήπια
ειδώς, Δικταίο ναίεεσκεν υπο σπέος, οι δε μιν ούπωγηγενέες…” (Απολλώνιος,
Αργοναυτικά, Α, 507 – 511)
Ο
Παυσανίας στα «Ηλιακά» αναφέρει ότι:
«Σχετικά με τους Ολυμπιακούς αγώνες, όσοι από τους Ηλείους
ασχολούνται με την αρχαιότητα λένε ότι ο Κρόνος ήταν ο πρώτος βασιλιάς στον
ουρανό και πως οι άνθρωποι εκείνης της εποχής εκείνης, που ονομάζονταν
χρυσή γενικά, έκτισαν ναό προς τιμή του Κρόνου στην Ολυμπία. Όταν
γεννήθηκε ο Δίας, η Ρέα ανέθεσε τη φύλαξη του παιδιού στους Δακτύλους της
Ίδης, οι οποίοι λέγονταν και Κουρήτες και είχαν έρθει από την Ίδη της
Κρήτης. Αυτοί ήσαν ο Ηρακλής, ο Παιώνιος, ο Επιμήδης,
ο Ίδας και ο Ιάσιος. Ο Ηρακλής που ήταν και
μεγαλύτερος έβαλε τους αδελφούς του, κάνοντας ένα αστείο, να τρέξουν σε αγώνα
και στεφάνωσε το νικητή με κλαδί αγριελιάς, που την είχαν τόσο άφθονη, ώστε
στοίβαζαν φρεσκοκομμένα φύλλα και τα έστρωναν, για να κοιμούνται….»
(Παυσανίας «Ηλιακά», Α, 5 - 8 )
Ο
Διόδωρος Σικελιώτης στο βιβλίο του 3,61 αναφέρει ότι κατά το το μύθο των
Ατλάντιων οι Κουρήτες ήσαν παιδιά του Δία, βασιλιά της Κρήτης, όμως οι Κρήτες
δε συμφωνούν με το μύθο αυτό. Κατά το μύθο των Κρητών, λέει ο Διόδωρος
Σικελιώτης (5, 64-65) οι πρώτοι κάτοικοι της Κρήτης ήταν οι αυτ’όχθονες Ετεόκρητες,
οι οποίοι ήταν απόγονοι των Κουρητών και
εκείνοι των Ιδαίων Δακτύλων, όμως μερικοί ιστορούν ότι οι Ιδαίοι Δάκτυλοι ή
Κουρήτες της Κρήτης δεν ήσαν αυτόχθονες, αλλά άποικοι, οι οποίοι είχαν έρθει
στην Κρήτη από τη Φρυγία προκειμένου να
φροντίσουν την ανατροφή και φύλαξη του Δία στο όρος Δίκτη: «Οι
κάτοικοι, λοιπόν, της Κρήτης λένε πως οι αρχαιότεροι κάτοικοι στο νησί ήταν
αυτόχθονες, οι λεγόμενοι Ετεοκρήτες, των οποίων ο βασιλιάς, Κρήτας
το όνομα, ανακάλυψε πολλά και πολύ σημαντικά πράγματα στο νησί που είχαν τη
δυνατότητα να ωφελήσουν την κοινωνική ζωή των ανθρώπων…. ... Πρώτοι, λοιπόν,
απ΄ όσους μνημονεύονται από την παράδοση κατοίκησαν στην περιοχή της Ίδης στην
Κρήτη, οι Ιδαίοι Δάκτυλοι. Ετούτοι, σύμφωνα με την παράδοση, ήσαν εκατό, ενώ άλλοι
λένε πως ήταν μόνο δέκα που έλαβαν αυτή την ονομασία, ισάριθμοι με τα δάκτυλα.
Μερικοί, όμως, μεταξύ των οποίων και ο Έφορος ιστορούν πως οι Ιδαίοι δάκτυλοι
γεννήθηκαν στην Ίδη της Φρυγίας και πως πέρασαν στην Ευρώπη με τον Μυγδονα.
Καθώς ήταν γητευτές , επιδίδονταν σε ξόρκια, τις τελετές και τα μυστήρια και ζώντας
ένα διάστημα στη Σαμοθράκη
εξέπληξαν σε μεγάλο βαθμό τους
εκεί κατοίκους με αποτέλεσμα να γίνει μαθητής τους ο Ορφέας ένας άνθρωπος προικισμένος με ξεχωριστή
ικανότητα στην ποίηση και τη μελωδία, έγινε μαθητής τους κι έφερε πρώτος στους
Έλληνες τα μυστήρια. Για τους Ιδαίους δακτύλους της Κρήτης παραδίδεται πως
ανακάλυψαν τη φωτιά, τη χρήση του χαλκού και του σιδήρου, στη χώρα των
Απτεραίων στο λεγόμενο Βερέκυνθο, καθώς και τον τρόπο επεξεργασίας τους. Λένε,
μάλιστα, πως ένας τους ο Ηρακλής, ξεπέρασε τους άλλους σε φήμη, ίδρυσε τους
Ολυμπιακούς αγώνες. Εξ αιτίας της συνωνυμίας οι μεταγενέστεροι άνθρωποι θεώρησαν πως
ο γιος της Αλκμήνης εγκαθίδρυσε τους Ολυμπιακούς αγώνες…. Μετά τους Ιδαίους
Δακτύλους , συνεχίζει η εξιστόρηση, έγιναν εννέα Κουρήτες, Γι αυτούς άλλοι
μύθοι λένε ότι ήταν γηγενείς και άλλοι πως ήταν απόγονοι των Ιδαίων Δακτύλων.
…… Καθώς διακρινόταν για τη σύνεσή τους, έδειξαν στους ανθρώπους πολλά χρήσιμα
πράγματα, διότι πρώτοι αυτοί συγκέντρωσαν τα πρόβατα σε κοπάδια, εξημέρωσαν τα
υπόλοιπα είδη ζώων, ανακάλυψαν τη μελισσοκομία, εισηγήθηκαν την τέχνη του κυνηγίου,
εισηγήθηκαν τη συναναστροφή και τη συμβίωση μεταξύ των ανθρώπων, αλλά ήταν και
οι πρώτοι που δίδαξαν την ομόνοια και κάποια ευταξία στην κοινωνική ζωή.
Ανακάλυψαν επίσης τα ξίφη, τα κράνη και τους πολεμικούς χορούς. Λένε πως σ’ αυτούς παρέδωσε το Δία η Ρέα,
κρυφά από τον πατέρα του Κρόνο, και κείνοι τον πήραν και τον
ανέθρεψαν…... (Διόδωρος Βιβλιοθήκη Ιστορική 5, 64-65)
Ο
Στράβωνας αναφέρει ότι Ιδαίοι Δάκτυλοι κατ’ άλλους ήσαν ντόπιοι Κρήτες και κατ’
άλλους άποικοι, μετανάστες από τη Μ. Ασία. Ονομάστηκαν έτσι επειδή πρωτοκατοίκησαν
στους πρόποδες της Ίδης ή Ιδαία όρη της Κρήτης ή της Μ. Ασίας. Οι διάφορες
κορυφές της Ίδης ήταν αφιερωμένες στη μητέρα των θεών, δηλαδή της Ρέας = αυτή
που ονομαζόταν Κυβέλη στην Ασία. Από τον αριθμό τους ονομάστηκαν Δάκτυλοι,
δηλαδή επειδή ήσαν τόσοι όσα και τα δάκτυλα. Απόγονοι των Ιδαίων Δακτύλων ήσαν οι
Κουρήτες και οι Κορυβάντες. Κατά τα
κρητικά κείμενα Κουρήτες ονομάστηκαν οι Κορυβαντες ή οι Τελχίνες που έφερε η
Ρέα στην Κρήτη από τη Φρυγία ή από τη Ρόδο και τους έκανε τροφούς και φύλακες
του Δία και ω ς εξ αυτού μετονομάστηκαν σε Κουρήτες. Ο Κύρβας, ένας από τους Κουρήτες , στη συνέχεια ίδρυσε την Ιεράπυτνα.
Οι Κορύβαντες ήσαν παιδιά του Ήλιου και
της Αθηνάς, που λεγόταν και Τελχίνες και
κατ άλλους ήσαν παιδιά του είτε του Κρόνου είτε του Δία και της Καλλιόπης
, ταυτόσημους με τους Καβείρους. Ο Στράβωνας αναφέρει επίσης ότι οι Κρήτες και
οι Φρύγες ήσαν θρακικής καταγωγής, γιατί
αφενός οι Φρύγες ήταν άποικοι από τη Θράκη που ζούσαν στην Τρωάδα (βλέπε
Στράβων 10.ΙΙΙ,16 C 471)
και γι αυτό η Τρωάδα λεγόταν και Φρυγία και
αφετέρου οι Κρήτες ήταν άποικοι
από τη Φρυγία, απόγονοι των Ιδαίων Δακτύλων, οι οποίοι είχαν έρθει στην Κρήτη
από τη Φρυγία συνοδεύοντας τη Ρέα προκειμένου να την επικουρήσουν στη γέννηση
και ανατροφή του Δία (βλέπε Στράβων
10.ΙΙΙ,19 C 471). Ο Στράβωνας (10.ΙΙΙ,19
C 472) αναφέρει επίσης ότι μερικοί ταυτίζουν τους Κουρήτες με τους Κύρβαντες,
τους Καβείρους, τους Ιδαίου δακτύλους και τους Τελχίνες και μερικοί τους
θεωρούν συγγενείς μεταξύ τους και τους διαφοροποιούν αντιδιαστέλλοντας μικρές
μεταξύ τους διαφορές, Οι Κουρήτες ήσαν πνεύματα ή βοηθοί (= επίκουροι ή άλλως
διάκονοι, ιερείς ) των Θεών, που άλλοτε εμφανίζονται μπλεγμένοι σε μερικές
μυστικές ιερουργίες κι άλλοτε σχετίζονται
με το μεγάλωμα του Δία, όταν ήταν μωρό, στην
Κρήτη. Μιλώντας γενικά και περιληπτικά,
τους εμφανίζουν όλους να κατέχονται από ιερό ενθουσιασμό, ν’ ακολουθούν τη μανία
του Βάκχου και, λειτουργώντας στις ιερές τελετές ως διάκονοι, να εμπνέουν τρόμο
με πολεμικούς χορούς, γεμάτους θόρυβο, κρότους, κύμβαλα, τύμπανα και κλαγγή
όπλων, αλλά και ήχους αυλού και μεγάλες κραυγές. Ο Στράβωνας αναφέρει επίσης
ότι με την ονομασία Κουρήτες παλιά
λεγόταν οι κάτοικοι πολλών περιοχών που άλλοι λένε πως κατάγονταν από την Κρήτη
και άλλοι από αλλού. Από αυτούς (όπως οι Κουρήτες της Χαλκίδας) ονομάστηκαν
έτσι, επειδή κούρευαν τα μαλλιά τους και σε σχέση με τους Ακαρνάνες (= οι
άκουροι) και άλλοι από (όπως οι Κουρήτες
της Αιτωλίας), επειδή ντύνονταν όπως οι κόρες κ.α. Κουρήτες λεγόταν επίσης και
οι νέοι (οι κούροι και οι κόρες, τα κοράσια) χορευτές, επειδή είναι νέοι και
συνάμα φροντίζουν τα μαλλιά τους και επίσης οι νέοι στρατιώτες, επειδή και
αυτοί είναι νέοι και κουρεύουν τα μαλλιά τους. Στην Κρήτη Κουρήτες ονομάζονταν οι νέοι άνθρωποι
(δηλαδή ετυμολογία από τα: κούροι, κόρες, κοράσια = οι νέοι, νέες) που απέδιδαν
ένοπλη κίνηση με χορευτικό βήμα, παρασταίνοντας το μύθο της γέννησης του Δία.
Και αυτό, γιατί κάποιους από αυτούς κάποτε είχε πάρει η Ρέα βοηθούς, όταν
επρόκειτο να γεννήσει στην Κρήτη το Δία, ώστε με τα τύμπανα και με παρόμοιους
ήχους, με τον ένοπλο χορό και το θόρυβο να καλύπτουν τα κλάματα του Δία και
έτσι να μην τα ακούσει ο παιδοκτόνος πατέρας του. Κουρήτες, λοιπόν, ονομάστηκαν,
είτε επειδή ήταν νέοι , δηλαδή «κούροι», και πρόσφεραν αυτήν την υπηρεσία είτε
επειδή «φρόντισαν τη νιότη» (δηλαδή επικούρησαν στη γέννηση) του Δία. Υπάρχουν
και οι δυο εκδοχές…. (ώσθ’ οι Κουρήτες ήτοι δια το νέοι και κόροι όντες
υπουργείν ή δια το κουροτροφείν τον Δία, λέγεται γαρ αμφοτέρως) ταύτης ἠξιώθησαν της προσηγορίας…… Στράβων 10, ΙΙΙ, 11
C 469), πρβ:
«Αυτοί που μας παρέδωσαν τις αρχαίες
παραδόσεις των Φρυγών και των Κρητών θεωρούν τους Κουρήτες πνεύματα ή βοηθούς
των θεών. Άλλοτε εμφανίζονται μπλεγμένοι σε μερικές μυστικές ιερουργίες κι
άλλοτε σχετίζονται με το μεγάλωμα του
Δία, όταν ήταν μωρό, στην Κρήτη. Ακόμη ,
με τις οργιστικές τελετές στη Φρυγία προς τιμή της Μητέρας των Θεών, καθώς και
στην Ίδη της Τρωάδας γης. Η ποικιλία των αφηγήσεων είναι τόσο μικρή, ώστε
μερικοί ταυτίζουν τους Κουρήτες με τους Κυρβαντες, τους Καβείρους, τους Ιδαίου
δακτύλους και τους Τελχίνες, μερικοί τους θεωρούν συγγενείς μεταξύ τους και
τους διαφοροποιούν αντιδιαστέλλοντας μικρές μεταξύ τους διαφορές. Μιλώντας
γενικά και περιληπτικά, τους εμφανίζουν όλους να κατέχονται από ιερό
ενθουσιασμό, ν’ ακολουθούν τη μανία του Βάκχου και, λειτουργώντας στις ιερές
τελετές ως διάκονοι, να εμπνέουν τρόμο με πολεμικούς χορούς, γεμάτους θόρυβο,
κρότους, κύμβαλα, τύμπανα και κλαγγή όπλων, αλλά και ήχους αυλού και μεγάλες
κραυγές….». (Στράβων, Γεωγραφικά Ι, C 466, ΙΙΙ, 7)
«Στην
Κρήτη δεν υπήρχαν μόνο αυτά αλλά και τελετουργίες για το Δία με οργιαστική
λατρεία και με διακόνους, ωσάν αυτούς που βρίσκονται στην υπηρεσία του Διονύσου,
δηλαδή Σάτυροι. Τους έλεγαν Κουρήτες και ήταν νέοι άνθρωποι που απέδιδαν ένοπλη
κίνηση με χορευτικό βήμα, παρασταίνοντας τον μύθο της γέννησης του Δία, όπου
παίζουν τον Κρόνο που συνήθιζε να καταπίνει τα παιδιά του, μόλις γεννιούνταν,
και τη Ρέα να παλεύει να κρύψει τους πόνους της γέννας, να γεννάει το παιδί και
να το κρύβει προσπαθώντας να γλιτώσει τη ζωή του με κάθε τρόπο. Λένε ότι γι
αυτό πήρε βοηθούς τους Κουρήτες, που με τα τύμπανα και με παρόμοιους ήχους, με
ένοπλο χορό και θόρυβο περιστοίχιζαν τη θεά και τρόμαξαν τον Κρόνο, ώστε να
πάρουν το παιδί. Κουρήτες, λοιπόν, ονομάστηκαν, είτε επειδή ήταν νέοι , δηλαδή
«κούροι», και πρόσφεραν αυτήν την υπηρεσία είτε επειδή «φρόντισαν τη νιότη» του
Δία. Υπάρχουν και οι δυο εκδοχές.». (ώσθ’ οι Κουρήτες ήτοι δια το νεοι και
κόροι όντες υπουργείν ή δια το κουροτροφείν τον Δία (λεγεται γαρ αμφοτέρως). (
Στράβων 10.ΙΙΙ,11 C 469»).
«Στα
κρητικά κείμενα, οι Κουρήτες λέγονται του Διός οι τροφοί και οι φύλακες. Η Ρέα
τους έστειλε στην Κρήτη από τη Φρυγία. ‘Άλλοι λένε ότι στη Ρόδο ήσαν εννιά
Τελχίνες. Ακολούθησαν τη Ρέα στην Κρήτη, ανέθρεψαν το Δία και μετονομάστηκαν
Κουρήτες. Ο Κύρβας, ένας σύντροφός τους
που ίδρυσε την Ιεράπυτνα (Κύρβαντα δε τούτον εταίρον Ιεραπύτνης όντα
κτίστην), έδωσε αφορμή στους Πραισίους να λένε ανάμεσα στους Ροδίους ότι οι Κορύβαντες ήταν δαίμονες, παιδιά του
Ήλιου και της Αθηνάς. Κάποιοι λένε τους Κορύβαντες παιδιά του Κρόνου κι
άλλοι παιδιά του Δία και της Καλλιόπης , ταυτόσημους με τους Καβείρους…….(
Στράβων 10.ΙΙΙ,19 C 472»).
Ο
Σκήψιος θεωρεί πιθανόν Κουρήτες και Κορύβαντες να είναι οι ίδιοι: οι νεαροί
(«κουρήτες») που εκτελούσαν τον πολεμικό χορό για τις τελετές της Μητέρας των Θεών,
οι ίδιοι που ονομάστηκαν Κορύβαντες από το ότι έβγαιναν να χορέψουν χτυπώντας
το κεφάλι τους όπως βάδιζαν ρυθμικά. Ο ποιητής (Οδύσσεια θ 250) τους λέει
«ανθρώπους που βαδίζουν ρυθμικά»: «Ελάτε τώρα οι καλύτεροι Φαίακες ποτ βαδίζετε
ρυθμικά». Κι επειδή οι Κορύβαντες χόρευαν και μάλιστα με ένθεη μανία, λέμε
«κορυβαντιώντες» όσους κινούνται φρενιασμένα. ( Στράβων 10.ΙΙΙ,20 C 472,
μετάφραση Εκδόσεις «Κάκτος»).
«Λένε
πως ονομάστηκαν Ιδαίοι Δάκτυλοι οι πρώτοι κάτοικοι στους πρόποδες της
Ίδης. Πόδες λέγονται οι πρόποδες και κορυφές, οι μύτες των βουνών.
Οι διάφορες κορυφές της Ίδης, που ήταν όλες αφιερωμένες στη μητέρα των θεών (τη
Ρέα), λέγονταν Δάκτυλοι. Ο Σοφοκλής θεωρεί πως οι πρώτοι πέντε ήσαν αρσενικοί.
Εφηύραν το σίδερο και το κατεργάστηκαν πρώτοι, καθώς και πολλά ακόμη χρήσιμα
στη ζωή πράγματα. Πέντε ήταν και οι αδελφές τους. Από τον αριθμό τους ονομάστηκαν
Δάκτυλοι. Άλλοι τους λένε αλλιώς, ενώνοντας τα δύσκολα με τα δύσκολα και θέτουν
διάφορα ονόματα: Κέλμη, Δαμνασέα, Ηρακλή και Ακμονα. Άλλοι τους θεωρούν εντόπιους από την Ίδη, άλλοι αποίκους. Πάντως
συμφωνούν ότι αυτοί πρώτοι δούλεψαν το σίδερο στην Ίδη. Όλοι τους
θεωρούν μάγους και υπηρέτες της Μητέρας των θεών που έφτασαν να ζουν στην
Φρυγία, στην Ίδη. Λένε την Τρωάδα Φρυγία, επειδή Φρύγες επικράτησαν στην
περιοχή, αφού ζούσαν και κοντά, τότε που αλώθηκε η Τροία. Υπονοούν μάλιστα
πως απόγονοι των Ιδαίων Δακτύλων είναι οι Κουρήτες και οι Κορυβάντες. Οι πρώτοι εκατό που γεννήθηκαν στην Κρήτη
ονομάστηκαν Ιδαίοι Δάκτυλοι. Απόγονοί τους αναφέρονται εννέα Κουρήτες. Ο καθένας
τους έκανε δέκα παιδιά, τους Ιδαίους Δακτύλους.» ( Στράβων 10.ΙΙΙ,22 C 473,
μετάφραση Εκδόσεις «Κάκτος»).
Σημειώνεται ότι:
1) Η οροσειρά Ίδη της Κρήτης
έχει τα εξής όρη , εξ ου και Ίδη ή Ιδαία όρη:
Α) Το όρος η Δίκτη, όπου γεννήθηκαν και ανατράφηκαν αφενός ο Δίας και
αφετέρου οι Ιδαίοι Δάκτυλοι. Β) Το όρος του Διός ή επί Ενετών monte di Giove / Jove / Jupiter > Ιόβα
και επί Τουρκοκρατίας Γιούχτας, όπου θάφτηκε ο Δίας, Γ) Ο λόφος Πύτνα όπου ένας
από τους Κουρήτες , ο Κύρβας, μετά που οι
Κουρήτες ανέθρεψαν το Δία στο Δικταίο άντρο, έχτισε την πόλη Ιεράπυτνα. Δ) Η κορφή Ίδα ή Ιδαίον όρος, που είναι και το πιο ψηλό όρος από τα Ιδαία,
εξ ου και Ψηλορείτης κ.α. Και επειδή η
Δίκτη είναι ένα από τα Ιδαία όρη της Κρήτης, το σπήλαιο του Διός λεγόταν και
Δικταίο ή Ιδαίο άντρο, ο Δίας Δικταίος ή Κρηταγενής κ.α.
2) Στα αρχαία κείμενα με την ονομασία «Ίδη» λεγόταν επίσης μια από τις δυο τροφούς του
Δία στο Δικταίο Άντρο (η Ίδη και η Αδράστεια, κόρες του Μελισσέως, Απολλόδωρος
Α, 1, 6 - 7) και επίσης μια από τους συζύγους
του Δία, για την οποία ο Δίας ονόμασε τη νήσο Κρήτη «Ιδαία»
(Διόδωρος 3,61). Μερικοί αρχαίοι
συγγραφείς θεωρούν ότι η ονομασία Κρήτες >
Κρήτη έχει προέλθει από σύντμηση της λέξης κ(ου)ρήτες > Κρήτες, κάτι
σωστό: «Πολυειδών διηγούνται, ότι ωνομάζετο το πάλαι η νήσος Κρήτη, η νυν παρά
των Ευρωπαίων καλουμένη Κάνδια, και δια τι την ωνόμαζον ούτως. Τινές μεν λοιπόν
συγγραφείς νομίζουσι ότι ωνομάσθη ούτως από κάποιον Κόρες ή Κορέτα, του οποίου
το όνομα μεταλλάχθη έπειτα κατά Κρήτα.(«Ακριβής περιγραφή της Κρήτης» / μεταφρασθείσα
από την βλαμαντικήν εις την γαλλικήν διάλεκτον κατά το 1705 παρά του Δ. Ο.
Δάπερ, Μ. Δ.( Dapper, Olfert 1636-1689), εν η προσετέθη και το νομισματολόγιον
αυτής εκ των του μιοννετου, μεταφρασθέντα και εκδοθέντα παρά του Μ. Βερνάρδου
του Κρητός το 1835.)
3) Φρυγικής καταγωγής ήσαν
και οι Πέλοπες, αυτοί που είχαν έρθει πριν από τα Τρωϊκά είχαν καταλάβει την
Πελοπόννησο και με αρχηγό τον Πέλοπα, απ΄όπου η νήσος αυτή ονομάστηκε έτσι,
δηλ. Πελοπόννησος.
Γ. ΟΙ ΚΥΔΩΝΕΣ
Οι
Κύδωνες σύμφωνα με το Στράβωνα ήσαν αυτόχθονες Κρήτες και σύμφωνα με τους Παυσανία, Πλάτωνα
κ.α. ήσαν επήλυδες
Κρήτες, δηλαδή μετανάστες που είχαν έρθει στο νησί από την Αρκαδία – Γορτυνία της
Πελοποννήσου (εξ ου και η Γόρτυνα της Κρήτης) και με αρχηγούς τους: Κύδωνα,
Γόρτυ και Κατρέα, γιους του Τεγεάτη βασιλιά Λυκάονα και έκτισαν τις πόλεις που
φέρουν το όνομά τους: Κυδωνία, Γόρτυνα κ.α., κάτι που είναι και η αλήθεια, αφού
αυτό απεικονίζεται και στα νομίσματά των πόλεων αυτών:
«Η
γλώσσα (των Κρητών) είναι «μεμειγμένη» (ανακατεμένη) και κατά τον ποιητή
(Όμηρο): «εν δ’ Ετεοκρήτες μεγαλήτορες, εν δ’ Κύδωνες, Δωριέες τε τριχαϊκες δίοι
τε Πελασγοί». Κατά τον Στάφυλο, ανατολικά της Κρήτης ζούνε οι Δωριείς, στα
δυτικά οι Κύδωνες και στα νότια οι Ετεοκρήτες, με οικισμό τους τον Πράσο, όπου
βρίσκεται το ιερό του Δικταίου Δία. Οι υπόλοιποι είναι πιο δυνατοί και κατέχουν
τις πεδιάδες. Είναι εμφανές ότι Ετεοκρήτες και Κύδωνες είναι αυτόχθονες, ενώ οι
άλλοι Επήλυδες (μετανάστες). Ο Άνδρων λέει ότι οι Επήλυδες Κρήτες ήρθαν από τη
Θεσσαλία, από την περιοχή που παλιά λεγόταν Δωρίδα και σήμερα Εσταιώτιδα. (Στράβων,
Ι, ΙV 6 – 7)
«Λέγουσι
δε και όσοι Τεγεάτου των παίδων ελείποντο μετοικήσαι σφας εκουσίως ες Κρήτην,
Κύδωνα και Αρχήδιον και Γόρτυνα’ και τούτων φασιν ονομασθήναι τας πόλεις
Κυδωνίαν και Γόρτυνά τε και Κατρέα. Κρήτες δε ουχ ομολογούντες τῳ Τεγεατών λόγῳ Κύ́δωνα μὲν Ακακαλλίδος
θυγατρός Μίνω καὶ Ερμού,
Κατρέα δε φασιν εί̃ναι Μίνω, τον δε Γό́ρτυνα Ραδαμάνθυος. ες δε αυτόν Ραδάμανθυν Ομήρου μεν εστιν εν
Πρωτέως προς Μενέλαον λόγοις
ως ες τὸ πεδίον
ή́ξοι Μενέλαος τὸ Ηλυσιον,
πρότερον δε ετι Ραδάμανθυν ενταυθα ηκειν: Κιναίθων δε εν τοις έπεσιν εποίησεν
<ως> Ραδάμανθυς μεν Ηφαίστου, Ήφαιστος δε είη Ταλω, Ταλων δε είναι Κρητος
παιδα. οι μεν δη Ελλήνων λόγοι διάφοροι τα πλέονα καὶ ουχ ή́κιστα επι τοις γενεσίν
εισι..» (Παυσανίας Αρκαδικά, VIII,
53, 4 - 6).
«Όσο
για τους υπόλοιπους Έλληνες, φαντάζομαι οι Πελοποννήσιοι θα γίνουν πρόθυμα
δεκτοί. Όπως είπες
πριν από λίγο υπάρχουν ανάμεσά μας πολλοί Αργίτες, αλλά και οι Γορτύνιοι, η πιο
φημισμένη φυλή, αφού είναι μετανάστες από την ονομαστή Γόρτυνα της
Πελοποννήσου…» (Πλάτων Νόμοι Δ, 708)
Ο Ηρόδοτος, σχετικά με την
Κυδωνία, αναφέρει και τα εξής: «Αυτοί δε οι Σάμιοι την Κυδωνία στην
Κρήτη έκτισαν, όχι γι αυτό το σκοπό πηγαίνοντας στην Κρήτη, αλλά, διώχνοντας
του Ζακυνθινούς από το νησί. Έμειναν δε εκεί και ευδαιμόνησαν επί πέντε έτη,
και έφτιαξαν τα ευρισκόμενα στην Κυδωνία ιερά και το ναό της Δίκτυννας. Τον
έκτο όμως χρόνο οι Αιγινήτες σε ναυμαχία τους νίκησαν μαζί με άλλους Κρήτες.
(Ηρόδοτος, Γ, 44 και 59).
Δ. ΟΙ ΕΠΙΛΥΔΕΣ ΚΡΗΤΕΣ: ΔΩΡΙΕΙΣ, ΑΧΑΙΟΙ ΚΑΙ ΠΕΛΑΣΓΟΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Σύμφωνα
με τους αρχαίους συγγραφείς, βλέπε π.χ.: Διόδωρος ( 5,64 και 4, 60), Ηρόδοτος (Α, 172 – 173 και
Ζ , 169 - 171) κ.α., όταν ήταν βασιλιάς των Ετεοκρητών ο Κρηθέας, επειδή η
Κρήτη είχε πάθει μεγάλη ερήμωση (τα αίτια που ερημώθηκε τότε η Κρήτη
δεν τα αναφέρει ο Ηρόδοτος, ωστόσο τα αίτια αυτά πρέπει να ήταν ο
κατακλυσμός του Δευκαλίωνα, ο οποίος, σύμφωνα με το Πάριο
χρονικό, έγινε το έτος 1265 πριν από το Διόγνητο = το
έτος 1529 π.Χ.), φεύγουν από
το Πελασγικό Άργος (= η Θεσσαλία, που ειχε καταστραφεί απο τον Κατακλυσμό του
Δευκαλίωνα) κάποιες φυλές των Αχαιών, Πελασγών και Δωριέων με αρχηγό τον Τέκταμο
(ήταν γιος του Δώρου του Έλληνα και παππούς του Μίνωα) και πάνε ως μετανάστες και καταλαμβάνουν
ειρηνικά το ανατολικό μέρος του νησιού. Οι νέοι κάτοικοι αυτοί της Κρήτης, σε
σχέση με τους παλαιότερους, ονομάστηκαν
επήλυδες, δηλαδή μετανάστες, άποικοι, ενώ οι ντόπιοι ονομάστηκαν Ετεοκρητες,
επειδή ήσαν οι γνήσιοι Κρήτες. Όταν
πέθανε ο Τέκταμος τη βασιλεία των Δωριέων της Κρήτης πήρε ο γιος του Αστέριος,
ο οποίος, επειδή η γυναίκα του δε του έκανε γιο, τη χώρισε και πήγε και έκλεψε
από τη Φοινίκη την κόρη του βασιλιά της Τύρου Αγήνορα, την πανέμορφη Ευρώπη,
κάτι που ήταν και μια από τις αιτίες που έγινε αργότερα ο Τρωικός πόλεμος. Απλώς
η Ελληνική μυθολογία, για τους λόγους που θα δούμε σε άλλο κεφάλαιο, αναφέρει
ότι την εν λόγω αρπαγή έκανε ο Δίας.
Όταν πέθανε ο Αστέριος,
συνεπλάκησαν οι γιοι του, ο Μίνωας και ο Σαρπηδόνας, για το ποιος θα πάρει τη βασιλεία. Νίκησε ο
Μίνωας και ο Σαρπηδόνας με τους
στασιαστές κυνηγημένοι κατέφυγαν στη Λυκία της Μ. Ασίας όπου έκτισαν την πόλη
Μίλητο σε ανάμνηση της Κρητικιάς πόλης Μίλατος.
Στη συνέχεια ο Μίνωας (βασίλευε
το έτος 1470 π.Χ., σύμφωνα με το Πάριο χρονικό), με τη βοήθεια του αδελφού του
Ραδάμανθυ, ένωσε σε ενιαίο σύνολο (και μάλιστα σε μια πρωτόγνωρη σε θεσμούς για
την εποχή πολιτεία, όπως θα δούμε πιο κάτω) τους αυτόχθονες (Ετεοκρήτες και
Κύδωνες) με τους επήλυδες (Αχαιούς, Πελασγούς και Δωριείς) Κρήτες με ηγεμόνιδα
πόλη (εδρα του κοινού βασιλιά των Ενωμένων Κρητικών πόλεων) την Κνωσό:
«Κατά
τον Στάφυλο, ανατολικά της Κρήτης ζούνε οι Δωριείς, στα δυτικά οι Κύδωνες και
στα νότια οι Ετεοκρήτες, με οικισμό τους τον Πράσο, όπου βρίσκεται το ιερό του
Δικταίου Δία. Οι υπόλοιποι είναι πιο δυνατοί και κατέχουν τις πεδιάδες. Είναι
εμφανές ότι Ετεοκρήτες και Κύδωνες είναι αυτόχθονες, ενώ οι άλλοι Επήλυδες. Ο Άνδρων
λέει ότι οι Επήλυδες Κρήτες ήρθαν από τη Θεσσαλία, από την περιοχή που παλιά
λεγόταν Δωρίδα και σήμερα Εσταιώτιδα.
(Στράβων, Ι, ΙV 6 – 7)
«Ο
Τέκταμος του Δώρου, του γιου του Έλληνα που ήταν γιος του Δευκαλίωνα, κατέπλευσε
στην Κρήτη μαζί με Αιολείς και Πελασγούς κι έγινε βασιλιάς του νησιού,
παντρεύτηκε την κόρη του Κρηθέα κι απόκτησε τον Αστέριο..». (Διόδωρος, βίβλος
4, 60)
«Αφού διευκρινίσαμε όλα αυτά, απομένει να
μιλήσουμε για τα έθνη τα οποία ήρθαν σε επιμειξία με τους Κρήτες. Ότι οι πρώτοι
κάτοικοι του νησιού ήταν οι ονομαζόμενοι Ετεοκρήτες, που θεωρούνται αυτόχθονες,
το είπαμε πιο πριν. Μετά από αυτούς και πολλές γενιές αργότερα, Πελασγοί, που
περιπλανιόνταν ένεκα συνεχών εκστρατειών και μεταναστεύσεων, έφτασαν στην Κρήτη
και εγκαταστάθηκαν σε ένα μέρος του νησιού. Τρίτο ήταν, λένε, το γένος των
Δωριέων που έφτασε στο νησί με αρχηγό τον Τέκταμο, το γιο του Δώρου. το
μεγαλύτερο μέρος ετούτου του λαού συγκεντρώθηκε, λένε, από την περιοχή του
Ολύμπου, αλλά ένα μέρος του ήταν από τους Αχαιούς της Λακωνίας, επειδή ο Δώρος
είχε τη βάση εξόρμησης στην περιοχή του Μαλέα. Τέταρτο γένος που ανακατεύθηκε
με τους κατοίκους της Κρήτης ήταν, λένε, ένα συνονθύλευμα βαρβάρων που με τα
χρόνια εξομοιώθηκαν στη γλώσσα με τους Έλληνες κατοίκους. Μετά απ΄αυτά, επικράτησαν ο Μίνωας και ο
Ραδάμανθυς και συνένωσαν τα έθνη του νησιού σε ενιαίο σύνολο...» (
Διόδωρος, 5, 80)
«Ότι
οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν οι ονομαζόμενοι Ετεοκρήτες, που
θεωρούνται αυτόχθονες, το είπαμε πιο πριν. Μετά από αυτούς και πολλές γενιές αργότερα,
Πελασγοί, που περιπλανιόνταν ένεκα συνεχών εκστρατειών και μεταναστεύσεων,
έφτασαν στην Κρήτη και εγκαταστάθηκαν σε ένα μέρος του νησιού. Τρίτο ήταν, λένε, το γένος των Δωριέων που
έφτασε στο νησί με αρχηγό τον Τέκταμο, το γιο του Δώρου. το μεγαλύτερο μέρος
ετούτου του λαού συγκεντρώθηκε, λένε, από την περιοχή του Ολύμπου, αλλά ένα
μέρος του ήταν από τους Αχαιούς της Λακωνίας, επειδή ο Δώρος είχε τη βάση
εξόρμησης στην περιοχή του Μαλέα. Τέταρτο γένος που ανακατεύθηκε με τους
κατοίκους της Κρήτης ήταν, λένε, ένα συνονθύλευμα βαρβάρων που με τα χρόνια
εξομοιώθηκαν στη γλώσσα με τους Έλληνες κατοίκους. Μετά απ΄αυτά, επικράτησαν ο
Μίνωας και ο Ραδάμανθυς και συνένωσαν τα έθνη του νησιού σε ενιαίο σύνολο.»
( Διόδωρος, Βίβλος 5, 80)
«Όταν όμως στην Κρήτη
συνεπλάκησαν τα παιδιά της Ευρώπης, ο Μίνωας με το Σαρπηδόνα, για το ποιος θα γίνει βασιλιάς, επεκράτησε ο
Μίνωας και έδιωξε το Σαρπηδόνα με τους στασιαστές του και αυτοί κυνηγημένοι
κατέφυγαν στην Ασία, στο μέρος που
ονομάζεται γη της Μιλυάδας …» (Ηρόδοτος Α, 172 - 173)
«Σύμφωνα με την ιστορία των Πραισίων, όταν ερημώθηκε η
Κρήτη, άνθρωποι διαφόρων εθνικοτήτων, αλλά κυρίως Έλληνες ήρθαν και
εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη. Έπειτα στην Τρίτη γενιά μετά το θάνατο του Μίνωα, ξέσπασε
ο Τρωικός πόλεμος, στον οποίο οι Κρήτες αποδείχτηκαν από τους καλύτερους
πολεμιστές που είχε στη διάθεσή του ο Μενέλαος. Επιστρέφοντας, όμως, στην
πατρίδα τους, η ανταμοιβή τους για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν ήταν πείνα και
πανούκλα που έπληξε ανθρώπους και ζώα, σε τέτοιο βαθμό, ώστε η Κρήτη ερημώθηκε
για δεύτερη φορά από τον πληθυσμό της.
Έτσι, οι σημερινοί Κρήτες, μαζί με όσους απέμειναν από τους προηγούμενους
κατοίκους της, είναι η Τρίτη γενιά που ζει στο νησί.….» (Ηρόδοτος Ζ , 169 -
171)
«Όταν
όμως στην Κρήτη συνεπλάκησαν τα παιδιά της Ευρώπης, ο Μίνωας με το
Σαρπηδόνα, για το
ποιος θα γίνει βασιλιάς, επεκράτησε ο Μίνωας και έδιωξε το Σαρπηδόνα με τους
στασιαστές του και αυτοί κυνηγημένοι κατέφυγαν στην Ασία, στο μέρος που ονομάζεται γη της
Μιλυάδας …» (Ηρόδοτος Α, 172 - 173)
ΣΗΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΟΤΙ:
Τοιχογραφία Κνωσού |
1) Ο
Θουκυδίδης (Α, 2-9) αναφέρει ότιτΤρεις γενιές μετά το θάνατο του Μίνωα έγινε ο
Τρωικός πόλεμος. Στον πόλεμο αυτό (έγινε από το 1228 - 1218 π.Χ., σύμφωνα με το Πάριο χρονικό) οι
Κρήτες (και οι Ετεόκρητες και οι επήλυδες
Κρήτες), με αρχηγό τον εγγονό του Μίνωα, τον Ιδομενέα, και ένα από τους μεγαλύτερους στόλους της εποχής
πήγαν με το μέρος των Αργείων ή Αχαιών ή Δαναών ή Πανελλήνων και γι αυτό ονομάστηκαν και οι
Κρήτες (και οι Ετεοκρήτες, με τους Κύδωνες και οι επήλυδες Κρήτες: Αχαιοί,
Δωριείς και Πελασγοί της Κρήτης) μετά από τον πόλεμο αυτό Έλληνες (Περισσότερα για το θέμα αυτό βλέπε
πιο κάτω).
2)
Μερικοί ισχυρίζονται ότι οι Δωριείς ήρθαν από τα Ουράλια όρη στην Ελλάδα
κατασφάζοντας στο διάβα τους όποιο λαό εύρισκαν μπροστά τους ή τους έφαιρναν
αντίσταση και τελικά καταστάλαξαν στην Πελοπονησο και στην Κρήτη, κάτι που δεν
ευσταθεί, αφού οι Δωριείς, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο και Θουκιδίδη, είχαν κοιτίδα τους τη Θεσσαλία και αδελφικό
φύλο των Αχαιών, των Ιώνων και των Αιολέων. Κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται ότι οι Δωριείς,
οι Αχαιοί και οι Πελασγοί της Κρήτης πήγαν στο νησί ως κατακτητές, κάτι που
επίσης είναι ψευδές,γιατί, όπως βλέπουμε από τα ως άνω λεγόμενα των αρχαίων
συγγραφέων, πήγαν στην Κρήτη ως μετανάστες.
3)
Στην Κρήτη πήγαν δυο φορές φυλές των Δωριέων. Η πρώτη έγινε, όπως είδαμε πιο
πριν, πριν από την εποχή του Μίνωα ,όταν ήταν βασιλιάς των Ετεοκρητών
ο Κρηθέας, με αρχηγό τον Τέκταμο. Η δεύτερη έγινε μετά τα Τρωικά κατά την
καλούμενη Κάθοδος των Δωριέων με τους Ηρακλείδες (έγινε 80 χρόνια
μετά τα τρωικά, ήτοι κάπου το 1120 π.Χ). Τότε έφυγε ναυτικό των
Δωριέων - Σπαρτιατών από τη Λακωνία και πήγε και ελευθέρωσε την πόλη Λύκτο της
Κρήτης, την οποία είχαν καταλάβει οι Κνώσιοι και έτσι έκτοτε η Λύκτος έγινε
οικιοθελώς αποικία και σπουδαίο κέντρο Δωρισμού (των Λακεδαιμονίων ή άλλως
Σπαρτιατών) στην Κρήτη.
4) Ο Διόδωρος Σικελιώτης αναφέρει ότι «μετά την κάθοδο των Ηρακλειδών, Αργείοι και
Λακεδαιμόνιοι στέλνοντας αποίκους,
ίδρυσαν αποικίες σε κάποια άλλα νησιά και, αφού κατέκτησαν και τούτο το νησί
οίκησαν πόλεις σ’ αυτά». Κάτι που δεν είναι έτσι ακριβώς. Η πραγματική αλήθεια
είναι ότι στην Κρήτη πήγαν δυο φορές Δωριείς. Η πρώτη ήταν λίγο πριν από το
Μίνωα (ο Μίνωας βασίλευε το 1470 π.Χ.,.) και τότε Δωριείς έφυγαν από τη
Θεσσαλία με αρχηγό τον Τέκταμο (=ο παππούς του Μίνωα) και πήγαν στην Κρήτη. Η
δεύτερη φορά ήταν 80 χρόνια μετά από τα Τρωικά, η οποία έγινε με τους
Ηρακλείδες (έγινε το 1120 π.Χ.). Μάλιστα
τη δεύτερη φορά δεν κατοίκησαν στην Κρήτη νέοι αφιχθέντες Δωριείς, αλλά τότε
έφυγαν Δωριείς από τη Λακωνία και ελευθέρωσαν τη Λύκτο της Κρήτης από την κηδεμονία των Κνωσίων και έκτοτε η
Λύκτος έγινε οικειοθελώς αποικία των Λακεδαιμονίων ή άλλως Σπαρτιατών.
5) Σύμφωνα με τον Ισοκράτη («Πανηγυρικός», 23 -25 ), «αυτόχθονες»
λέγονται οι πρώτοι που πάνε και μένουν σε κάποιο μέρος και «επήλυδες» ( από το
«επί + έρχομαι, ήλθα,…») αυτοί που πάνε μετά, οι μετανάστες, οι έποικοι. Αυτόχθονες
στην Κρήτη ήσαν οι Ετεοκρήτες και
επήλυδες οι Πελασγοί, οι Αχαιοί και οι Δωριείς, όμως αυτό δε σημαίνει και ότι
ήσαν διαφορετικού έθνους. Αν οι Ετεοκρήτες δεν ήσαν Έλληνες, αφενός οι αρχαίοι
συγγραφείς θα τους αποκαλούσαν βάρβαρους (ή
π.χ. ο Όμηρος θα τους αποκαλούσε βαρβαρόφωνους, κάτι ως κάνει π.χ. για
τους Κάρες) και συνάμα ο Διόδωρος δε θα
έκανε ξέχωρη μνεία για τους βάρβαρους που ένωσε ο Μίνωας σε ενιαίο σύνολο μαζί
με τους Ετεοκρήτες, Κύδωνες, Αχαιούς, Πελασγούς και Δωριείς της Κρήτης, πρβ: «Ότι οι πρώτοι κάτοικοι
του νησιού ήταν οι ονομαζόμενοι Ετεοκρήτες, που θεωρούνται αυτόχθονες,
το είπαμε πιο πριν. Μετά από αυτούς και πολλές γενιές αργότερα, Πελασγοί, που
περιπλανιόνταν ένεκα συνεχών εκστρατειών και μεταναστεύσεων, έφτασαν στην Κρήτη
και εγκαταστάθηκαν σε ένα μέρος του νησιού. Τρίτο ήταν, λένε, το γένος των Δωριέων που έφτασε στο νησί με αρχηγό τον
Τέκταμο, το γιο του Δώρου. το μεγαλύτερο μέρος ετούτου του λαού συγκεντρώθηκε,
λένε, από την περιοχή του Ολύμπου, αλλά ένα μέρος του ήταν από τους Αχαιούς της
Λακωνίας, επειδή ο Δώρος είχε τη βάση εξόρμησης στην περιοχή του Μαλέα. Τέταρτο
γένος που ανακατεύθηκε με τους κατοίκους της Κρήτης ήταν, λένε, ένα συνονθύλευμα
βαρβάρων που με τα χρόνια εξομοιώθηκαν στη γλώσσα με τους Έλληνες κατοίκους.
Μετά απ΄αυτά, επικράτησαν ο Μίνωας και ο Ραδάμανθυς και συνένωσαν τα έθνη του
νησιού σε ενιαίο σύνολο.» ( Διόδωρος, Βίβλος 5, 80).
Άλλωστε,
όταν πήγαν οι Πελασγοί, οι Αχαιοί και οι
Δωριείς στην Κρήτη και βρήκαν εκεί
τους Ετεόκρητες δεν υπήρχε ακόμη ο διαχωρισμός σε Έλληνες και
βάρβαρους, αφού αυτό έγινε από τα τρωικά και εξής. Ειδικότερα ο Εκαταίος ο Μιλήσιος (Στράβων 7,
321), ο Θουκυδίδης (Α, 3 – 9), ο Ησίοδος (Ηοίαι), ο Ηρόδοτος (Α 57-58, Α 65
κ.α.) κ.α., αναφέρουν ότι:
Α)
Από τα Τρωικά και εξής ο αρχαίος γνωστός κόσμος χωρίστηκε στα δυο, από τη μια
οι Έλληνες και από την άλλη οι βάρβαροι.
«Έλληνες» λέγονταν όσες πόλεις- κράτη (Αθήνα, Σπάρτη κλπ) είχαν πάει
στην Αυλίδα και από εκεί εκστράτευσαν στην Τροία (όσοι στα Τρωικά είχαν πάει με το μέρος των
Αργείων ή Δαναών ή Αχαιών ή Πανελλήνων, άρα και τα Κρητικά φύλα: Κύδωνες,
Ετεόκρητες κ.τ.λ., οι Ενωμένες Κρητικές πολιτείες που δημιούργησε ο
Μίνωας) και «βάρβαροι» όσοι είχαν πάει
με το μέρος των ηττημένων Τρώων, οι οποίοι και είχαν προκαλέσει τον πόλεμο αυτό
με τις βαρβαρότητές τους (αρπαγές γυναικών και περιουσιών). Κατόπιν στους Ολυμπιακούς αγώνες «Έλληνες»
ονομάζονταν και εκείνοι που είχαν ίδια καταγωγή ή βασικά ίδια
παιδεία (θρησκεία, ήθη και έθιμα)
με τους εκστρατεύσαντες στην Τροία, όπως οι Μακεδόνες κ.α., ανεξάρτητα
με το αν είχαν λάβει ή όχι μέρος στον
Τρωικό πόλεμο.
Β)
Αρχικά όλος σχεδόν ο αρχαίος κόσμος ήταν κατοικία βαρβάρων, των καλούμενων
Πελασγών, Καδμείων ή Θηβαίων, Δαναών, Καρών κ.α., με κύριο φύλο τους Πελασγούς απ΄όπου μετά τα
Τρωικά μερικές φυλές αποκόπηκαν και αποτέλεσαν ξέχωρο έθνος, το Ελληνικό. Στη
συνέχεια προσχώρησαν στο έθνος αυτό όλοι οι Πελασγοί (οι Δωριείς, οι Αχαιοί, οι
Ίωνες και οι Αιολείς), καθώς και πολλοί άλλοι βάρβαροι (οι Δαναοί, οι Καδμείοι
ή Θηβαίοι κ.α.).
Γ) Ο
Τρωικός πόλεμος ήταν αυτό που χώρισε τον αρχαίο γνωστό κόσμο σε δυο στρατόπεδα,
από τη μια οι Έλληνες (τα Ελληνικά κράτη: Αθήνα, Σπάρτη κλπ) και από την άλλη
οι βάρβαροι (Οι Τρώες, οι Κάρες κ.α.). Σύμφωνα με το Πάριο χρονικό, ο Τρωικός
πόλεμος διήρκησε δέκα χρόνια και η άλωση της Τροίας έγινε το 954 πριν από το
Διόγνητο, άρα το 1218 π.Χ.
Δ)
Την αρχαία εποχή βλέπουμε να
υπάρχουν π.χ. Πελασγοί ή Δωριείς στη
Θεσσαλία, Κρήτη, Μ. Ασία, Ιταλία κλπ, γιατί τότε δεν υπήρχαν ακόμη κράτη και σύνορα
ή επειδή οι άνθρωποι αρχικά ζούσαν μεταναστευτικά για εξεύρεση πηγών διατροφής
μια και αρχικά δεν υπήρχε και η γεωργία, ενώ η πιο πολυαριθμότερη-ισχυρότερη ομάδα
όπου πήγαινε έδιωχνε αυτή που έβρισκε μπροστά της για να εκμεταλλευτεί αυτή το
χώρο. Τελευταία μετανάστευση φυλής που έγινε στον αρχαίο Ελληνικό χώρο ήταν
αυτή των Δωριέων με τους Ηρακλείδες, η οποία έγινε 80 χρόνια μετά τα τρωικά,
δηλαδή κάπου το 1120 π.Χ., και η οποία ήταν διαφορετική από αυτή που έγινε πιο
πριν από το Μίνωα από άλλες δωρικές φυλές και με αρχηγό τον Τέκταμο, οι οποίες
κατέληξαν στην Κρήτη. Μετά από αυτήν την
τελευταία μετακίνηση των Δωριέων ησύχασε λέει οριστικά η Ελλάδα και
άρχισε να κάνει και αποικίες. (Περισσότερα βλέπε: Ελληνική Ιστορία, Α.
Κρασανακη).
|
ΑΝΑΚΤΟΡΑ ΚΝΩΣΟΥ |
|
Ανατρέχοντας
στους αρχαίους συγγραφείς, ενδεικτικά: Διόδωρος Σικελιώτης (Βίβλος 4 και 5), Στράβων
(Γεωγραφικά Ι) κ.α., βλέπουμε να αναφέρουν ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Κρήτης
ήσαν οι καλούμενοι Ετεοκρήτες ή άλλως Ιδαίοι δάκτυλοι ή Κουρήτες) και αυτοί
ήσαν εκείνοι που πρώτοι έδειξαν στους ανθρώπους πολλά χρήσιμα πράγματα. Αυτοί
πρώτοι συγκέντρωσαν λέει τα πρόβατα σε
κοπάδια, εξημέρωσαν τα υπόλοιπα είδη ζώων, ανακάλυψαν τη μελισσοκομία,
εισηγήθηκαν την τέχνη του κυνηγίου, εισηγήθηκαν τη συναναστροφή και τη συμβίωση
μεταξύ των ανθρώπων, αλλά ήταν και οι πρώτοι που δίδαξαν την ομόνοια και κάποια
ευταξία στην κοινωνική ζωή κ.τ.λ. καθώς και εκείνοι που ίδρυσαν στην Ολυμπία
τους Ολυμπιακούς αγώνες κ.α., πρβ (μτφ από τις εκδόσεις «Κάκτος»):
«Οι κάτοικοι, λοιπόν, της Κρήτης λένε πως οι αρχαιότεροι
κάτοικοι στο νησί ήταν αυτόχθονες, οι λεγόμενοι Ετεοκρήτες, των οποίων ο
βασιλιάς, Κρητας το όνομα, ανακάλυψε
πολλά και πολύ σημαντικά πράγματα στο νησί που είχαν τη δυνατότητα να ωφελήσουν
την κοινωνική ζωή των ανθρώπων…. ... Για τους Ιδαίους δακτύλους της Κρήτης
παραδίδεται πως ανακάλυψαν τη φωτιά, τη χρήση του χαλκού και του σιδήρου, στη
χώρα των Απτεραίων στο λεγόμενο Βερέκυνθο, καθώς και τον τρόπο επεξεργασίας
τους. Λένε, μάλιστα, πως ένας τους ο Ηρακλής, ξεπέρασε τους άλλους σε φήμη,
ίδρυσε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Εξ αιτίας της συνωνυμίας οι μεταγενέστεροι
άνθρωποι θεώρησαν πως ο γιος της
Αλκμήνης εγκαθίδρυσε τους Ολυμπιακούς αγώνες….
«Μετά τους Ιδαίους Δακτύλους έγιναν οι Κουρήτες, … Καθώς διακρινόταν για
τη σύνεσή τους, έδειξαν στους ανθρώπους πολλά χρήσιμα πράγματα, διότι πρώτοι
αυτοί συγκέντρωσαν τα πρόβατα σε κοπάδια, εξημέρωσαν τα υπόλοιπα είδη ζώων, ανακάλυψαν
τη μελισσοκομία, εισηγήθηκαν την τέχνη του κυνηγίου, εισηγήθηκαν τη
συναναστροφή και τη συμβίωση μεταξύ των ανθρώπων, αλλά ήταν και οι πρώτοι που
δίδαξαν την ομόνοια και κάποια ευταξία στην κοινωνική ζωή. Ανακάλυψαν επίσης τα
ξίφη, τα κράνη και τους πολεμικούς χορούς. Λένε πως σ’ αυτούς παρέδωσε το Δία η
Ρέα, κρυφά από τον πατέρα του Κρόνο, και
κείνοι τον πήραν και τον ανέθρεψαν…... (Διόδωρος Βιβλιοθήκη Ιστορική 5.64-65)
«Τον Απόλλωνα αναγορεύουν εφευρέτη της λύρας
και της μουσικής της. Εισήγαγε επίσης τη γνώση της ιατρικής που γίνεται μέσω
της μαντικής τέχνης, που παλιά μ’ αυτή θεραπεύονταν όσοι αρρώσταιναν, καθώς
βρήκε το τόξο, δίδαξε στους ντόπιους τα περί την τοξοβολία, αιτία για την οποία
οι Κρήτες επιδόθηκαν με ζέση στην τοξοβολία και το τόξο ονομάστηκε Κρητικό»
…..… ο Απόλλωνας ονομάστηκε Δήλιος,
Λύκιος και Πύθιος και η Άρτεμις Εφέσια, Κρησία, καθώς και Ταυροπόλος και
Περσία, παρ΄όλο που και οι δυο είχαν γεννηθεί στην Κρήτη». ( Διόδωρος, 5, 65
και 5, 74 και 5, 77)
Β. Ο
ΜΙΝΩΑΣ ΣΥΓΚΡΟΤΕΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΘΑΛΑΣΣΟΚΡΑΤΟΡΑΣ
Σύμφωνα με τους Θουκυδίδη (3 – 9), Ισοκράτη
(Παναθηναϊκός), Διόδωρο (βίβλος 4 και 5), Στράβωνα (βίβλος 10) κ.α., όταν
άρχισε να αναπτύσσεται η ναυτιλία και οι άνθρωποι να επικοινωνούν και με
τα πλοία, οι Κάρες και οι Φοίνικες κατέλαβαν τις Κυκλάδες που μέχρι τότε ήταν
ακατοίκητες και το έριξαν στην πειρατεία και στις ληστείες, με συνέπεια ο
Μίνωας να συγκροτήσει πολεμικό ναυτικό (άρα ο Μίνωας είναι ο
ιδρυτής τους Ελληνικού πολεμικού ναυτικού) και να τους διώξει από τις Κυκλάδες
και να τις οικήσει με Κρήτες. Αποτέλεσμα του Πολεμικού ναυτικού του Μίνωα ήταν
από τη μια ο ίδιος να γίνει θαλασσοκράτορας και από την άλλη να ελευθερωθούν οι
θαλάσσιοι διάδρομοι και έτσι οι Έλληνες να μπορέσουν αφενός να ασχοληθούν και
με τη ναυτιλία, να πλουτίσουν, , να σταματήσουν το μεταναστευτικό βίο που τους
εξανάγκαζαν οι κακοποιοί, να κτίσουν
πόλεις κ.τ.λ. και αφετέρου να
επικρατήσουν στον Τρωικό πόλεμο που έγινε τρεις γενιές μετά το θάνατο Μίνωα.
Νόμισμα Κνωσού,
3ος αι. π.Χ., με το Μίνωα, ο οργανωτής της Κρητικής Πολιτείας και ο θεμελιωτής
της Μινωϊκής Θαλασσοκρατορίας (Μουσείο Ηρακλείου). |
Πριν από το Μίνωα τα
νησιά του Αιγαίου δεν είχαν μόνιμους κατοίκους, ήταν μόνο λημέρια ληστών και
πειρατών, επειδή δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί η ναυτιλία και η γεωργία και ως εξ
αυτού δεν μπορούσαν να μείνουν στα μικρά νησιά για πολύ καιρό μόνιμοι κάτοικοι.
Μετά τα Τρωικά αναπτύχτηκαν περισσότερο οι Κάρες και κατέβαλαν και πάλι τις
Κυκλάδες και έγιναν αυτοί τώρα θαλασσοκράτορες. Ωστόσο αργότερα, όταν αυξήθηκε
η δύναμη των Ελλήνων, διώχτηκαν από τα νησιά και πάλι οι βάρβαροι:
«Ο Μίνως, εξ όσων κατά παράδοσιν γνωρίζομεν, πρώτος απέκτησε πολεμικόν ναυτικόν, και
εκυριάρχησεν επί του μεγαλυτέρου μέρους της θαλάσσης, η οποία ονομάζεται σήμερον Ελληνική. Κατακτήσας τας Κυκλάδας νήσους,
ίδρυσεν αποικίας εις τας περισσοτέρας από αυτάς, αφού εξεδίωξε τους ληστές Κάρας και εγκατέστησε τους υιούς του ως
κυβερνήτας. Ως εκ τούτου και την πειρατείαν φυσικά κατεδίωκεν όσον ημπορούσεν
από την θάλασσαν αυτήν, διά να περιέρχωνται εις αυτόν ασφαλέστερον τα
εισοδήματα των νήσων. Διότι εις την παλαιάν εποχήν οι Έλληνες, και όσοι από
τους βαρβάρους εκατοικούσαν είτε τα ηπειρωτικά παράλια, είτε νήσους, όταν
ήρχισαν να επικοινωνούν μεταξύ των συχνότερον δια θαλάσσης, επεδόθησαν εις την
πειρατείαν υπό την αρχηγίαν ανδρών εκ των δυνατωτάτων, οι οποίοι ωθούντο εις
τούτο και από τον πόθον του προσωπικού κέρδους και από την ανάγκην όπως
επαρκούν εις την συντήρησιν των απορωτέρων οπαδών των. Και επιτιθέμενοι κατά
πόλεων ατειχίστων και αποτελουμένων από άθροισμα κωμών, τας διήρπαζαν και
εντεύθεν επορίζοντο κυρίως τα προς το ζην, διότι το έργον τούτο δεν έφερεν εντροπήν,
αλλ' επέσυρε τουναντίον και κάποιαν δόξαν….Αλλ' ακόμη περισσότερον επεδίδοντο
εις την πειρατείαν οι νησιώται Κάρες και
Φοίνικες, οι οποίοι είχαν κατοικήσει τας περισσοτέρας από τας νήσους,……. Αλλ' αφότου συνεκροτήθη το πολεμικόν
ναυτικόν του Μίνωος, αι δια θαλάσσης συγκοινωνίαι έγιναν ασφαλέστεροι, αφ'
ενός μεν διότι οι κακοποιοί των νήσων αυτών εξεδιώχθησαν υπ' αυτού, κατά την
εποχήν ακριβώς που προέβη εις εποικισμόν των περισσοτέρων, εξ αλλού δε διότι οι
κάτοικοι των παραλίων ήρχισαν ήδη ν' αποκτούν μεγαλυτέρας περιουσίας και να
έχουν μονιμωτέραν κατοικίαν, και μερικοί μάλιστα, όπως ήτο φυσικόν δι'
ανθρώπους, των οποίων ηύξανε καθημερινώς ο πλούτος, και με τείχη περιέβαλλαν
τας πόλεις των. Διότι, ένεκα του γενικού πόθου του κέρδους και οι ασθενέστεροι
ηνείχοντο την εξάρτησιν από τους ισχυροτέρους και οι δυνατώτεροι, διαθέτοντες
πλούτον, καθίστων υπηκόους των τας υποδεεστέρας πόλεις. Και μόνον βραδύτερον, όταν είχαν ήδη έτι μάλλον προαχθή εις την
κατάστασιν αυτήν, εξεστράτευσαν κατά της Τροίας….( Θουκυδίδη Α, 4 - 8, σε νέα Ελληνική από
τον εθνάρχη Ελ. Βενιζέλο).
«Έτσι, χωρίς να θέλω να αναζωπυρώσω παλιές
μνησικακίες σε βάρος σας, θα αναφέρω ότι ο Μίνωας ανάγκασε κάποτε τους
κατοίκους της Αττικής να πληρώνουν βαρύ φόρο, επειδή είχε ναυτική δύναμη, ενώ
οι Αθηναίοι δεν είχαν ακόμη αποκτήσει τα πλοία που διαθέτουν σήμερα ούτε χώρα
πλούσια σε ξυλεία, κατάλληλη για τη ναυπήγηση
πλοίων και τη δημιουργία ισχυρού ναυτικού (Πλατων, νόμοι Δ, 706, b)
«Την εποχή που τα νησιά των Κυκλάδων ήταν
ακόμη έρημα, ο Μίνωας, βασιλιάς της Κρήτης, με μεγάλες ναυτικές και πεζικές
δυνάμεις, ήταν θαλασσοκράτορας και έστελνε πολλές αποικίες από την Κρήτη, έτσι
κατοίκησε τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων, ενώ ταυτόχρονα κατέλαβε και αρκετά
μεγάλη παραθαλάσσια περιοχή της Ασίας … Όλα
αυτά έγινα πριν τα Τρωικά. Μετά την άλωση της Τροίας, αναπτύχθηκαν
περισσότερο οι Κάρες και έγιναν θαλασσοκράτορες, επικράτησαν στις Κυκλάδες και
άλλες τις πήραν δικές τους κι έδιωξαν τους Κρήτες που τις κατοικούσαν, ενώ σε
άλλες εγκαταστάθηκαν μαζί με τους προκατόχους τους Κρήτες. Αργότερα που αυξήθηκε
η δύναμη των Ελλήνων, συνέβη να κατοικηθούν από αυτούς τα περισσότερα νησιά των
Κυκλάδων και να εκδιωχθούν οι βάρβαροι…»
(Διόδωρος Σικελιώτης, Βίβλος 5, 84)
« Για τους παλαιότερους αγώνες που έγιναν για
την ελευθερία των Ελλήνων ……... Πρώτα-πρώτα τις Κυκλάδες, για τις οποίες έγιναν
πολλές επιχειρήσεις από την εποχή που βασιλιάς της Κρήτης ήταν ο Μίνωας, τελευταίοι
τις κατέλαβαν οι Κάρες. Οι πρόγονοί μας, αφού τους έδιωξαν, δεν τόλμησαν να
οικειοποιηθούν τη χώρα τους, αλλά έστειλαν φτωχότερους Έλληνες να κατοικήσουν εκεί…(Ισοκράτης
Παναθηναϊκός, 43-44)
Γ. Ο ΜΙΝΩΑΣ ΟΡΓΑΝΩΝΕΙ ΤΗΝ
ΠΡΩΤΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ - ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Σύμφωνα
με τους: Πλάτωνα (Νόμοι, Μίνως), Αριστοτέλη (Πολιτικά Β, 1271, 10), Στράβωνα
(βιβλίο 10 = Ι), Πλούταρχο (Λυκούργος
και Σόλων) κ.α., ο Μίνωας με τον
αδελφό του Ραδάμανθυ δεν ήσαν μόνο οι θεμελιωτές της θαλασσοκρατορίας των
Κρητών, αλλά και οι οργανωτές της περίφημης πολιτείας των Κρητών, την οποία αντέγραψαν
όλοι οι άλλοι Έλληνες. Πρώτα οι
Λακεδαιμόνιοι ή Σπαρτιάτες και μετά οι Αθηναίοι, όπως θα δούμε πιο κάτω. Ειδικότερα ο Μίνωας με τον αδελφό του Ραδάμανθυ
ήσαν λέει εκείνοι που πρώτοι ασχολήθηκαν με τις πολιτικές επιστήμες (νομική,
κυβερνητική, διοίκηση κ.τ.λ.), ώστε να υπάρχει ισότητα, δικαιοσύνη, ευημερία
και δημοκρατία στους Κρήτες ή ήσαν αυτοί που πρώτοι:
Α)
Βρήκαν την την αλήθεια για τη
διακυβέρνηση της πόλης, απ΄όπου μετά και πολιτεία, πολίτης και πολιτισμός.
Για πρώτη φορά επί Μίνωα από τη μια θεσπίστηκαν λέει νόμοι και όργανα
διοίκησης: βουλή, βουλευτές ή γερουσιαστές, έφοροι, συντάγματα κ.α. και από την άλλη οι νόμοι
(διοίκησης και συναλλαγών) ήταν ανάλογα με το περί δικαίου και ηθικής (ήθη και
θρησκεία) συναίσθημα.
Β)
Δημιούργησαν κράτος πρόνοιας: βρήκαν την κοινοκτημοσύνη, τη κοινή συμβίωση και τα κοινά συσσίτια (κάτι ως ο σημερινός
κουμμουνισμός),
Γ)
Μερίμνησαν για τη ανάπτυξη της φιλοσοφίας και των γραμμάτων,
Δ)
Ενωσαν τα έθνη ή φυλές ενός χώρου (της Κρήτης) σε ενιαίο σύνολο, άσχετα με την
καταγωγή τους, δημιουργώτας το περίφημο «Κοινό των Κρητών» ( «Ενωμένες Κρητικές
πολιτείες, κρητική πολιτεία), πρβ (μτφ από τις εκδόσεις «Κάκτος»):
«Γι αυτό το λόγο ο Μίνωας θέσπισε αυτούς τους
Νόμους για τους πολίτες του, εξαιτίας των οποίων η Κρήτη ευημερεί ανέκαθεν,
καθώς και η Σπάρτη από τότε που άρχισε να τους χρησιμοποιεί, επειδή οι νόμοι
αυτοί είναι θεϊκοί. (Πλάτων, Μίνως, 320 b),
«Διότι για το ότι ήταν καλός και δίκαιος, καλός
νομέας, όπως λέγαμε προηγουμένως, ισχυρότατη απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι
οι νόμοι του Μίνωα παραμένουν αδιασάλευτοι, επειδή βρήκε την αλήθεια, σχετικά
με τη διοίκηση της πόλης. (Πλάτωνα
«Μίνως», 318 – 321)
«η
φιλοσοφία είναι παλαιότατη μεταξύ των Ελλήνων και περισσότερο στους Κρήτες και
στους Λακεδαιμόνιους»… ( Πλάτων, Πρωταγόρας 342 a-c) κ.α.
“Στην
ιστορία έχει γραφτεί πως ο Μίνωας ήταν έξοχος νομοθέτης, πρώτος που κυριάρχησε
στις θάλασσες. Χώρισε το νησί στα τρία και σε κάθε μέρος έχτισε πόλη, την
Κνωσό……. Κατά τον Έφορο, ο Μίνωας θαύμαζε κάποιο παλαιό, το Ραδάμανθυ, που είχε
ίδιο όνομα με τον αδελφό του. Αυτός
πρώτος αναφέρεται ότι εκπολίτισε το νησί με νόμους και κτίσεις πόλεων και
συντάγματα, υποστηρίζοντας ότι φέρνει από τον ίδιο το Δία τους νόμους του……
Για την Κρήτη λέγεται ότι στα αρχαία χρόνια είχε καλή διακυβέρνηση και οι
καλύτεροι από τους Έλληνες τη θαύμαζαν. Ανάμεσά στους πρώτους ήταν οι
Λακεδαιμόνιοι, όπως ομολογούν ο Πλάτωνας στους Νόμους και ο Έφορος που περίγραψε
το πολίτευμά τους στο έργο Ευρώπη.… (Στράβων «Γεωγραφικά» Ι’, C 476 – 478)
«Γι
αυτό το λόγο ο Μίνωας θέσπισε αυτούς τους Νόμους για τους πολίτες του, εξαιτίας
των οποίων η Κρήτη ευημερεί ανέκαθεν, καθώς και η Σπάρτη από τότε που άρχισε να
τους χρησιμοποιεί, επειδή οι νόμοι αυτοί είναι θεϊκοί. (Πλάτων, Μίνως, 320 b)
«Τα
παιδιά μαθαίνουν όχι μόνο γράμματα, αλλά και τραγούδια με τους νόμους και
μερικά είδη μουσικής. Οι νεότεροι σιτίζονται στα λεγόμενα ανδρεία. Κάθονται να φάνε κατάχαμα όλοι μαζί, φορούνε πρόχειρα
ρούχα, τα ίδια χειμώνα – καλοκαίρι, και υπηρετούν τους μεγαλύτερους, καθώς και
τους εαυτούς των. Αυτοί που τρώνε κάνουν πολέμους με τις άλλες παρέες ή και
μέσα στην ίδια παρέα. Μεταξύ τους. Σε κάθε ανδρείο υπάρχει παιδονόμος. Οι μεγαλύτερες ηλικίες έρχονται σε αγέλες. Αρχηγοί στις αγέλες είναι τα σημαντικά παιδιά, τα πιο
δυνατά. Καθένας από αυτούς συγκεντρώνει γύρω του όσα περισσότερα παιδιά μπορεί. Σε κάθε αγέλη αρχηγός είναι συνήθως ο πατέρας
του παιδιού που μαζεύει τα άλλα, υπεύθυνος στο να βγάζει τα παιδιά στο κυνήγι
και να τιμωρεί τους απείθαρχους. Τρέφονται με δημόσια δαπάνη. ……….. Εκλέγουν δέκα άρχοντες. Για τα πολύ μεγάλα προβλήματα συμβουλεύονται τους Γέροντες. Δικαίωμα στο θεσμό έχουν οι
επιτυχημένοι στο αξίωμα του κόσμου
και άνθρωποι αναγνωρισμένης αξίας. (Στράβωνας, Γεωγραφικά
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ποιος από τους παλαιούς βασιλείς λέγεται ότι
υπήρξε καλός νομοθέτης, του οποίου οι νόμοι διασώζονται ακόμα και σήμερα,
επειδή είναι θεϊκοί;
ΕΤΑΙΡΟΣ: Δεν μου έρχεται στον νου.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Δεν ξέρεις ποιοι Έλληνες έχουν τους
παλιότερους νόμους;
ΕΤΑΙΡΟΣ:
Μήπως εννοείς τους Λακεδαιμονίους και το νομοθέτη Λυκούργο;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αλλά και αυτοί οι νόμοι σε καμία περίπτωση δεν
υπάρχουν περισσότερο από τριακόσια χρόνια ή κάτι περισσότερο. Αλλά και οι
καλύτεροι από τους νόμους τούτους από πού ήρθαν; Ξέρεις;
ΕΤΑΙΡΟΣ:
Λένε από την Κρήτη.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αυτοί
λοιπόν, οι Κρήτες, έχουν τους πιο παλιούς νόμους απ’ όλους τους Έλληνες; («Ουκούν
ούτοι, οι Κρήτες, παλαιοτάτοις νόμοις χρώνται των Ελλήνων»)
ΕΤΑΙΡΟΣ:
Ναι.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ξέρεις
ποιοι ήταν οι άξιοι βασιλείς τους; Ο Μίνωας και ο Ραδάμανθυς, γιοι του Δία και
της Ευρώπης’ δικοί τους είναι οι νόμοι. (Πλάτωνα «Μίνως», 318 – 321)
ΑΘΗΝΑΙΟΣ:
Εννοείς, όπως αναφέρει ο Όμηρος, ο
Μίνωας πήγαινε κάθε εννιά χρόνια και συμβουλεύονταν τον πατέρα του το Δία
και στη συνέχεια έδινε νόμους στις πόλεις σας σύμφωνα με τις παραινέσεις του
Θεού;
ΚΛΕΙΝΙΑΣ
Ναι, αυτή είναι η κρητική άποψη… …………….
ΑΘΗΝΑΙΟΣ:
Θα ‘πρεπε να πεις: Ξένε, δεν είναι
τυχαίο που οι νόμοι της Κρήτης έχουν
τόσο μεγάλη φήμη σε ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο. (Ω ξένε, εχρην ειπειν, οι
Κρητών νόμοι ουκ εισίν μάτην διαφερόντως εν πάσιν ευδόκιμοι τοις Έλλησιν) Είναι
νόμοι δίκαιοι, που προσφέρουν ευτυχία σε όσους τους ακολουθούν, Δίνουν δηλαδή
όλα τα αγαθά, τα οποία ανήκουν σε δυο κατηγορίες, ανθρώπινα και θεία.…
(Πλάτωνα, Νόμοι, 625 - 631)
Αντίθετα
πιο πριν στην Ελλάδα και για πολύ καιρό ακόμη στους άλλους λαούς δεν υπήρχαν συντάγματα, βουλή και βουλευτές,
κράτος μέριμνας κ.τ.λ. Απλώς ο κάθε ηγέτης (φύλαρχος ή τύραννος ή βασιλιάς) όριζε
τους νόμους ανάλογα με τις δικές του επιθυμίες και νοημοσύνη. Ο βασιλιάς και
γενικά οι άρχοντες είχαν ό,τι ήθελαν και
οι άλλοι ελάχιστα ή τίποτε, κανείς δεν τολμούσε να αντιμιλήσει, υπήρχε
ειδωλολατρία, οι βασιλιάδες λατρεύονταν ως θεοί, γίνονταν ανθρωποθυσίες κ.τ.λ.
Μάλιστα οι λόγοι αυτοί ήταν και η αιτία που: α) Οι Σπαρτιάτες έλεγαν
ότι οι νόμοι των άλλων πλην του Μίνωα ήσαν γελοίοι, για να τους αντιγράψουν. β)
Οι Εβραίοι έλεγαν ότι αν δεν αλλάξει ο κόσμος, θα τον καταστρέψει ο θεός, γ) Οι
αρχαίοι Έλληνες δεν αναφέρουν κανένα άλλο σπουδαίο αρχαίο πολιτισμό πλην μόνο
το Μινωικό ή που έλεγαν «Πας μη Έλλην
βάρβαρος»
ΠΟΤΕ ΕΖΗΣΕ Ο ΜΙΝΩΑΣ
Σύμφωνα
με το Πάριο Χρονικό και τους: Διόδωρο (4, 60 – 61 και 5, 79-80) και Πλούταρχο («Θησεύς 19.6),
υπήρχαν δυο βασιλιάδες με το όνομα Μίνωας. Ο Μίνωας Α’ έζησε λέει το 1210 πριν
από τον Διόγνητο (άρα το 1474 π.Χ.) και
ο Μίνωας Β’ το έτος 1031 πριν από το Διόγνητο (άρα το 1295 π.Χ.), ενώ η άλωση
της Τροίας έγινε το έτος 945 πριν από το
Διόγνητο (άρα το 1209 π.Χ.). Το αυτό λένε Όμηρος και Ηρόδοτος. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Μίνωας έζησε τρεις γενιές πριν από τον Τρωικό
πόλεμο: «Τρίτη δε γενεή μετά Μίνων
τελευτήσαντα γενέσθαι Τρωικά» ( Ηρόδοτος Ζ, 171). Το αυτό λέει και ο Όμηρος (Ιλιάδα Ν. 445 –
455). Αρχικά ήταν λέει βασιλιάς της
Κρήτης ο Μίνωας, μετά ο Δευκαλίωνας και μετά ο Ιδομενέας που πήρε μέρος στον
Τρωικό πόλεμο. Παράβαλε ομοίως ότι ο Απολλόδωρος (Γ, 1-2, Γ 22, Επιτομή, 1,6) λέει επίσης ότι ο Μίνωας ήταν
προ πάππους του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου από της κόρες του γιου Κατρέα.
|
|
|||
Γυναικεία χορευτική ή τελετουργική παράσταση στην οποία οι
γυναίκες φορούν κοντόχι (κοντό χιτώνα)
ή άλλως ζακέτα που αφήνει ακάλυπτα τα στήθη και ποδήρη (μάξι) φούστα διακοσμημένη με ταινίες - μπορντούρες - φραμπαλάδες κλπ. (Χρυσό δαχτυλίδι Αρχάνων από τάφο Ισοπάτων
Κνωσού, 1600/ 1400 π.Χ.) |
Ο
Μίνωας με τον αδελφό του Ραδάμανθυ ήταν οι πρώτοι στον κόσμο που βρήκαν την
πραγματική αλήθεια για τη διοίκηση της πόλης, από όπου και πολιτεία, πολίτης και πολιτισμός. Είναι αυτοί
που πρώτοι θέσπισαν και καθιέρωσαν σωστούς θεσμούς: τους γραπτούς και σύμφωνα
με το περί δικαίου αίσθημα νόμους, το σύνταγμα και τα όργανα διακυβέρνησης:
βουλή, βουλευτές, εφόρους κλπ. Είναι αυτοί που πρώτοι καθιέρωσαν επίσης και το
κράτος πρόνοιας: κοινά συσσίτια, κοινοκτημοσύνη, δημόσια δωρεάν παιδεία κλπ.
Στην Ελλάδα και σε όλο τον αρχαίο κόσμο πριν από το Μίνωα δεν υπήρχαν συντάγματα, βουλή και βουλευτές,
καθώς και κράτος πρόνοιας κ.τ.λ. και
έτσι ο κάθε φύλαρχος ή τύραννος ή
βασιλιάς έκανε ό,τι ήθελε ή όριζε τους νόμους που ήθελε ή ανάλογα με τις
προσωπικές του επιθυμίες και νοημοσύνη. Συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν και
που:
Α) Οι
Σπαρτιάτες έλεγαν ότι οι νόμοι των άλλων πόλεων-κρατών του Μίνωα ήσαν γελοίοι,
για να τους αντιγράψουν.
Β) Οι
Εβραίοι έλεγαν ότι αν δεν αλλάξει ο κόσμος, θα τον καταστρέψει ο θεός,
Γ) Οι
αρχαίοι Έλληνες δεν αναφέρουν κανένα άλλο σπουδαίο αρχαίο πολιτισμό πλην μόνο
το Μινωικό ή που έλεγαν «Πας μη Έλλην βάρβαρος»
Οι
βάρβαροι (Φοίνικες, Πέρσες κ.τ.λ.) σε σχέση με τους αρχαίους Έλληνες δεν είχαν
ούτε οργανωμένες πολιτείες ούτε παιδεία. Ζούσαν με πρωτόγονο ακόμη τρόπο,
δηλαδή κατά φυλές και με ανήμερα ακόμη ήθη και έθιμα. Είχαν απλώς ένα βασιλιά ή ηγέτη που έκανε
ό,τι ήθελε ή έβαζε νόμους, θρησκευτικούς
και πολιτικούς, ανάλογα με τη νοημοσύνη
και τις επιθυμίες τους, επιζητούσε να
τον λατρεύουν ως θεό, πολλές φορές να κάνουν και για χάρη του ή για χάρη
υποτίθεται του θεού του ανθρωποθυσίες
κ.α. Και όλα αυτά δεν τα λένε μόνο οι αρχαίοι
Έλληνες συγγραφείς, αλλά ακόμη και η Αγία Γραφή, όπως θα δούμε σε άλλο μέρος
για τον Ελληνικό πολιτισμό και την προσφορά του.
Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗ ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ορισμένοι
ισχυρίζονται ότι στην Κρήτη επί Μινωικής εποχής υπήρχε μητριαρχία, κάτι που
είναι αυθαίρετο, γιατί αυτό λέγεται χωρίς σοβαρές αποδείξεις. Αυτό που
προκύπτει από τις παραστάσεις στις τοιχογραφίες της Μινωικής Κρήτης είναι ότι
οι γυναίκες φαίνεται να ασχολούνται και
με εργασίες που τότε θεωρούνταν ανδρικές, όπως ιερείς σε ιερά, ηθοποιοί,
χορευτές, γυμναστές κλπ σε υπαίθριες θεατρικές και γυμνασιακές παραστάσεις κλπ
και ως εκ τούτου, λόγω και της επτανησιακής φιλαρέσκειας της γυναίκας, να έχουν πιο πολλά, πιο πολυτελή και πιο εντυπωσιακά
ενδύματα από αυτά που έχουν οι άνδρες, Η γυναίκας επί εποχής Μινωιτών και για
πολλά χρόνια μετά στις άλλες κοινωνίες (Αθηναίων, Σπαρτιατών, Ρωμαίων κλπ) ήταν
μόνο για δουλειές παρα μέσα στο σπίτι και βασικά για τη γένεση και ανατροφή των
παιδιών.
|
Ο Πλούταρχος (Λυκούργος, 4-7), ο
Στράβωνας (Γεωγραφικά Ι, IV, C 481 - 483, 17 – 20), ο Ηρόδοτος κ.α., αναφέρουν
ότι μετά που οι Δωριείς (οι μετέπειτα γνωστοί ως Σπαρτιάτες) κατέλαβαν όλη
σχεδόν την Πελοπόννησο (Λακεδαιμόνα, Μεσσήνη, Άργος κ.τ.λ.), ο βασιλιάς
Χαρίλλος έστειλε το νομοθέτη Λυκούργο σε όλα τα μέρη που φημίζονταν ότι είχαν
οργανωμένη πολιτεία (Αίγυπτο, Κρήτη κ.α.), για να δει ποια ήταν η καλύτερη
προκειμένου να την αντιγράψουν. Πήγε (ο Λυκούργος) λοιπόν για το σκοπό αυτό παντού,
όμως όλες οι πολιτείες του φάνηκαν γελοίες ή ανάξιες λόγου, πλην μόνο της
Κρήτης, την οποία στη συνέχεια αντέγραψαν οι Σπαρτιάτες, καλώντας από την Κρήτη
στην Σπάρτη για το σκοπό αυτό και το νομοθέτη Θάλητα.
«την έννομη τάξη, όπως λένε οι ίδιοι οι
Λακεδαιμόνιοι, ο Λυκούργος την έφερε από την Κρήτη» ( Ηρόδοτος, Α 65).
«Έφυγε λοιπόν και πήγε (ο Λυκούργος) αρχικά
στην Κρήτη. Εκεί γνώρισε τις πολιτείες και τα συστήματα τους, γνώρισε τους πρώτους
στη δόξα άνδρες, θαύμασε ορισμένους από τους νόμους που υπήρχαν και τους
παρέλαβε για να τους εφαρμόσει στην πατρίδα του, την Σπάρτη, ενώ άλλοι του
φάνηκαν ανάξιοι. Έναν μάλιστα από εκείνους που νομίζονταν εκεί πέρα σοφοί και
άξιοι πολίτες, αφού τον έπεισε με τη φιλία του, τον έστειλε στη Σπάρτη, Ήταν ο
Θάλης, που φαινομενικά μεν ήταν ποιητής λυρικών τραγουδιών, στην πραγματικότητα
όμως έκανε ό,τι οι μεγαλύτεροι νομοθέτες. Γιατί τα τραγούδια του ήταν λόγοι για
ευπείθεια και ομόνοια, στολισμένοι με μελωδίες και ρυθμούς που είχαν σεμνότητα
και εξημερωτική δύναμη, ακούγοντάς τα οι πολίτες εξημερώνονταν, χωρίς να
νοιώθουν, στα ήθη, και η κοινή γνωριμία του ωραίου έφερνε κοντά τον ένα με τον
άλλο. Έτσι ο Θαλής έγινε με κάποιον τρόπον ο πρόδρομος του Λυκούργου στην
εκπαίδευση των Σπαρτιατών ….».
(Πλούταρχος, Λυκούργος, 4-7)
«Υποστηρίζουν κάποιοι ότι τα περισσότερα
ήθη και έθιμα που θεωρούνται Κρητικά είναι Λακωνικά. Στην πραγματικότητα είναι
Κρητικά, μόνο που οι Σπαρτιάτες τα εφήρμοσαν, ενώ οι Κρήτες σταμάτησαν να
ασχολούνται με τα πολεμικά και οι πόλεις τους παρήκμασαν, ειδικά η Κνωσός. …… . Έφυγε τότε ο νομοθέτης της Σπάρτης Λυκούργος
για την Κρήτη. Εκεί ήρθε και πλησίασε το
Θάλητα , ένα μελοποιό και νομοθέτη. Έμαθε από αυτόν τον τρόπο που ο
Ραδάμανθυς πρώτα και αργότερα ο Μίνωας
έφερναν τους νόμους τους, τάχα από το Δία προς τους ανθρώπους… (Στράβωνας,
Γεωγραφικά Ι, IV, C 481 - 483, 17 – 20)
Ο Διογένης Λαέρτιος (Επιμενίδης,
βιβλίο 1, 109 – 119), ο Πλούταρχος (Σόλων και Λυκούργος) κ.α.α, αναφέρουν ότι ο νομοθέτης των
Αθηναίων Σόλωνας, αφού μελέτησε τους Μινωικούς
νόμους με τη βοήθεια του Επιμενίδη του Κρήτα (που ήταν ένας από τους 15 σοφούς
της αρχαιότητας ή ένας από τους 12 στη θέση του Περίανδρου), έφτιαξε νέους
νόμους με τους οποίους καταργήθηκαν οι βάρβαροι νόμοι και τα βάρβαρα ήθη που
είχαν οι Αθηναίοι. Στους νόμους αυτούς
προβλεπόντανε ότι χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα ο πολίτης εκείνος
που, όταν υπάρχει στάση στην πόλη, δεν πηγαίνει με καμιά παράταξη, για να μην
μένεις κανείς ατάραχος ή ασυγκίνητος στα δημόσια πράγματα, καθώς και το χάρισμα
(τη γνωστή «σεισάχθεια») των χρεών των πολιτών, επειδή πολλοί από αυτούς είχαν
γίνει δούλοι στους ευγενείς από τα χρέη.
«Κάλεσε τότε τον Επιμενίδη από τη Φαιστό της
Κρήτης, που μερικοί τον θεωρούν έναν από τους επτά σοφούς (αντί για τον
Περίανδρο). …… Όταν ήρθε στην Αθήνα γνωρίστηκε με το Σόλωνα και τον βοήθησε
πολύ στην προεργασία της νομοθεσίας του. Απλοποίησε τους νόμους τους σχετικούς
με τις ιερές τελετές, έκαμε πιο ήπιους τους νόμους που αφορούσαν τα πένθη,
επιτρέπονταν μόνο ορισμένες θυσίες στους νεκρούς και καταργώντας τις άγριες και
βαρβαρικές συνήθειες που επικρατούσαν προηγούμενα …. Χάνει
τα πολιτικά του δικαιώματα ο πολίτης εκείνος που, όταν υπάρχει στάση στην πόλη,
δεν πηγαίνει με καμιά παράταξη, για να μην μένεις κανείς ατάραχος ή ασυγκίνητος
στα δημόσια πράγματα. (Πλούταρχος, Σόλων , 12 - 20)
«Και φαίνεται και λέγεται ότι οι Λάκωνες μιμήθηκαν το κρητικό πολίτευμα στα
περισσότερα σημεία. Τα περισσότερα από τα παλιότερα πολιτεύματα είχαν χειρότερη
διάρθρωση από τα νεότερα. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο Λυκούργος άφησε την
επιτροπεία του βασιλιά Χαρίλλου και έφυγε, έμεινε το μεγαλύτερο διάστημα στην
Κρήτη λόγω της μεταξύ τους συλλογικότητας, γιατί οι Λύκτιοι ήταν Λάκωνες
άποικοι, κι όταν πήγαν στη Λύκτο και την έκαναν αποικία, διατήρησαν τη νομοθεσία
των κατοίκων της πόλης. Γι αυτό και τώρα οι περίοικοι έχουν τους ίδιους νόμους,
επειδή πρώτος θέσπισε τη νομοθεσία ο Μίνως..( Αριστοτέλης Πολιτικά Β, 1271, 10)
Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς (Ρωμαϊκή
Αρχαιολογία) αναφέρει ότι και οι Ρωμαίοι με το Νόμα αντέγραψαν το μινωικό
πολιτισμό, πρβ: «Οι δε τα μυθώδη πάντα περιαιρούντες εκ της
ιστορίας πεπλάσθαι φασίν υπό του Νόμα τον περί της Ηγερίας λόγον, ίνα ράον αυτώ
προσέχωσιν οι τα θεία δεδιότες και προθύμως δέχωνται τούς υπ´ αυτού τιθεμένους
νόμους, ως παρά θεών κομιζομένους. Λαβείν δε αυτόν την τούτων μίμησιν αποφαίνουσιν
εκ των Ελληνικών παραδειγμάτων ζηλωτήν γενόμενον της τε Μίνω
του Κρητός και της Λυκούργου του Λακεδαιμονίου σοφίας· ων ο μεν ομιλητὴς
έφη γενέσθαι του Διός και φοιτών εις το Δικταίον όρος, εν ω τραφήναι τόν Δία
μυθολογούσιν οι Κρήτες υπὸ των Κουρήτων νεογνόν
όντα, κατέβαινεν εις το ιερόν άντρον και τους νόμους εκεί συντιθείς εκόμιζεν,
ους απέφαινε παρά του Διός
λαμβάνειν· ο δε Λυκούργος εις Δελφούς αφικνούμενος υπό του Απόλλωνος έφη
διδάσκεσθαι την νομοθεσίαν. (ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΕΩΣ ΡΩΜΑΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
Λόγος Β’ LXI. 1-2)
1)
Ο Άγγλος αρχαιολόγος Arthur Evans
(1851-1943), ένας από αυτούς που ανάσκαψε την Κνωσό και τα άλλα Μινωικά κέντρα,
σχετικά με την εξάπλωση του Μινωικού Πολιτισμού, λέει, χωρίς όμως νβα φερει
αποδείξεις και πηγές γι αυτά που λέει,
ότι η Κρήτη κατά το 1600 π.Χ. ήταν πάρα πολύ ανεπτυγμένη, πολιτιστικά
και πολεμικά. Κατόπιν οι Μινωίτες άρχισαν να επεκτείνονται ως άποικοι στις
περιοχές της μεσοελλαδικής Ελλάδας και οι εκεί κάτοικοι τους δέχονταν χωρίς
αντίδραση, επειδή οι Μινωίτες ήταν πιο πολιτισμένοι και έτσι αυτοί καρπούνταν
τα ευεργετήματα του υψηλού πολιτισμού τους με συνέπεια σιγά-σιγά να
«εκμινωισθούν». Δηλαδή να φορούνε μινωικές ενδυμασίες, να ζούνε με μινωικό
τρόπο ζωής, να λατρεύουνε τους ίδιους θεούς με τους Μινωίτες κ.τ.λ. Αργότερα, όταν το επιχώριο (τοπικό) στοιχείο
της μεσοελλαδικής Ελλάδας αφομοίωσε τα
γόνιμα διδάγματα του Κρητικού πολιτισμού, αφυπνίζεται και ζητούν και αυτοί
εξουσία, δηλαδή να γίνουν άρχοντες κ.τ.λ. και έτσι έγινε ανατροπή πολλών
μινωικών δυναστειών στις διάφορες πόλεις – κράτη με επιχώριες αχαϊκές. Πιο απλά ο Evans είπε ότι η γένεση του Μυκηναϊκού πολιτισμού ήταν αποτέλεσμα
μινωικού αποικισμού, που μεταφυτεύθηκε αυτούσιος στα νησιά του Αιγαίου και στην
ηπειρωτική Ελλάδα.
2)
Μερικοί ισχυρίζονται λένε ότι, αφού ο Θουκυδίδης (Α, 3 – 9), ο Διόδωρος
(Ιστορική βιβλιοθήκη) , ο Στράβωνας (Γεωγραφικά Χ) κ.α λένε ότι ο Μίνωας κατέλαβε
τα νησιά του Αιγαίου, τα Μέγαρα και την Αθήνα, τη Σικελία, πολλά μέρη της Μ.
Ασίας κ.α., άρα μπορεί έτσι να εξαπλώθηκε ο Μινωικός πολιτισμός. Ωστόσο η εξάπλωση
ενός πολιτισμού γίνεται από μόνο του και εφόσον είναι με αρχές, με καλούς
θεσμούς. Και οι Τούρκοι κατέλαβαν παλιότερα όλο σχεδόν τον αρχαίο κόσμο, όμως ο πολιτισμός τους δεν έγινε αποδεκτός
από κανένα άλλο λαό.
3)
Σύμφωνα με την άποψη του
αρχαιολόγου Alan J. B. Wace και των οπαδών του, ο εκμινωϊσμός
των Μεσοελλαδιτών δε συνέβηκε με αποικισμό, όπως λέει ο Evans, αλλά κατά το
1600 π.Χ. (ίσως να έγινε λέει τότε και κάποιος σεισμός στην Κρήτη) οι
Μεσοελλαδίτες (Μυκηναίοι) έκαναν πειρατική επιχείρηση στην Κρήτη κατά την οποία πυρπόλησαν τα ανάκτορα της
Κνωσού και πήραν κατά την επιστροφή τους εκτός από τα λάφυρα και αιχμαλώτους
καλλιτέχνες, ανθρώπους των γραμμάτων και τεχνών κ.τ.λ., οι οποίοι στη συνέχεια
δίδαξαν τη μινωική θρησκεία και τις τέχνες στους Μεσοελλαδίτες. Κατόπιν, αφού
οι Μεσοελλαδίτες αφομοίωσαν το Μινωικό πολιτισμό, αφυπνίσθηκαν και δημιούργησαν άλλον πολιτισμό που ήταν ανώτερης λογικής
(π.χ. η θρησκεία του Δία από μονοπρόσωπη γίνεται το πολυπρόσωπο πάνθεο των
Ολύμπιων θεών κ.τ.λ.), δηλαδή τον καλούμενο
Μυκηναϊκό πολιτισμό. Η ως άνω άποψη του Wace δεν έγινε αποδεκτή από τους
οπαδούς του Evans, επειδή, σύμφωνα μ’ αυτούς, οι Μινωίτες δεν είχαν μόνο
χερσαίες και ανακτορικές δυνάμεις, αλλά και θαλάσσιες (στόλο) που δε θα επέτρεπαν
μια τέτοια εισβολή. Έπειτα και να είχε γίνει λέει τότε σεισμός στην Κρήτη, οι
Μυκηναΐοι δεν ήταν δυνατόν να τον είχαν προβλέψει, ώστε να είχαν προετοιμαστεί
και να εισβάλουν στην Κρήτη.
1) Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι οι Δωριείς ήσαν αυτοί που δημιούργηαν τον
πρώτο αξιόλογο πολιτισμό, κάτι που είναι αναληθές. Ο Ισοκράτης (Παναθηναϊκός 46 –
56, 204 – 206 κ.α.), απαντώντας σε κάποιον που έλεγε ότι οι
Δωριείς ή άλλως οι Σπαρτιάτες είναι αυτοί που
δημιούργησαν τους καλύτερους θεσμούς στην Ελλάδα, του απαντησε τα εξης: «Αν είναι
έτσι τα πράγματα, αν δεχτούμε ότι έχεις δίκιο, όταν λες ότι οι άνθρωποι αυτοί (οι Σπαρτιάτες, οι
Δωριείς) υπήρξαν οι δημιουργοί των καλύτερων θεσμών, τότε, αναγκαστικά, όλοι
εκείνοι οι άνθρωποι που έζησαν πολλές γενιές πριν οι Σπαρτιάτες εγκατασταθούν
στην Πελοπόννησο, πρέπει να μη διέθεταν κανένα από αυτά τα προσόντα, δηλαδή
ούτε οι στρατιώτες που εκστράτευσαν στην Τροία, ούτε οι σύγχρονοι του Ηρακλή
και του Θησέα, ούτε ο Μίνωας, ο γιος του Δία, ούτε ο Ραδάμανθυς, ούτε ο Αιακός
ούτε κάποιος από τους μεγάλους άνδρες που υμνούνται γι αυτές τις αρετές, οπότε
κακώς έχουν τη φήμη που απολαμβάνουν»… (Ισοκράτους Παναθηναϊκός 205)
2) Κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται ότι ο Μινωικός Πολιτισμός αναπτύχθηκε, επειδή η
Κρήτη βρίσκεται ανάμεσα σε τρεις ηπείρους και σε περιοχές που από πολύ παλιά
είχαν αναπτυχθεί σπουδαίοι πολιτισμοί, όπως ο αιγυπτιακός, καθώς και το ότι η
Κρήτη έχει εύφορο έδαφος και καλές κλιματολογικές συνθήκες, κάτι που είναι
αυθαίρετο και αναληθές, γιατί:
Α) Μέχρι την εποχή του Μίνωα, καθώς λέει ο
Θουκυδίδης, αφενός δεν είχε αναπτυχθεί ακόμη η ναυτιλία και αφετέρου η Κρήτη είναι
μια χώρα που βρίσκεται καταμεσής σε πέλαγος, άρα είναι άτοπον να λέμε ότι ο
Μινωικός πολιτισμός ήταν απόρροια του ότι η Κρήτη βρίσκεται κοντά σε τρεις
ηπείρους κλπ
Β) Εκτός της Κρήτης υπάρχουν και άλλες χώρες που πλησιάζουν στην Αίγυπτο, Ασία
και Ευρώπη, μάλιστα με πιο καλύτερες συγκοινωνιακές, κλιματολογικές και εδαφικές
συνθήκες και όμως εκεί δε συνέβηκε κάτι τέτοιο.
3) Κατ’ άλλους η περιοχή του Αιγαίου και
ειδικότερα το νησί της Κρήτης θεωρείται το λίκνο του
δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού, επειδή οι αρχαίοι Κρητικοί, ως ναυτικός λαός και
με εκτεταμένο εμπόριο στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, είχαν επηρεαστεί από πολλές πηγές
και δημιούργησαν μια κοινωνία με ένα
δικό της στυλ πολιτισμού, καθώς και φορεσιάς, ανόμοιο από τις
παλαιότερες μορφές της Αιγύπτου, αλλά και της Ελλάδος πόλη.
Ωστόσο η αλήθεια, σύμφωνα με τους αρχαίους
συγγραφείς : Θουκυδίδη (Α, 3 -9), Αριστοτέλης (Πολιτικά) κ.α. . είναι ότι οι Κρητικοί επί εποχής Μίνωα δημιούργησαν
τον πρώτο αξιόλογο επί γης πολιτισμό, γιατί
οι Κρητικές πόλεις τότε αντί να σπαταλούν το χρόνο και τις δυνάμεις τους
στο να τρώγονται μεταξύ τους ή για το ποια θα ηγεμονεύει ή εκμεταλλεύεται την
άλλη ή να κτίζει τείχη γύρω της για
προστασία κλπ, όπως γίνονταν στις άλλες
περιοχές τότε, ενώθηκαν κάτω υπό την ηγεμονία
ενός αξιόλογου ανδρός, του Μίνωα και έτσι προόδευσαν πρώτοι. Ο λόγος και για
τον οποίο οι κρητικές πόλεις δεν έχουν τείχη. Μόνο η Φαιστός πήγε να κάνει,
όμως μετα τα σταμάτησε.
Ο Αριστοτέλης λέει ότι η Κρήτη ήταν προορισμένο να κυριαρχήσει
στους Έλληνες, επειδή έτυχε από τη μια να έχει το Μίνωα (εννοείται το άνθρωπο
που ένωσε τα Κρητικά φύλα, που συγκρότησε πολεμικό ναυτικό, που ήταν καλός νομοθέτης
κ.λπ.) και από την άλλη να βρίσκεται σε ευνοϊκή θέση, δηλαδή σε μια θάλασσα που
στις τριγύρω παραλίες της έχουν εγκατασταθεί
σχεδόν όλοι Έλληνες, οι οποίοι
βοήθησαν-προστάτεψαν τους Κρήτες με το Μίνωα ως Έλληνες να αναπτυχθούν: «Φαίνεται ότι η Κρήτη ήταν προορισμένη να
κυριαρχήσει στους Έλληνες χάρη στην ευνοϊκή της θέση, γιατί βρίσκεται σε
θάλασσα που στα παράλιά της έχουν εγκατασταθεί σχεδόν όλοι Έλληνες. Η απόσταση
από την Πελοπόννησο είναι μικρή, όπως και από την Ασιατική παραλία γύρω από το
Τριόπιο και τη Ρόδο. ΄Ετσι ο Μίνωας έγινε θαλασσοκράτορας’ άλλα νησιά τα
κατάκτησε και σε άλλα εγκατέστησε αποίκους από την Κρήτη, τέλος εκστρατεύοντας
στη Σικελία πέθανε εκεί κοντά στην Καμικο».( Αριστοτέλης Πολιτικά Β, 1271, 10)
4) Κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται ότι αφού οι
Βαβυλώνιοι, οι Αιγύπτιοι κ.α. είχαν πριν από τους Κρήτες γραπτούς, νόμους, μεγάλα
οικοδομήματα, πυραμίδες κ.τ.λ., άρα ο Μινωικός πολιτισμός δεν είναι ο
παλιότερος και αξιολογότερος πολιτισμός, αλλά ο Αιγυπτιακός ή ο Βαβυλωνιακός
κλπ, κάτι που είναι αναληθές, γιατί:
Α) Πριν από το Μινωικό πολιτισμό δεν υπήρχε
πολιτισμός, αλλά πρωτόγονος βίος, αφού,
σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφεί, ς:
α) Πριν από το Μίνωα δεν υπήρχαν μόνιμες
πόλεις και η διακυβέρνηση μιας ομάδας ή φυλής κλπ γίνονταν με εντολές που έδινε
ο κάθε φύλαρχος ή βασιλιάς κλπ, ανάλογα με τη νοημοσύνη του.
β) Αρχικά στον αρχαίο γνωστό κόσμο
(Μεσόγειο) και μέχρι να συγκροτηθεί το πολεμικό ναυτικό του Μίνωα (τελευταία
μετακίνηση ήταν η κάθοδος των Δωριέων με
τους Ηρακλείδες), οι άνθρωποι ζούσαν
ακόμη βάρβαρα, δηλαδή μεταναστευτικά για εξεύρεση πηγών διατροφής, ενώ οι πολυαριθμότερες
ομάδες όπου πήγαιναν έδιωχναν αυτούς που έβρισκαν μπροστά τους προκειμένου να
εκμεταλλευτούν αυτές το χώρο. Απλώς μέχρι τότε κάποιοι άρχοντες των Αιγυπτίων και Βαβυλωνίων έκαναν
μερικά μεγάλα τεχνικά χειρονακτικά έργα είτε για λόγους επίδειξης δύναμης είτε
για να τους θεωρήσουν ως θεούς.
Β) Άλλο τέχνη και άλλο πολιτισμός. Τα τεράστια οικήματα: παλάτια, πυραμίδες
κλπ της Αιγύπτου, δεν είναι πολιτιστικά έργα, αλλά τεχνικά και μάλιστα τα περισσότερα προϊόντα
καταναγκαστικών έργων, δούλων. Πολιτισμός είναι οι άνθρωποι να περνούν καλά, να
ευημερούν, να ζουν μέσα σε δίκαια και
δημοκρατική πολιτεία, δηλαδή σε μια κοινωνία με θεσμοθετημένα όργανα και
λογικούς ή σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα νόμους κ.τ.λ. Σε μια κοινωνία, με
βουλή, με βουλευτές, με νόμους και συντάγματα κ.τ.λ., όπως ήταν η Κρητική
πολιτεία.
Γ) Η μινωική Κρήτη και γενικά η αρχαία
Ελλάδα ασφαλώς και δεν ήταν παράδεισος ή κοινωνία αγγέλων. Ήταν όμως καλύτερα
από κάθε άλλη περιοχή. Και αυτό δεν το λένε μόνο οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς,
αλλά και η Αγία γραφή. Αν ανατρέξουμε στην Παλαιά Διαθήκη, θα δούμε ότι στην
Αίγυπτο και την Ασία υπήρχαν μεν πολιτείες
με μια κάποια οργάνωση, όμως επικρατούσε και ειδωλολατρία, υπήρχαν πολλά άσχημα
ήθη και έθιμα ενίοτε γινόντουσαν και ανθρωποθυσίες, υπήρχε η δια βίου δουλεία,
υπήρχαν μαγείες κ.τ.λ. Η αιτία άλλωστε για την οποία ήρθε ο Ιησούς στον κόσμο.
Δ) Ρίχνοντας μια ματιά στα κτίρια και στις
τοιχογραφίες που έχουν διασωθεί στις μινωικές πόλεις: Κνωσό, Γόρτυνα,
Φαιστό κ.τ.λ., θα δούμε ότι οι Μινωίτες
είχαν πολιτισμό που προκαλεί το θαυμασμό για την εποχή του. Βλέπουμε π.χ. ότι: Α) Οι Κρήτες είχαν γραφή, γραπτούς νόμους, πάρα
πολύ ωραία σπίτια και μάλιστα με λουτρό, με ορόφους και λεπτή τεχνική, Β) οι Κρήτες τελούσαν εκδηλώσεις (αθλητικές,
κοινωνικές, λατρευτικές κ.τ.λ.), Γ) Οι
γυναίκες και οι άνδρες είχαν καλογυμνασμένα – καλλίγραμμα σώματα και παράλληλα
φορούσαν ωραιότατα και κομψότητα φορέματα, καθώς και κοσμήματα (σκουλαρίκια,
κολιέ κ.τ.λ.), Δ) Οι αθλητές φορούσαν ωραιότατες αθλητικές ενδυμασίες και δεν
ήσαν γυμνοί όπως οι βαρβαροφέροντες ολυμπιακοί αθλητές κ.α.
Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Σπ. Μαρινάτο η Κρήτη και ο Μινωικός πολιτισμός καταστράφηκαν
γύρω στα 1450 π.Χ. από την τρομακτική έκρηξη του ηφαίστειου της Θήρας και τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρέθηκαν τότε
οι Μινωίτες την εκμεταλλεύτηκαν οι Αχαιοί Μυκηναίοι, που εισέβαλαν στην Κρήτη,
κατέλαβαν την Κνωσό και επέβαλαν την κυριαρχία τους. Ωστόσο η θεωρεία αυτή μπορεί να ακούγεται ως συναρπαστική, όμως
είναι αυθαίρετη, αναληθής, γιατί:
1) Δεν αναφέρει κάτι τέτοιο ούτε η παράδοση
ούτε και κάποιος από τους αρχαίους
συγγραφείς.
2) Έκρηξη του Ήφαιστου της Θήρας έγινε ,
όμως ο Στράβων, που επικαλείται
ένα αρχαιότερό του ιστορικό, τον Ποσειδώνιο, αναφέρει ότι κατά την έκρηξη του
εν λόγω ηφαιστείου συνέβησαν επακριβώς τα εξής, απ όπου δεν προκύπτει ότι η
Κρήτη καταστράφηκε από σεισμό ή παλιρροιακό κύμα: «(Καθά
φησί Ποσειδώνιος….) η θήρα έχει ιδρύσει αποικία στην Κυρήνη. Ανάμεσα
στη Θήρα και στη Θηρασία ξεσηκώθηκαν φλόγες από τη θάλασσα και το φαινόμενο
συνεχίστηκε για 4 ημέρες, έτσι που ολόκληρη η θάλασσα έβραζε και φλεγόταν. Οι
φλόγες έβγαλαν στη επιφάνεια σιγά-σιγά ένα νησί που σχηματίστηκε λες από
ενοποιημένη διάπυρη μάζα και που είχε περίμετρο 12 στάδια. Μόλις σταμάτησε το
φαινόμενο πρώτοι τόλμησαν να πλησιάσουν στον τόπο οι θαλασσοκράτορες τότε Ρόδιοι
και ίδρυσαν στο νησί ιερό του Ασφαλίου Ποσειδώνα..» .(Ποσειδώνιος, ΑΠΑΝΤΑ Α 14-15
και Στράβων, Γεωγραφικά Α, ΙΙΙ 16).
Σημειωτέον ότι ο Ποσειδώνιος αναφέρει
και για ένα σεισμό που έγινε λέει στη
Φοινίκη και κατάπιε μια πόλη χτισμένη
πιο πέρα από τη Σιδώνα και το φαινόμενο αυτό επεκτάθηκε ως τις Κυκλάδες,
Εύβοια, Συρία κ.α. Επομένως, αν η Κρήτη είχε καταστραφεί από την έκρηξη του
ηφαίστειου της Θήρας, το γεγονός είναι πάρα
πολύ σημαντικό και ως εκ τούτου ο Ποσειδώνιος θα το ανέφερε και αυτό.
3) Ο Διόδωρος Σικελιώτης ( 6, 60 και 5, 80),
ο Ηρόδοτος ( Ζ , 169 – 171) , ο Στραβών
( Ι, ΙV 6 – 7) κ.α. αναφέρουν ότι οι Αχαιοί, οι Δωριείς και οι Πελασγοί της
Κρήτης δεν είχαν πάει στο νησί ως κατακτητές, αλλά ως μετανάστες από το Πελασγικό Άργος (= η Θεσσαλία) και
συγκεκριμένα από τη Δωρίδα ή άλλως Εστιώτιδα (= οι πλαγιές της Όσας και του Ολύμπου)
μετά από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και πριν από την εποχή του Μίνωα, με
αρχηγό τον Τέκταφο ή Τέκταμο (γιο του Δώρου του Έλληνα και παππού του Μίνωα),
επειδή η Κρήτη είχε τότε μερικώς ερημώσει. Αναφέρουν επίσης ότι ο Αρχηγός των
μεταναστών, ο Τέκταμος, παντρεύτηκε την
κόρη του βασιλιά των ντόπιων, γινόμενος αυτός στο εξής βασιλιάς όλου του
νησιού. Ακολούθως
στα τρωικά όσες φυλές, εντός και εκτός Κρήτης, πήγαν με το μέρος των Μυκηναίων
στον πόλεμο της Τροίας ονομάστηκαν Έλληνες. Στο πόλεμο αυτό οι Κρήτες με αρχηγό τον εγγονό του Μίνωα
πήγαν με το μέρος των Μυκηναίων και έτσι και οι Κρήτες ονομάστηκαν Έλληνες:
«Είναι εμφανές ότι Ετεοκρήτες και Κύδωνες
είναι αυτόχθονες, ενώ οι άλλοι Επήλυδες. Ο Άνδρων λέει ότι οι Επήλυδες Κρήτες
ήρθαν από τη Θεσσαλία, από την περιοχή που παλιά λεγόταν Δωρίδα και σήμερα Εσταιώτιδα. (Στράβων, Ι, ΙV 6 – 7)
«Ο Τέκταμος του Δώρου, του γιου του Έλληνα
που ήταν γιος του Δευκαλίωνα, κατέπλευσε στην Κρήτη μαζί με Αιολείς και
Πελασγούς κι έγινε βασιλιάς του νησιού, παντρεύτηκε την κόρη του Κρηθέα κι
απόκτησε τον Αστέριο..». (Διόδωρος, βίβλος 4, 60)
«Δώρων: και οι Κρήτες Δωριείς
εκαλούντο. «Δωριέες τε τριχάικες, δίοι τε Πελασγοί (od. XIX,177). Περί ων
ιστορεί Ανδρων, Κρητός εν τη νήσω βασιλεύοντος, Τέκταφον τον Δώρου του Έλληνος,
ορμήσαντα εκ της εν Θετταλία τότε μεν Δωρίδος, νυν δε Ιστιαιώτιδα καλουμένης,
αφίκεσθαι εις Κρήτην μετά Δωριέων τε και Αχαιών και Πελασγών, των ουκ απαράντων
εις Τυρρηνίαν»> (Στ. Βυζάντιος)
«Σύμφωνα με την ιστορία των Πραισίων, όταν
ερημώθηκε η Κρήτη, άνθρωποι διαφόρων εθνικοτήτων, αλλά κυρίως Έλληνες ήρθαν και
εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη. Έπειτα στην Τρίτη γενιά μετά το θάνατο του Μίνωα, ξέσπασε
ο Τρωικός πόλεμος.….» (Ηροδότου Ιστορία Ζ , 169 - 171)
4) Αν η Κρήτη είχε καταστραφεί από
παλιρροϊκά κύματα, πυρκαγιές κλπ θα βλέπαμε θαλασσινά στοιχεία (φύκια, άμμο,
όστρακα, ψόφια ψάρια κ.τ.λ.) να βρίσκονται
στα μινωικά ανάκτορα, στις πεδιάδες και τα βουνά της Κρήτης. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν είδαν οι αρχαιολόγοι Evans,
Καλοκαιρινός κ.α.
5) Οι υπολογισμοί του Μαρινάτου είναι
λανθασμένοι. Ο Μαρινάτος υπολογίζει ότι η Κρήτη καταστράφηκε από την έκρηξη του
ηφαιστείου της θήρας, που κατ’ αυτόν έγινε το 1450 π.Χ., επειδή σε αρχαία
υπόγεια αποθήκη στην Αμνισό της Κρήτης βρέθηκε κίσηρη (= η ελαφρόπετρα που δημιουργούν τα ηφαίστεια) και συνάμα οι αρχαιολογικές
ανασκαφές δείχνουν ότι την εποχή αυτή
παρατηρείται αφενός αλλαγή της Γραμμικής
Γραφής Α’ σε Γραμμική Β’, μια γραφή που είναι όμοια με τη Μυκηναϊκή, και
αφετέρου ανοικοδόμηση των ανακτόρων της Κνωσού και στην οικοδόμηση αυτή
περιλαμβάνονται και μη κρητικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Ωστόσο η υπόθεση αυτή
είναι λάθος, γιατί πέρα των όσων είπαμε πιο πριν: α) Η κίσηρη που βρέθηκε στην
Κρήτη ήταν μέσα σε αποθήκη και όχι διάσπαρτη
στις παραλίες, στα βουνά και τις πεδιάδες. Επομένως η κίσηρη αυτή ήρθε στην
Κρήτη με πλοίο για εμπορικούς ή άλλους
λόγους. β) Μια ανοικοδόμηση ανακτόρων δε
γίνεται μόνο ύστερα από μια έκρηξη ηφαιστείου, αλλά και ύστερα από σεισμό, φθορά χρόνου, πυρκαγιά κ.α. γ) Ο
Λαβύρινθος και τα ανάκτορα της Κνωσού δεν κτίστηκαν από Κρήτα αρχιτέκτονα, αλλά
από τον εξόριστο Αθηναίο Δαίδαλο, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, επομένως
γι αυτό και τα ανάκτορα της Κνωσού φέρουν και μη κρητικά αρχιτεκτονικά
στοιχεία. δ) Η γραφή ενός λαού δεν
αλλάζει μόνο μετά από την κατάκτησή του από άλλο, αλλά και ύστερα και από την
κατάργηση της ή με την επινόηση κάποιας
άλλης πιο εύκολης.
6) Αν η Κρήτη είχε καταστραφεί το 1450
π.Χ., το γεγονός είναι πολύ σημαντικό και
το Πάριο χρονικό (= οι μαρμάρινες πλάκες στις οποίες οι αρχαίοι έγραφαν τα
σημαντικότερα πρόσωπα και γεγονότα) ή κάποιος από τους αρχαίους συγγραφείς θα
το ανέφερε, αφού αναφέρουν γεγονότα που αφενός είναι παλαιότερα από τη χρονολογία
αυτή και αφετέρου λιγότερο ενδιαφέροντα.
7) Όταν ο Μαρινάτος δημοσίευσε τη μελέτη του,
σχετικά με τη θεωρεία του για την έκρηξη και την καταστροφή της Κρήτης από την
έκρηξη του ηφαίστειου της Θήρας, στο αγγλικό περιοδικό Antiquity το 1939, οι
ξένοι αρχαιολόγοι του είπαν ότι η μελέτη του είναι με ανεπαρκή στοιχεία.
8) Τα
ανάκτορα και οι αρχαίες πόλεις της Κρήτης έχουν καταστροφική εικόνα όχι γιατί
καταστράφηκαν απο την έκρηξη του ηφαίστειου της Θήρας, αλλά γιατί λεηλατήθηκαν
και πυρπολήθηκαν αρχικά από τους
Ρωμαίους και οριστικά από τους Άραβες Σαρακηνούς. Επίσης είχαν καταστραφεί και
από πυρκαγιά και πολύ παλιότερα, επί εποχής γραμμικής γραφής, η οποία έψησε
μερικές από τις πινακίδες πηλού με γραμμική γραφή και γι αυτό σώθηκαν, όμως
μετά ανοικοδομήθηκαν (τα ανάκτορα) και πάλι.
9) Ο Πλάτωνας (Νόμοι, Μίνως), ο Αριστοτέλης
(Πολιτικά Β, 1271, 10), ο Πλούταρχος (Σόλων, Λυκούργος), ο Διογένης Λαέρτιος
(Επιμενίδης.), ο Διονύσιος Αλικαρνασεύς (Ρωμαϊκή Αρχαιολογία) κ.α., αναφέρουν
ότι η Κρητική Πολιτεία, οι θεσμοί,. Ο πολιτισμός που δημιούργησε ο Μίνωας με
τον αδελφό του Ραδάμανθυ δεν αφανίστηκ, αλλά αντιγράφτηκε πρώτα από τους
Σπαρτιάτες με το Λυκούργο και τη βοήθεια του Κρητικού νομοθέτη Θάλητα, μετά από
τους Αθηναίους με το Σόλωνα και τη βοήθεια του Κρητικού σοφού και χρησμολόγου
Επιμενίδη και μετά από τους Ρωμαίους με το Νόμα και έτσι ευημέρησαν – εκπολιτίστηκαν και αυτροί.
10) Η καταστροφή της Κνωσό δεν έγινε από
την έκρηξη του ηφαίστειου της Θήρας,
αλλά από τους Άραβες Σαρακηνούς, οι οποίοι
λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τις κρητικές πόλεις, όταν κατέλαβαν την
Κρήτη.
ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΤΗΣ ΘΗΡΑ, 2700 - 1450
Π.Χ. |
|||||||
|
Κορίτσι Θήρας.
Φορά κοντομάνικη ζακέτα, φούστα /ζιπ κιλότα, ζώνη μέσης, περιβραχιόνια στο
μπράτσο , βραχιόλια στο χέρι και περισφύρια στα πόδια, σκουλαρίκια κλπ. |
||||||
|
|
||||||
|
|
Μερικοί
ανθέλληνες ισχυρίζονται ότι οι Μινωίτες δεν ήσαν Έλληνες, αλλά ίδιους έθνους με
τους Κάρες και τους Λέλεγες και συνεπώς ο Μινωικός πολιτισμός δεν ήταν ελληνικός, αφού ο Ηρόδοτος ( Α 172 -173
) αναφέρει ότι αρχικά την Κρήτη την κατείχαν οι βάρβαροι και ο Όμηρος
(Οδύσσεια, ραψωδία τ 178 – 183) ότι οι
Κρήτες μιλούσαν μεμειγμένη γλώσσα. Ωστόσο
και η άποψη αυτή είναι αναληθής, γιατί:
Α) Ο
Ηρόδοτος πράγματι στο εδάφιο Α 172 -173
αναφέρει ότι αρχικά (πριν από το Μίνωα) όλη την Κρήτη την κατείχαν οι
βάρβαροι, όμως αυτό το λέει, επειδή γι αυτόν
(βλέπε εδάφιο Ηρόδοτος Α 56 – 58)
όλοι οι λαοί, ακόμη και οι Έλληνες, ήσαν αρχικά βάρβαροι και λίγο πριν
από την εποχή του Μίνωα αποκόπηκαν οι Δωριείς από τους Πελασγούς ( μέρος των
οποίων ήταν και οι φυλές αυτές που πήγαν στην Κρήτη με αρχηγό τον Τέκταμο,
παππού του Μίνωα) και αποτέλεσαν ξέχωρο έθνος, το Ελληνικό. Στο έθνος αυτό
μετά, συνεχίζει να λέει ο Ηρόδοτος, προσχώρησαν όλοι οι Πελασγοί (οι Ίωνες ή
Αθηναίοι, οι Αιολείς ή Θεσσαλοί κ.α.), καθώς και πολλοί άλλοι βάρβαροι. Έτσι για τον Ηρόδοτο στην Κρήτη πριν από το
Μίνωα υπήρχαν από τη μια οι Δωρείς ή
Έλληνες ( και εκείνων ο βασιλιάς, ο
Αστέριος του Τέκταμου, πήγε στη Φοινίκη
και έκλεψε την πριγκίπισσα Ευρώπη, τη μάνα του Μίνωα) και από την άλλη οι βάρβαροι ακόμη
Ετεοκρήτες, Πελασγοί και Αχαιοί, τους οποίους μετά ένωσε ο Μίνωας σε ενιαίο
σύνολο με τους Δωριείς ή Έλληνες, πρβ: «Και
ψάχνοντας έβρισκε πως ξεχώριζαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι, οι πρώτοι
ανάμεσα στους Δωριείς, οι δεύτεροι ανάμεσα στους Ίωνες. Γιατί αυτά τα έθνη ήσαν
τα πιο γνωστά, όντας τα παλιά χρόνια το
τελευταίο πελασγικό, το πρώτο ελληνικό. Οι Αθηναίοι ποτέ ώς τώρα δεν
ξεσηκώθηκαν από τον τόπο τους, ενώ οι άλλοι ήσαν πολυπλάνητοι. Γιατί όσο
βασίλευε ο Δευκαλίων, κατοικούσαν τη Φθιώτιδα, στα χρόνια πάλι του Δώρου, γιου
του Έλληνος, τη χώρα στις πλαγιές της Όσσας και του Ολύμπου που τη λεν
Ιστιαιώτιδα. Κι αφότου και από την Ιστιαιώτιδα τους ξεσήκωσαν οι Καδμείοι,
κατοικούσαν στην Πίνδο με το όνομα έθνος
Μακεδνόν. Από εκεί πάλι άλλαξαν τόπο και πήγαν στη Δρυοπίδα και από τη
Δρυοπίδα έφτασαν πια εκεί που είναι, δηλαδή στην Πελοπόννησο, και ονομάστηκαν έθνος Δωρικό. …………… Το ελληνικό
έθνος, αφότου φάνηκε, την ίδια πάντα γλώσσα μιλεί — αυτή είναι η πεποίθησή μου·
αφότου όμως ξέκοψε από το πελασγικό, αδύνατο τότε και στην αρχή μικρό, αυξήθηκε
ύστερα και πλήθαινε σε έθνη, καθώς προσχώρησαν σ᾽ αυτό κυρίως οι Πελασγοί, αλλά και πολλά άλλα βαρβαρικά φύλα. Τέλος είμαι της γνώμης ότι το
Πελασγικό έθνος πρωτύτερα και εφόσον ήταν βαρβαρικό, ποτέ δε γνώρισε μεγάλη δύναμη.
(Ηρόδοτος Α, 56- 58)
Β) Ο
Όμηρος (Οδύσσεια, ραψωδία τ 178 – 183 )
δεν αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Κρήτης
μιλούσαν ξένη ή μη ελληνική γλώσσα, αλλά «μεμειγμένη γλώσσα», δηλ. με λέξεις από πολλές Ελληνικές
διαλέκτους. Και το λέει αυτό, επειδή η Κρήτη από τη μια ήταν ένα ενιαίο κράτος
και από την άλλη αποτελείτο από πολλές φυλές (Ετεοκρήτες, Δωριείς, Αχαιούς,
Πελασγούς και Κύδωνες) που κάθε μια από αυτές είχε τη δική της διάλεκτο, κάτι
που δε συνέβαινε στις άλλες πόλεις-κράτη. Αν δεν ήταν έτσι ή αν κάποιο από τα φύλα της Κρήτης ήταν
βαρβαρικό, ο Όμηρος θα έλεγε ότι το τάδε φύλο είναι βαρβαρόφωνο, όπως λέει π.χ.
για τους Κάρες
Γ) Ο
Όμηρος (Ιλιάδα Β 402 – 405 και Β 645 – 652) αναφέρει ότι στον πόλεμο της Τροίας
όλοι οι άνδρες των πόλεων της Κρήτης (Κνωσού,
Γόρτυνας, Λύκτου, Λύκαστου κλπ) αφενός ήσαν με το μέρος των Αχαιών ή Αργείων ή
Δαναών ή Πανελλήνων και αφετέρου είχαν αρχηγό τον ο Ιδομενέα, που ήταν εγγονός
του Μίνωα και ένας από τους Γενικούς αρχηγούς όλων των Αχαιών ή Αργείων ή Δαναών
ή Πανελλήνων: «…δε γέροντας αριστήας
Παναχαιών, Νέστορα μεν πρώτιστα και Ιδομενέα άνακτα…» (Ιλιάδα, Β 402 – 405).
Επομένως ο Μίνωας και οι κάτοικοι της Κρήτης επί Μίνωα (Ετεοκρήτες, Κύδωνες κλπ) ήταν μέρος των Αχαιών ή Αργείων ή Δαναών ή Πανελλήνων,
άρα Έλληνες,πρβ: «Ο θαυμαστός στο δόρυ Ιδομενέας ήταν αρχηγός των Κρητών, οι
άντρες της Κνωσού, της Γόρτυνας με τα τείχη, της Λύκτου, της Μιλήτου, της
ασπροχώματης Λύκαστου, της Φαιστού και του Ρύτιου, πόλεις καλοκτισμένες, που
κατοικούν στην Κρήτη με τις 100 πόλεις. Όλοι αυτοί είχαν αρχηγό τον Ιδομενέα,
ικανό στο δόρυ και τον Μηριόνη, τον ισότιμο του ανδροφονιά Ευαλιου, έφεραν μαζί
τους 80 μαύρα καράβια» (Ιλιάδα Β 645 – 652)
Πέραν
αυτών ο Διονύσιος Αλικαρνασευς (Λόγος Β LXI 1-2), ο Ηρόδοτος (Γ 121), ο Διόδωρος Σικελιώτης
(1, 94 και 5, 54 και 78-79), ο Πλάτωνας (Μίνως 318 – 321), ο Απολλόδωρος
κ.α. λένε ξεκάθαρα ότι ο Μίνωας και οι
Μινωίτες ήσαν Έλληνες, πρβ:
«Οι δε τα μυθώδη πάντα περιαιρούντες εκ της
ιστορίας πεπλάσθαι φασίν υπό του Νόμα τον περί της Ηγερίας λόγον, ίνα ράον αυτώ
προσέχωσιν οι τα θεία δεδιότες και προθύμως δέχωνται τούς υπ´ αυτού τιθεμένους
νόμους, ως παρά θεών κομιζομένους. Λαβείν δε αυτόν την τούτων μίμησιν αποφαίνουσιν εκ των Ελληνικών παραδειγμάτων ζηλωτήν γενόμενον
της τε Μίνω του Κρητός και της Λυκούργου του Λακεδαιμονίου
σοφίας.. (ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΕΩΣ ΡΩΜΑΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Λόγος Β’ LXI. 1-2)
«Ο Μίνωας, που ήταν ο μεγαλύτερος των αδελφών,
έγινε βασιλιάς του νησιού και ίδρυσε σ’ αυτό αρκετές πόλεις, με γνωστότερες την
Κνωσό, Φαιστό και Κυδωνία. Ο ίδιος θέσπισε και αρκετούς νόμους για τους Κρήτες,
προσποιούμενος ότι τους έλαβε από τον πατέρα του το Δία με τον οποίο
συνομιλούσε μέσα σε κάποια σπηλιά. Απέκτησε, επίσης, μεγάλη ναυτική δύναμη,
κυρίευσε τα περισσότερα νησιά κι έγινε ο
πρώτος Έλληνας θαλασσοκράτορας…«Κτήσασθαι δε (Μίνωα) και δύναμιν ναυτικήν
μεγάλην και των νήσων τας πλείστας καταστρέψασθαι και πρώτον των Ελλήνων
θαλαττοκρατήσαι» (Διόδωρος Σικελιώτης 5,
78 και 79)
«Ούτος
(ο Μίνωας) πρώτος των Ελλήνων ναυτικήν δύναμιν αξιόλογον συστησάμενος
εθαλασσοκράτησε» (Διόδωρος βίβλος IV, 60,3)
«Της Καρπάθου πρώτοι κάτοικοι ήσαν κάποιοι από
εκείνους που εκστράτευσαν μαζί με το Μίνωα, την εποχή που έγινε ο πρώτος Έλληνας θαλασσοκράτορας… «Την δε Κάρπαθον
πρώτοι μεν ώκησαν των μετά Μίνω τινές συστρατευσάντων, καθ’ όν χρόνο εθαλασσοκράτησε
πρώτος των Ελλήνων» (Διόδωρος Σικελιώτης, 5 54)
«Ο Πολυκράτης είναι ο πρώτος που ξέρουμε από τους Έλληνες, ο οποίος έβαλε στο νου του
να κυριαρχήσει στη θάλασσα, εκτός από το Μίνωα από την Κνωσό και από κανένα
άλλο ίσως που κυριάρχησε στη θάλασσα πριν από εκείνον» (Ηρόδοτος Γ 121)
«Πρώτος,
λένε, που έπεισε το λαό να χρησιμοποιεί γραπτούς νόμους ήταν ο Μνεύης. Αυτός
λοιπόν προσποιήθηκε πως του έδωσε τους νόμους ο Ερμής, με τη διαβεβαίωση πως θα
φέρουν μεγάλα καλά στη ζωή των ανθρώπων, όπως
ακριβώς έκανε, λένε, στους Έλληνες ο Μίνωας στην Κρήτη και ο Λυκούργος στους
Λακεδαιμονίους, που ο ένας είπε ότι πήρε τους νόμους από το Δία και ο άλλος
από τον Απόλλωνα…. «καθάπερ πάρ Έλλησι ποιήσαι φασίν εν μεν την Κρήτη Μίνωα,
παρά δε Λακεδαιμονίοις Λυκούργον, του μεν παρά Διός, τον δε παρ’ Απόλλωνος
φήσαντα τούτους παρ ειληφέναι…» (Διόδωρος Σικελιώτης, Βίβλος 1, 94)
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αυτοί
λοιπόν, οι Κρήτες, έχουν τους πιο παλιούς νόμους απ’ όλους τους Έλληνες; («Ουκούν
ούτοι, οι Κρήτες, παλαιοτάτοις νόμοις χρώνται των Ελλήνων»)
ΕΤΑΙΡΟΣ:
Ναι.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ξέρεις
ποιοι ήταν οι άξιοι βασιλείς τους; Ο Μίνωας και ο Ραδάμανθυς, γιοι του Δία και
της Ευρώπης’ δικοί τους είναι οι νόμοι. (Πλάτωνα «Μίνως», 318 b – 321)
Θα ‘πρεπε να πεις: Ξένε, δεν είναι τυχαίο
που οι νόμοι της Κρήτης έχουν τόσο
μεγάλη φήμη σε ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο. (Ω ξένε, εχρην ειπειν,
οι Κρητών νόμοι ουκ εισίν μάτην διαφερόντως εν πάσιν ευδόκιμοι τοις Έλλησιν)
Είναι νόμοι δίκαιοι, που προσφέρουν ευτυχία σε όσους τους ακολουθούν, Δίνουν
δηλαδή όλα τα αγαθά, τα οποία ανήκουν σε δυο κατηγορίες, ανθρώπινα και θεία.…
(Πλάτωνα, Νόμοι, 625 - 631)
Σημειώνεται ότι:
1) Ο
Παυσανίας αποκαλεί το Μίνωα άρχοντα της Ελληνικής
θάλασσας ( = το Αιγαίο ή σωστότερα το Αρχιπέλαγος ) και τον εγγονό του, τον
Ιδομενέα, Αχαιό και Έλληνα, όταν
περιγράφει τα αφιερώματα στο ναό της Ολυμπίας, πρβ:
«Υπάρχουν κοινά αφιερώματα όλων των Αχαιών
(στο ναό της Ολυμπίας) και παριστάνουν όλους αυτούς που πήραν μέρος στην
κλήρωση για τη μονομαχία με τον Έκτορα, όταν
αυτός προκάλεσε όποιον Έλληνα ήθελε να συμμετάσχει μαζί του. Είναι στημένα
κοντά στο μεγάλο ναό …. Και απέναντι σε απ αυτά, σε διαφορετικό βάθρο,
βρίσκεται ο ανδριάντας του Νέστορα… Εκείνος με τον πετεινό στην ασπίδα είναι ο Ιδομενέας, απόγονος του
Μίνωα.(Παυσανίας Ηλιακά Α 25, 8-9)
«Και
τούτου οι Κρήτες τον ταύρον ες την γην πέμψαι σφίσι Ποσειδώνα φασίν ότι Θαλάσσης άρχων Μίνως της Ελληνικής
ουδενός Ποσειδώνα ήγεν άλλου Θεού μάλλον εν τιμή, κομιθέναι μεν δη ταύρον
τούτον φασιν ες Πελοπόννησον εκ Κρήτης και Ηρακλέι των δώδεκα καλουμένων…. »..
(Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, «Αττικά,
27,7),
2) Ο
Αριστοτέλης (Πολιτικά 1, 1271, 10) λέει
ότι η Κρήτη ήταν επόμενο, προορισμένο να κυριαρχήσει στους Έλληνες,
επειδή βρίσκεται σε ευνοϊκή θέση, σε μια θάλασσα που στις τριγύρω παραλίες της
έχουν εγκατασταθεί όλοι οι Έλληνες και
επομένως, θέλει να πει ο Αριστοτέλης, οι
Έλληνες βοήθησαν τους Κρήτες και το Μίνωα ως Έλληνες να αναπτυχθεί και
συνάμα να κατακτήσει και βαρβαρικά μέρη:
«Φαίνεται ότι η Κρήτη ήταν προορισμένη να κυριαρχήσει στους
Έλληνες χάρη στην ευνοϊκή της θέση, γιατί βρίσκεται σε θάλασσα που στα παράλιά
της έχουν εγκατασταθεί σχεδόν όλοι Έλληνες. Η απόσταση από την Πελοπόννησο είναι
μικρή, όπως και από την Ασιατική παραλία γύρω από το Τριόπιο και τη Ρόδο. ΄Ετσι
ο Μίνωας έγινε θαλασσοκράτορας’ άλλα νησιά τα κατάκτησε και σε άλλα εγκατέστησε
αποίκους από την Κρήτη, τέλος εκστρατεύοντας στην Σικελία πέθανε εκεί κοντά
στην Καμικο».( Αριστοτέλης Πολιτικά Β, 1271, 10) = σε αρχαία ελληνικά: «δοκεί δ η νήσος και προς την αρχήν την Ελληνικήν πεφυκέναι και
κείσθαι καλως, πάσῃ γαρ επίκειται τῃ θαλάττῃ, σχεδόν των Ελλήνων ιδρυμένων περί την θάλατταν πάντων’ απέχει γαρ τη με της Πελοποννήσου μικρόν, τη δε της Ασίας του περί Τριόπιον τόπου και Ρόδου, διο και την της θαλάττης αρχήν κατέσχεν ο Μίνως,
και τας νήσους τας μεν εχειρώσατο τας δ’ ώκισεν, τέλος επιθέμενος τη Σικελία
τον βίον ετελεύτησεν εκεί περί Καμικόν…» (Αριστοτέλους Πολιτικά Β 1271, 10),
3) Ο
Διόδωρος (5,80) αναφέρει καθαρά ότι και οι Ετεοκρήτες ήσαν Έλληνες και όχι
βάρβαροι, πρβ . «τέταρτο γένος που ανακατεύθηκε με τους κατοίκους της Κρήτης:
Ετεόκρητες, Πελασγούς και Δωριείς-Αχαιούς
ήταν, λένε, ένα συνονθύλευμα βαρβάρων που με τα χρόνια εξομοιώθηκαν στη
γλώσσα με τους Έλληνες κατοίκους». Αν οι
Ετεοκρήτες δεν ήταν Έλληνες, ο Διόδωρος δε θα έλεγε ότι ο Μίνωας ένωσε τους
Ετεοκρήτες, Κύδωνες, Δωριείς και Αχαιούς μαζί με ένα συνονθύλευμα βαρβάρων σε
ενιαίο σύνολο.
4) Πριν
από τον Τρωικό πόλεμο , σύμφωνα με το Θουκυδίδη (Α, 2 -9), δεν υπήρχαν σύνορα,
καθώς και Έλληνες και βάρβαροι παρά μόνο διάφορα μεταναστευτικά φυλά με
μεγαλύτερο τους Πελασγούς. Μετά τα
Τρωικά όσοι είχαν πάει με το στρατόπεδο των Αχαιών , όπως οι Κρήτες, οι
Σπαρτιάτες κλπ , ονομάστηκαν Έλληνες και όσοι με τους Τρωες ονομαστήκαν
Βάρβαροι. Ο Ηρόδοτος, ο Πλάτωνας (Μενέξενος), ο Ισοκράτης
(Παναθηναϊκός, Ελένης Εγκόσμιο κ.α.) κ.α. αναφέρουν ότι βαρβαρικής καταγωγής
απ΄ όσους έμεναν στην Ελλάδα πριν από τον Τρωικό πόλεμο ήσαν μόνο οι Δαναοί και
οι Καδμείοι ή Θηβαίοι (οι οποίοι είχαν έρθει λέει στην Ελλάδα από την Αίγυπτο ), καθώς και οι Πέλοπες, που είχαν έρθει λέει στην Ελλάδα
από τη Φρυγία.
5) Η
μόνη διαφορά που είχαν οι Ετεοκρήτες από τους Δωριείς και Αχαιούς ήταν ότι οι
πρώτοι ήσαν αυτόχθονες στην Κρήτη και οι άλλοι επήλυδες, δηλαδή είχαν πάει το νησί από τη Θεσσαλία μετά από τους Ετεόκρητες. Κάτι όπως είχε
συμβεί και με τους Δωριείς Σπαρτιάτες, που και αυτοί είχαν πάει στην Πελοπόννησο από τη Δωρίδα,
και τους ντόπιους. Σύμφωνα με τον Όμηρο στην Κρήτη ζούσαν Ετεόκρητες, Κύδωνες,
Αχαιοί, Πελασγοί και Δωριείς, που σύμφωνα με τους άλλους αρχαίους συγγραφείς
(Ηρόδοτο, Διόδωρο, Στράβωνα κ.α.) οι Ετεόκρητες ήσαν αυτόχονες (απόγονοι των
Ιδαίων Δάκτυλων ή Κουρητών), ενώ οι άλλοι μετανάστες. Μετά τον κατακλυσμό του
Δευκαλίωνα, λένε, επειδή η Κρήτη ερήμωσε κατά πολύ, έφυγαν από το Πελασγικό
Άργος = η Θεσσαλία) μερικές φυλές Αχαιών, Πελασγών και Δωριέων με αρχηγό τον
Τέκταμο (παππούς του Μίνωα και γιος του Δώρου του Έλληνα) και πήγαν και
κατοίκησαν στο νησί, επειδή η Θεσσαλία είχε καταστραφεί από τον εν λόγω
κατακλυσμό. Στη συνέχεια και όταν έγινε βασιλιάς των Δωριέων ο Μίνωας ένωσε σε
ενιαίο σύνολο όλα τα φύλα του νησιού. Μάλιστα, όταν πήγαν οι Αχαιοί, οι Δωριείς
και οι Πελασγοί της Κρήτης στο νησί και
βρήκαν εκεί τους Ετεόκρητες δεν υπήρχε
ακόμη ο διαχωρισμός σε «Έλληνες» και «βάρβαρους», αφού αυτό έγινε μετά τα
τρωικά, σύμφωνα με τους Θουκυδίδη (Α, 3 -9), Ηρόδοτο (Α 54 – 57 κ.α.), Ησίοδο
(Κατάλογος γυναικών) κ.α.
6) Το
ότι ο Μίνωας και οι Κρήτες επί Μίνωα
ήσαν Έλληνες φαίνεται και από το ότι: α) Ο Μίνωας αναφέρεται μόνο στην
Ελληνική μυθολογία, β) Ο Μίνωας και ο Ραδάμανθυς έγιναν κριτές του Άδη των
Ελλήνων. γ) Οι αρχαίοι Κρήτες αφενός λάμβαναν μέρος στους Αγώνες των άλλων
Ελλήνων και αφετέρου φέρονται ως ιδρυτές των Ολυμπιακών Αγώνων. Σύμφωνα με τον
Παυσανία (Ηλιακά) οι πρώτοι που αγωνίστηκαν στην Ολυμπία και αυτοί που ίδρυσαν
τους Ολυμπιακούς Αγώνες ήσαν ο Κρηταγενή Δίας και ο Ιδαίος Ηρακλής. Μετά ένας απόγονος του Ιδαίου Ηρακλή, ο
Κλύμενος, ήρθε από την Κρήτη και
καθιέρωσε τους αγώνες στην Ολυμπία και ίδρυσε βωμό προς τιμή του προγόνου του
Ηρακλή και όλων των Κουρητών, δίνοντας στον Ηρακλή την επωνυμία Παραστάτης. Ο
Παυσανίας λέει ακόμη ότι ο Κλύμενος ίδρυσε και ιερό στην Ολυμπία για την
Κυδωνία Αθηνά (Παυσανίας Ηλιακά Β, 7,6 κ.α.) και Κρητικοί Ολυμπιονίκες ήσαν οι:
Εργοτέλης, Σωτάδης, Φιλωνίδης κ.α
Σύμφωνα
με τον κατάλογο των Ολυμπιονικών και τον Παυσανία (Ηλιακά), Κρήτες Ολυμπιονίκες
ήσαν οι εξής: Διόγνητος, Πυγμαχία, 488 π.Χ., Εργοτέλης ο Φιλάνωρος,
Δόλιχος, 464 π.Χ., Εργοτέλης ο Φιλάνωρ,
Δόλιχος, 472 π.Χ., Ικαδίων,
Στάδιο παίδων, 456 π.Χ.,
Αιγείδας, Δόλιχος, 448 π.Χ., , …..ώνιος, Δόλιχος, 396 π.Χ., Σωτάδης,
Δόλιχος, 99η Ολυμπιάδα 384 π.Χ. , Φιλωνίδης ο Χερσονήσιος, Πώρος ο Μάλιος, 56
π.Χ., Δάμας ή Δαμασίας ο Κυδωνιάτης, Στάδιο, 25 μ.Χ., Σατορνίλος Γορτύνιος,
στάδιον, 209 μ.Χ. κ.α.
Σύμφωνα
με τον Απολλόδωρο, ο γιος του Μίνωα, ο Ανδεόγεω, έλαβε μέρος στα Παναθήναια και
ενώ πήγαινε να λάβει μέρος σε αγώνες των
Θηβαίων, δολοφονήθηκε από τους Αθηναίους από φθόνο, πρβ: «αυτός δε ήκεν
εις Αθήνας, και τον των Παναθηναίων αγώνα επετέλει, εν ω ο Μίνωος παις
Ανδρόγεως ενίκησε πάντας. τούτον Αιγευς επι τον Μαραθώνιον έπεμψε ταύρον, υφ’
ου διεφθάρη. ένιοι δε αυτόν λέγουσι πορευόμενον εις Θήβας επί τον Λαϊου Αγώνα
προς των αγωνιστών ενεδρευθέντα δια φθόνον απολέσθαι..» (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη Β και Γ).
Η καλούμενη «Παριζιάνα» (Τοιχογραφία
Κνωσού, 1500-1450 π.Χ.) |
Το ότι οι Μινωίτες είχαν δημιουργήσει τον πρώτο
αξιόλογο πολιτισμό είναι κάτι που προκύπτει
και από τα ενδύματα που φορούσαν.
Ανατρέχοντας στις αρχαίες τοιχογραφίες και τα αρχαία ειδώλια που έχουν
βρεθεί τόσο στην αρχαία Ελλάδα (Κνωσό, Σπάρτη, Αθήνα, Μακεδονία κλπ), όσο και
στην αρχαία Αίγυπτο, αρχαία Μεσοποταμία κλπ βλέπουμε ότι οι Μινωίτες είναι οι πρώτοι στον
κόσμο που που έκοψαν και έραψαν ρούχα
στα μέτρα του χρήστη (οι καμπύλες και οι γραμμές των μινωικών ενδυμάτων ταιριάζουν αρμονικά με αυτές του σώματος του
χρήστη) και που είχα ήδη από το 2000-1500 π.Χ.
διαφορετικά ενδύματα για τους άντρες, τις γυναίκες, τους ιερείς κλπ, άρα
εοι Μινωίτες είναι αυτοί που βρήκαν πρώτοι την ενδυμασία με την κοπτοραπτική
και τη μόδα. Βλέπουμε δηλαδή ότι οι Μινωίτες είχαν πολυσύνθετο πολιτισμό και μάλιστα πιο
προηγμένο όχι μόνο απ΄ό,τι είχαν οι προηγούμενες κοινωνίες στην Αίγυπτο, στη
Μεσοποταμία κ.α., αλλά και από ό, τι είχαν οι κοινωνίες που ακολούθησαν στην
Ελλάδα, στην Ιταλία κλπ., αφού
φαίνεται να φορούν μια ποικιλία ενδυμάτων, που είναι όχι μόνο πολυτελή, αλλά και κομψά και
σύνθετα, δηλαδή κομμένα και ραμμένα στο μέτρα του χρήση), να έχουν κατασκευαστεί με καλλιτεχνικές
γραμμές, με εφαρμογή ταιριαστή στο σώμα
και ανάλογα με το τι άλλα ρούχα φορά ο χρήστης.
<<..Να
ασκούν (οι νέοι της Κρήτης) επίσης την τοξοβολία και τον ένοπλο χορό, που βρήκαν
πρώτοι και έδειξαν οι Κουρήτες και ο οποίος έπειτα ονομάστηκε πυρρίχη από το
όνομα αυτού που τον οργάνωσε. Έτσι το παιγνίδι δεν ήταν άσχετο με πράξη χρήσιμη
στον πόλεμο. Επίσης στα τραγούδια τους χρησιμοποιούν Κρητικούς ρυθμούς που
είναι πολύ γρήγοροι και τους βρήκε ο Θάλης. Ορίστηκε επίσης να φοράνε στρατιωτικά ρούχα και υποδήματα. Τα όπλα
εξάλλου θεωρούνται τα καλύτερα δώρα.>>(ΣΤΡΑΒΩΝΑ, ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ Ι, ΙV 16)
Τα εν
λόγω μινωικά ενδύματα δε γνωρίζουμε το πως ακριβώς ονομάζονταν τότε, όμως είναι
είναι ίδια και πασιφανές ότι από αυτά κατάγονται εκείνα που σήμερα ονομάζονται:
φούστα, φουστάνι, ζακέτα, σαλβάρι, σορτς, τήβεννος, ρόμπα, σανδάλια, μπότες,
ζώνη κλπ.
Και
το ότι οι Μινωίτες ήταν οι πρώτοι που επινόησαν την τέχνη της υφαντικής, τον
αργαλειό, αλλά και της κοπτοραπτικής πιστοποιείται και από το ότι ο Διόδωρος
Σικελιώτης (5.72-77) αναφέρει ότι εκείνος (εκείνη) που βρήκε την υφαντική
τέχνη, τον αργαλειό και την ενδυμασία, ήταν η Αθηνά, η μετά θάνατο ανακηρυχθείσα
θεά Εργάνη, στην Κρήτη.
Σημειωτέον
ότι οι υπόλοιποι Έλληνες (Αθηναίοι, Σπαρτιάτες κλπ) , καθώς και οι Ρωμαίοι κλπ επί εποχής των Μινωιτών, καθώς και για
πολλά πολλά χρόνια μετά από την καλούμενη Μινωική Αυτοκρατορία και Θαλασσοκρατορία
(Μινωικό Πολιτισμό) φορούσαν ρούχα που ήταν κάτι όπως τα σημερινά
κλινοσκεπάσματα (τις κουβέρτες) και που το λεπτό λεγόταν χιτώνας και το χοντρό
χλαμύδα ή μανδύας,
Η
μινωική γυναικεία ενδυμασία, όπως προκύπτει από την περιγραφή του Ομήρου
(Ιλιάδα, Σ), καθώς και τις τοιχογραφίες και τα ειδώλια που έχουν βρεθεί στην Κνωσό,
Θήρα κλπ, αποτελούνταν τουλάχιστον από τα εξής , μάλλινα ή λινά, ενδύματα:
Οι διάφορες φούστες, οι
οποίες ήσαν όπως ακριβώς οι σημερινές,
δηλαδή είτε ποδήρεις είτε έως το μέσο
της κνήμης είτε έως το γόνατο κλπ. οι φούστες αυτές διέθεταν πιέτες, σιρίτια, γαρνιτούρες και φραμπαλάδες.
Υπήρχαν επίσης πολυεπίπεδες φούστες, φούστες σε σχήμα
καμπάνας και φούστες ως τα σημερινά κρινολίνο, δηλαδή με μια σειρά οριζόντιων βολάν, που
διευρύνονται βαθμιαία μέχρι να φθάσουν στο έδαφος.
Τα διάφορα περικόρμια ,
που ήταν κάτι όπως τα κατοπινά κοντόχια ή κοντογούνια και οι ζακέτες. Τα μινωικά
περικόρμια ήταν συνήθως κοντομάνικα, εφαρμοστά και ανοικτά από μπροστά. Συνάμα περιείχαν μηχανισμό ανόρθωσης
του στήθους, απ΄ όπου προήλθε το σουτιέν (γαλλικά) ή στηθόδεσμος (ελληνικά) (βλέπε π.χ. την καλούμενη
“lady of sports”, τις καλούμενες θεές
των όφεων κ.α.). Απλά ο μινωικός άφηνε ακάλυπτες τις θηλές των μαστών
Το προστήθιο, το
οποίο ήταν ύφασμα είτε αδιαφανές είτε αραχνούφαντο που κάλυπτε τα στήθη, το
μέρος που άφηνε η τραχηλιά ή το μπροστινό μέρος του πανωκόρμιου, αν απαιτείτο και το οποίο στηρίζονταν με κορδόνια
στο λαιμό ( βλέπε π.χ. αυτό στην
καλούμενη «παριζιάνα»).
Η ζώνη, η οποία ήταν όπως αυτή
της σημερινής κρητικής παραδοσιακής φορεσιάς, δηλαδή μακριά, φαρδιά και πλούσια διακοσμημένη. Δενόταν φουσκωτά ή επίπεδα
γύρω από τη μέση και σφικτά, για να την
τονίζει.
Η ποδιά, η οποία αφενός ήταν
είτε μονή είτε διπλή (μπρος πίσω) και αφετέρου έμπαινε πάνω από τη φούστα και
δενόταν στη μέση με βαστάγια. Η μονή ήταν όμοια με αυτή της κρητικής
παραδοσιακής φορεσιάς. Η διπλή ήταν δυο ποδιές ενωμένες στη μέση και που η μία
έμπαινε μπροστά και η ’άλλη πίσω ως ουρά και προστάτευε τη φούστα στα
καθίσματα, Η ποδιά ήταν πλούσια
διακοσμημένες με κεντήματα.
Η ανασυρίδα ή αναξυρίδα,
δηλαδή η χαμηλοκάβαλη βράκα ( τουρκικά σαλβάρι και αρχαία ελληνικά ανασυρίδα ή
αναξυρίδα), η οποία ήταν κάτι όπως το
σακί, που απλώς στο κάτω μέρος υπήρχαν δυο τρύπες, για να περνούν τα πόδια.
Το γυναικείο κοντοβράκι, το
οποίο ήταν περισκελίδα όπως τα σήμερα αθλητικά σορτς και που σχηματιζόταν από
τη διπλή μινωική ποδιά ενώνοντας το κέντρο της
πισινής ποδιάς με το κέντρο της μπροστινής με καβάλο (βλέπε π.χ το κοντοβράκι
της καλούμενης «lady of spors» της Κνωσού).
Τοιχογραφία στο ιερό της Κνωσού, 1600 – 1450 μ.Χ., με ιέρειες που φορούν
φούστες και ζακέτες/ ζιπούνια |
Μινωική τελετή θυσίας
με μουσικό να παίζει 7χορδη κιθάρα και
Μινωίτες και μινωίτισες να φορούν εντυπωσιακές
φορεσιές, με κοντομανικο ζιπόνια (ζακέτες, πανωκόρμια), μακρές φούστες κλπ (
Από τη λίθινη σαρκοφάγο Αγ. Τριάδας Κρήτης, 1400 π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο
Ηρακλείου) |
Μινωική τελετή θυσίας με μουσικό που
παίζει αυλό και δυο Μινωίτισες
με εντυπωσιακές τουαλέτες. Με ποδήρη (μάξι) φούστα, με πανωκόρμι ή άλλως κοντογούνι/ ζακέτα
κλπ (Από τη λίθινη σαρκοφάγο Αγ. Τριάδας
Κρήτης, 1400 π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου) |
|
|
||||||
Ειδώλια
από Φαγεντιανή με γητεύτρες όφεων ή άλλως θεές των όφεων. Είναι με δακτυλίδι
μεση, μακρές φούστες, ποδιές, κοντομάνικες ζακέτες που εχουν ενσωματωμένο
σουτιέν, ψιλά καπέλα κλπ (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου Κρήτης). Ο Διόδωρος
αναφέρει ότι «μερικοί, μεταξύ των οποίων και ο Έφορος, ιστορούν
πως οι Ιδαίοι Δάκτυλοι (οι
πρώτοι κάτοικοι της Κρήτης), είχαν γεννηθεί στην Ίδη της Φρυγίας και πως πέρασαν
στην Ευρώπη με το Μύγδονα και καθώς ήταν γητευτές , επιδίδονταν σε ξόρκια,
τις τελετές και τα μυστήρια και ζώντας ένα διάστημα στη Σαμοθράκη εξέπληξαν
σε μεγάλο βαθμό τους εκεί κατοίκους με αποτέλεσμα να γίνει μαθητής
τους ο Ορφέας, ένας άνθρωπος
προικισμένος με ξεχωριστή ικανότητα στην ποίηση και τη μελωδία» (βλέπε
Διόδωρος 5.64,4. Αναφέρει επίσης ότι
όταν οι Ιδαίοι Δακτύλοι ή Κουρήτες ήρθαν στην Κρήτη, η Ρέα, τους παρέδωσε, κρυφά από τον πατέρα
του Κρόνο, το Δία, για να τον αναθρέψουν,
τον οποίο γέννησε στα Ιδαία Όρη της Κρήτης και συγκεκριμένα στο Όρος
Δίκτης της Κρήτης, όπου μετά που μεγάλωσε έκτισε μια πόλη (βλέπε
Διόδωρος 5.70) . Ο Στράβωνας
(Γεωγραφικά,10.ΙΙΙ,19 C 471) αναφέρει ότι κατ’ άλλους οι πρώτοι κάτοικοι της Κρητης ήσαν οι
καλούμενοι Ετεόκρητες ή Ιδαίοι Δάκτυλοι ή Κουρήτες, οι οποίοι κατ’ άλλους
ήταν αυτόχθονες Κρήτες που κάποιοι από αυτούς πήγαν και στη Φρυγία της Ασίας και γι αυτό Ίδη βουνό
υπάρχει και στην Κρήτη και στην Ασία και κατ’ άλλους ήταν στην καταγωγή
Φρύγες. Αναφερει επίσης ότι οι Φρύγες
ήσαν Θρακικής καταγωγής και κάποιοι
από αυτωούς είχαν έρθει στην Κρήτη συνοδεύοντας τη Ρέα προκειμένου να την
επικουρήσουν στη γέννηση του Δία και μετά έμειναν εκεί και την πρώτη πόλη που
έκτισαν ήταν η πόλη Ιεράπυτνα. |
|||||||
Χάλκινο αγαλματίδιο από τη Φαιστό με Μινωίτισσα που φορά καπέλο και
συνάμα είναι σε σταση προσευχής- λατρείας, 2000 - 1400 π.Χ. |
Χάλκινο ομοίωμα κοριτσιού, 1600-1500 π.Χ. σε στάση
προσευχής –παράκλησης (Cleveland Museum of Art). Φορά μακρά φούστα (φουρό) ,
ζώνη, ζακέτα κοντομάνικη ανοιχτή στο μπροστινό
μέρος, σκουλαρίκια, βραχιόλια, κολιέ. |
||||||
|
|
||||||
|
|
||||||
|
|
||||||
|
|
||||||
Γυναίκα με καπέλο, στέμμα και χέρια σταυρωμένα στο σώμα ως ένδειξη σεβασμού
και της ταπεινότητας μπροστά της θεότητας. Κρήτη, 630-610 π.Χ.. (Κρατική
αρχαιολογική συλλογή Μονάχου) |
ΤΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΜΙΝΩΙΚΑ ΚΑΠΕΛΑ, ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ,
ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΚΛΠ
Στη μινωική Κρήτη τα γυναικεία ενδύματα κατασκευάζονταν
από μια μεγάλη ποικιλία υλικών, όπως από λινό, δέρμα και μαλλί και διακοσμημένα με φωτεινά χρώματα και
μοτίβα, με επίρραπτες ταινίες στα
τελειώματα, φιόγκους, λεπτότατα πέπλα και κοσμήματα από μέταλλο, πέτρα ή
κόκαλο, που ράβονταν επάνω τους.
Τα γυναίκεια μινωικά υποδήματα ήταν τα σανδάλια, που προσαρμόζονταν στο πόδι με
σχετικά ψηλές ταινίες και οι κοντές μπότες. Μέσα στα σπίτια και στα ιερά οι
Μινωίτισες φαίνονται ξυπόλυτες.
Τα κοσμήματα κατασκευάζονταν από ένα
πλήθος υλικών: από χρυσάφι και πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους, όπως άργυρο,
αχάτη, αμέθυστο, κρύσταλλο, ήλεκτρο κ.α., τα περισσότερα των οποίων πρέπει να
ήταν εισαγωγής. Οι σταγονόσχημες, αμυγδαλωτές ή σφαιρικές χάντρες («ψήφοι»)
κατασκευάζονταν από τα παραπάνω υλικά αλλά και από φαγεντιανή και μια γαλάζια
υαλόμαζα, που ως φθηνότερο υλικό μπορούσαν να υποκαταστήσουν το χρυσό.
Οι Μινωίτισσες φορούσαν επίσης πολλών λογιών καπέλα, με ή χωρίς λοφία,
Προφανώς θα υπήρχαν και γυναικεία
πανωφόρια (παλτά) για τους χειμερινούς μήνες, που απλά δεν έχουν απεικονιστεί,
επειδή στις απεικονίσεις και στα αγάλματα τα πρόσωπα φέρονται κυρίως με ελαφρύ ντύσιμο.
Οι Μινωίτισες βάφονταν με καλλυντικά και
επίσης είχαν πολλών λογιών κοσμήματα: περιβραχιόνια (έμπαιναν στο μπράτσο)
περιδέραια (στο λαιμό), βραχιόλια (στον καρπό του χεριού) και περισφύρια (πάνω
από τους αστραγάλους) κ.α.
Οι γυναικείες κομμώσεις ήταν περίτεχνες.
Άλλοτε τα μαλλιά ήταν μαζεμένα σε κότσο και έπεφταν μικρές μπούκλες στο
μέτωπο και στα αυτιά. Άλλοτε οι μακριές και λεπτές μπούκλες («βόστρυχοι»)
στολίζονταν με χάνδρες, «σφηκωτήρες» και περόνες με ένα εξόγκωμα συχνά σε
σχήμα άνθους.
Μινωικό χρυσό δακτυλίδι (Μουσείο Αγίου
Νικολάου) με Μινωίτισες σε στάση προσευχής μπροστά από ιερό. Αφού οι Μινωίτες ζωγράφιζαν και χάραζαν
ανθρώπους, ζώα κλπ τέλεια επάνω ακόμη και σε δακτυλίδια, άρα πρέπει να διέθεταν
και υψηλή τεχνολογία (μεγεθυντικούς φακούς, λεπτά εργαλεία κλπ) |
|
Από
την περιγραφή του Ομήρου (Ιλιάδα, Σ), καθώς και από τις τοιχογραφίες και τα
ειδώλια που έχουν βρεθεί στην Κνωσό, Θήρα κλπ, προκύπτει ότι οι Μινωίτες ήταν πιο λυτοί στην ένδυσή τους
από τις Μινωίτισες, όμως και αυτοί ντυμένοι
με εντυπωσιακά, κομψά και σύνθετα , ο Όμηρος τα χαρακτηρίζει ως
καλογνεμένα και στιλπνά, δηλαδή λαμπρά,
ενδύματα και μάλιστα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα τους, κάτι όπως και
τα σημερινά, κάτι που μέχρι τότε δε
συνέβαινε. πουθενά αλλού, Ειδικότερα τα ανδρικά μινωικά ενδύματα, αποτελούνταν
τουλάχιστον από τα εξής ενδύματα:
Το
ζώμα, που ήταν μια φαρδιά ταινία ως η ζώνη (εξ ου και ζώμα) με κρόσσια και
χάντρες στη μια άκρα και με την οποία τύλιγαν το σώμα από τη μέση και κάτω και
έως τους μηρούς σχηματίζοντας φούστα (βλέπε π.χ. οινοχόους της Κνωσού). Το
ζώμα, που είναι το αρχαιότερο ένδυμα του ανθρώπου, επι μινωικής εποχής φοριόταν
στα γυμνάσια και γυμναστικές επιδείξεις, στο σπίτι, στο κυνήγι κλπ, δηλαδή όπου
απαιτούνταν ελαφρά ενδυμασία.
Ο
ποδήρης και συνήθως κοντομάνικος χιτώνας, χώματος λευκού ή και σε άλλα χρώματα,
¨Ήταν ένα ολόσωμο φόρεμα και κάτι
όπως το σημερινό ράσο και η σημερινή
πανεπιστημιακή τήβεννος, το οποίο έμπαινε στις επίσημες εμφανίσεις, τελετές
θυσίας, στα ιερά κλπ (βλέπε π.χ. τις τοιχογραφία της Κνωσού με άνδρες και γυναίκες
σε λατρευτική τελετή, τις τοιχογραφίες της σαρκοφάγου της Κνωσού κ.α.,. Υπήρχε
και φολιδωτό ολόσωμο ανδρικό φόρεμα (βλέπε π.χ. τον οδηγό στο καλούμενο βάζο
των θεριστών)
Ο
κοντός χιτώνας > κοντόχι ή άλλως κοντογούνι, πρόγονο του σακακιού, του
γιλέκου και του τζάκετ (βλέπε π.χ. τον άνδρα στη μινωική στάμνα από Αφρατί),
Το
ανδρικό περικόρμιο, που ήταν εφαρμοστό
και κάτι όπως η σημερινή μπλούζα (βλέπε π.χ. τον άνδρα στο αγαλματίδιο « Cretan
Late Minoan I 1600-1450 Metropolitan Museum of Art»),
Η
ανδρική υφασμάτινη ζώνη, που ήταν κάτι ως η υφαντή ζώνη της σημερινής
παραδοσιακής κρητικής φορεσιάς, (βλέπε π.χ. το πήλινο αγαλματίδο Μινωίτη, 1500
π.Χ., με μαχαίρι στη μέση (Αρχαιολογικό
Μουσείο Ηρακλείου).
Το
ανδρικό κοντοβράκι, το οποίο ήταν κοντή περισκελίδα όπως το σημερινό σορτς και η οποία φοριόταν στα γυμνάσια και
γυμναστικές επιδείξεις (βλέπε π.χ. τοιχογραφία της Κνωσού με δρομείς), Σχηματιζόταν από τη διπλή μινωική ποδιά ενώνοντας ,
ανάμεσα από τα σκέλη, το κάτω μέρος της μια ποδιάς με το κέντρο της άλλης
Η
χαμηλοκάβαλη βράκα ή τουρκικά σαλβάρι και αρχαία ελληνικά ανασυρίδα ή
αναξυρίδα, η οποία ήταν και ανδρικό και
γυναικείο ένδυμα. Σχηματιζόταν από μια
μακρά φούστα, ενώνοντας, ανάμεσα από τα
πόδια, τον πίσω ποδόγυρο με τον
μπροστινό, πλην δυο σημείων, ώστε να περνούν από εκεί τα πόδια . Η ένωση γινόταν
προσκολλώντας το μπροστινό ποδόγυρο μερικούς πόντους πιο πάνω από τον πίσω ποδόγυρο, έτσι ώστε
να κρεμιέται ο πισινός ποδόγυρος
(βλέπε π.χ. ενδυμασίες ιερειών και ιερέων στη σαρκοφάγο Αγίας
Τριάδας)
Επι
εποχής Μινωιτών θα υπήρχαν επίσης και
επανωφόρια (ανδρικοί μανδύες, κάπες) για τους χειμερινούς μήνες, που
απλά δεν έχουν απεικονιστεί.
Οι
Μινωίτες , σύμφωνα με τον Όμηρο (Ιλιάδα Σ), όμως είναι και κάτι που φαίνεται
και στα ειδώλια που βρέθηκαν στην Κνωσό, έβαζαν στη ζώνη της μέσης μάχαιρα,
κάτι που συναντάται και στην παραδοσιακή κρητική ενδυμασία.
Τα
κοσμήματα των Μινωιτών ήσαν τα δακτυλίδια, κυρίως από χρυσό με μυθολογικές και άλλες παραστάσεις
επάνω, τα περιδέραια και τα περιλαίμια από πολύτιμους λίθους, τα
περιβραχιόνια στο μπράτσο και τα περισφύρια στα πόδια (πάνω από τους
αστραγάλους) κ.α.
Τα
υποδήματα των Μινωιτών ήσαν περίφημα στην αρχαιότητα. Οι γυναίκες και οι άνδρες
της Κρήτης ήδη επι Μινωικής εποχής, όπως προκύπτει από τις τοιχογραφίες και από
τις αφηγήσεις των αρχαίων , ήσαν «καλώς
υποδεδημένοι» και τα κύρια υποδήματά τους ήταν τα σανδάλια και οι μπότες, Απλά
μέσα στο σπίτι και στους ναούς φαίνεται να είναι ξυπόλυτοι, όπως κάνουν οι
μουσουλμάνοι σήμερα.
Ο γιατρός και Δ/ντης
Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου Ιωσήφ Χατζιδάκης στην «Περιήγησή» του
στην Κρήτη το 1881, σχετικά με τα υποδήματα των Κρητων αναφέρει: «Προς τούτοις δε μόνον εν Ηρακλείω κατασκευάζουσι
τα κομψότατα και πολυτελή κρητικά υποδήματα τα καλούμενα Τσαρδήνια. Το είδος τούτο των υποδημάτων είναι αρχαιότατον και
ανέκαθεν ιδιάζον εν Κρήτη, αφού και ο Ιπποκράτης λέγει τους Κρήτας καλώς υποδεδημένους
ο δε Γαληνός, σχολιάζων το
χωρίον τούτο του Ιπποκράτους, βεβαιοί ότι τα υποδήματα των Κρητών ανέβαινον
μέχρι του ημίσεως του σκέλους και ήσαν εις πολλά μέρη διάτρητα, ίνα διαπερώσιν
ιμάντας προς ακριβή εφαρμογήν… (Ιωσήφ Χατζιδάκης «Περιήγηση Κρήτης»)
Ο Γάλλος
βοτανολόγος J. Pitton de Tournefor,
που επισκέφτηκε την Κρήτη στα 1700, σχετικά με τα υποδήματα των Κρητών,
αναφέρει: «Δεν βλέπεις κανέναν σε τούτο το νησί που να μην είναι καλά
παπουτσωμένος, αντίθετα με τους χωρικούς
της Ευρώπης όπου οι περισσότεροι έχουν τα πόδια τους μισόγυμνα. Μέσα στις πόλεις φορούν σκαρπίνια από μαροκινό δέρμα κόκκινο
πολύ καθαρά και ελαφρά. Στην εξοχή
φορούν μποτίνες από το ίδιο πράγμα, που διαρκούν χρόνια ολόκληρα και
είναι καλά ποδεμένοι, όπως οι Αρχαίοι Κρήτες του Ιπποκράτους. Ο περίφημος αυτός
γιατρός μιλεί για υπόδηση πολύ βολική και ο Γαληνός πως ανεβαίνει έως τη μέση
της κνήμης...»( J. Pitton de Tournefor)
|
|
||||||
|
|
||||||
Ο νέος και η
νέα που εικονίζεται στην αρχαία στάμνα
από το Αφρατί πεδιάδος Ηρακλείου, 7ος αι.π.Χ. (Μουσείο Ηρακλείου) |
Στάμνα από το
Αφρατί Πεδιάδος Ηρακλείου, 7ος αι. π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου) |
||||||
Χάλκινο ειδώλιο από τα Γρίβιγλα Ρεθύμνης, |
Αγαλματίδιο
Μινωίτη, 1600 – 1450 π.Χ., σε στάση
προσευχής-λατρείας, Φορά εφαρμοστό χιτώνα (μπλούζα), ζώνη κλπ (figure Cretan
Late Minoan I 1600-1450 BCE , Metropolitan Museum of Art) |
||||||
Βάζο από την Αγία Τριάδα Κρήτης, 1600 – 1500 π.Χ,
με θεριστές των οποίων ο επικεφαλής φορά φολιδωτό ολόσωμο φόρεμα που καταλήγει
σε φούστα (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου
Κρήτης). |
|||||||
Τοιχογραφία
Κνωσού με άνδρες και γυναίκες, ίσως ιέρειες και ιερείς, σε τελετή προσευχής.
Οι γυναίκες φορούν κοντομάνικα επικόρμια (ζακέτες), ζώνη και μακρυά φούστα
και οι άνδρες μόνο λευκό κοντομάνικο
ολόσωμο φόρεμα , κάτι ως η τήβενος ή τα άμφια. |
(ΤΑ ΓΥΜΝΑΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
ΕΙΝΑΙ ΕΡΓΟ ΚΡΗΤΩΝ)
Σύμφωνα
με τον Πλάτωνα (Νόμοι Α, 625 d), η σωματική άσκηση στην αρχαία Κρήτη
ήταν επιβεβλημένη δια νόμου και οι Κρήτες εφεύραν τα γυμνάσια,
«..ήρχοντο των γυμνασίων πρώτοι μεν Κρήτες…» (ΠΛΑΤΩΝ, ΝΟΜΟΙ 452 c,
9). Σύμφωνα επίσης με τον Πλούταρχο, που αντλεί, όπως λέει, τις πληροφορίες
τους από το Φιλόχορο, ένα αρχαιότερο αυτού αρχαίο συγγραφέα, οι αθλητικοί αγώνες των Κρητών ήταν γυμνικοί,
πρβ: <<…, αγώνα δε ο Μίνως επ’ Ανδρόγεω γυμνικόν εποίει και
τους παίδας άθλα τοις νικωσιν εδίδου,…. (Πλούταρχου
«Θησεύς», 16 - 19)
Ο
Παυσανίας («Ηλιακά» Α, 5 - 8 ), ο Διόδωρος (Βιβλιοθήκη Ιστορική 4, 18 και
5, 64 - 66), ο Στράβων (Γεωγραφικά Ι, C 473, ΙΙΙ, 22) κ.α.,
σχετικά με τον ιδρυτή και το έτος ίδρυσης των Ολυμπιακών αγώνων, αναφέρουν
ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Κρήτης λέγονταν Ιδαίοι Δάκτυλοι ή
Κουρήτες και ένας από αυτούς, ο Ιδαίος Ηρακλής πήγε στην
Ολυμπία και ίδρυσε εκεί τους Ολυμπιακούς αγώνες. Αναφέρουν επίσης ότι εκείνος
που τους καθιέρωσε στη συνέχεια ήταν ο Κλύμενος, ο γιος
του Κάρδη, που ήρθε από την Κρήτη πενήντα χρόνια μετά τον κατακλυσμό
που έγινε στην Ελλάδα την εποχή του Δευκαλίωνα. Απλώς ο Πέλοπας τους
αφιέρωσε στο Δία, πρβ:
<<Σχετικά
με τους Ολυμπιακούς αγώνες, όσοι από τους Ηλείους ασχολούνται με την
αρχαιότητα λένε ότι ο Κρόνος ήταν ο πρώτος βασιλιάς στον ουρανό και πως οι
άνθρωποι εκείνης της εποχής εκείνης, που ονομάζονταν χρυσή γενικά, έκτισαν
ναό προς τιμή του Κρόνου στην Ολυμπία. Όταν γεννήθηκε ο Δίας, η Ρέα ανέθεσε τη
φύλαξη του παιδιού στους Δακτύλους της Ίδης, οι οποίοι λέγονταν και
Κουρήτες και είχαν έρθει από την Ίδη της Κρήτης. Αυτοί ήσαν ο
Ηρακλής, ο Παιώνιος, ο Επιμήδης,
ο Ίδας και ο Ιάσιος. Ο Ηρακλής που ήταν και
μεγαλύτερος έβαλε τους αδελφούς του, κάνοντας ένα αστείο, να τρέξουν σε αγώνα
και στεφάνωσε το νικητή με κλαδί αγριελιάς, που την είχαν τόσο άφθονη, ώστε
στοίβαζαν φρεσκοκομμένα φύλλα και τα έστρωναν, για να κοιμούνται. Λένε ότι ο
Ηρακλής έφερε την αγριελιά από τις υπερβόρειες χώρες, τις χώρες που
ήσαν πέρα από τον άνεμο Βορέ … Λένε αργότερα ο Κλύμενος, γιος του Κάρδη,
ήρθε από την Κρήτη πενήντα χρόνια μετά τον κατακλυσμό που έγινε στην Ελλάδα την
εποχή του Δευκαλίωνα. Κατάγονταν από τον Ιδαίο Ηρακλή και καθιέρωσε τους
αγώνες στην Ολυμπία και ίδρυσε βωμό προς τιμή του προγόνου του Ηρακλή και όλων
των Κουρήτων, δίνοντας στο Ηρακλή την επωνυμία Παραστάτη ..>>(Παυσανίας,
«Ηλιακά» Α, 5 - 8 )
«...
Για τους Ιδαίους δακτύλους της Κρήτης παραδίδεται πως ανακάλυψαν τη φωτιά,
τη χρήση του χαλκού και του σιδήρου, στη χώρα των Απτεραίων στο λεγόμενο Βερέκυνθο,
καθώς και τον τρόπο επεξεργασίας τους. Λένε, μάλιστα, πως ένας τους ο
Ηρακλής, ξεπέρασε τους άλλους σε φήμη, ίδρυσε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Εξ
αιτίας της συνωνυμίας οι μεταγενέστεροι άνθρωποι θεώρησαν πως ο γιος
της Αλκμήνης εγκαθυδρυσε τους Ολυμπιακούς αγώνες…………... (Διόδωρος Βιβλιοθήκη
Ιστορική 5, 64 - 66)
ΣΗΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΟΤΙ:
Α)
Από τις μινωικές απεικονίσεις και μινωικά ειδώλια και αγάλματα προκύπτει ότι
στους αθλητικούς αγώνες στη Μινωική Κρήτη συμμετείχαν και οι γυναίκες, κάτι που
δεν επιτρεπόταν στους άλλους Έλληνες, καθώς και στους Ολυμπιακούς αγώνες. Οι
Κρήτες δε συμμετείχαν μόνο στους Ολυμπιακούς αγώνες, αλλά και σε πολλούς άλλους
αγώνες των άλλων ελληνικών πόλεων: Αθήνα, Θήβα κ.α. Μάλιστα στα Παναθήναια οι
Αθηναίοι σκότωσαν το γιο του Μίνωα Ανδρόγεω, που κατ’ άλλους αυτό έγινε από φθόνο και κατ’
άλλους από τους αντιπάλους του τότε
βασιλιά των Αθηνών Αιγαία με σκοπό να τον εκθρονίσει ο θαλασσοκράτορας Μίνωας.
Β) Ο Διόδωρος Σικελιώτης ( 3, 74) αναφέρει ότι
παλιά υπήρχαν δυο πρόσωπα με όνομα Ηρακλής, ο γιος του Δία και της Αλκμήνης (ο
Ηρακλής αυτός λέγονταν «Θηβαίος», επειδή έζησε πολύ καιρό στη Θήβα) και ο γιος
του Δία και της Αγχιάλης (ο Ηρακλής αυτός λέγοντα Ιδαίος = κρητικός,
επειδή γεννήθηκε στη νήσο Ιδαία ή Κρήτη) και ο δεύτερος ήταν αυτός που
έφυγε από την Κρήτη και πήγε στην Ολυμπία και ίδρυσε τους Ολυμπιακούς αγώνες
και όχι ο πρώτος ως λέγεται από λάθος για λόγους συνωνυμίας.
|
|
||||||
|
|
||||||
|
|
||||||
Γυναικείο
χρυσελεφάντινο αγαλματίδιο από την Κνωσό, η καλούμενη κυρία των σπορ («lady
of sport»), 3000-1400 π.Χ. Φορά ζακέτα με ενσωματωμένο ανωρθωτικό στηθόδεσμο.
Επίσης φορά ζώνη και γυναικείο κοντοβράκι, το οποίο σχηματιζόταν από τη
μινωική γυναικεία διπλή ποδιά ενώνοντας το κέντρο της μπροστινής ποδιάς με το
κέντρο της πισινής ποδιάς τον καλούμενο
καβάλο. |
|||||||
Μινωίτισα γητεύτρα όφεων (1600 – 1450 π.χ.) που
φορά ζιπούνι με ενσωματωμενο ανωρθωτικό στηθόδεσμο, μακριά φούστα, διπλή ποδιά
κλπ Η ποδιά είναι όπως η φούστα με γλώσσες. Από αυτήν προέκυπτε το μινωικό
κοντοβράκι ενώνοντας το κάτω μέρος της μπροστινής γλώσσας-ποδιάς με το κέντρο
της πισινής (βλέπε π.χ. αυτό που
φορά ο καλούμενος πρίγκιπας και η καλούμενη lady of spors της Κνωσού). |
|||||||
Κύπελλο του Βαφειού Λακωνίας, 1500-1450 π.Χ.
, με τον Ιδαίο (κρητικό) Ηρακλή να
δαμάζει τον κρητικό ταύρο, πατέρα του Μινώταυρου |
|||||||
Τοιχογραφία Κνωσού με ταυρομαχιες |
|
|
Μπρούτζινο κράνος, 7ου αι. π.Χ., από την Κρήτη, στο οποίο είναι χαραγμένος
μινωίτης που φορά σάνταλα, κοντοβράκι και φτερά ως ο Ίκαρος και ο
Δαίδαλος (Ornate Bronze helmet from south
central Crete 7th century BCE . Photographed a the Metropolitan Museum of
Art in New York City, New York) |
Ο
Όμηρος στην Ιλιάδα (Ραψωδία Σ 590 – 605) λέει, που είναι και η αρχαιότερη περιγραφή
χορού, ότι ο Ήφαιστος είχε σχεδιάσει στο
κάτω μέρος της ασπίδας του Αχιλλέα ένα
χορό όμοιο μ’ εκείνο που κάποτε στην Κνωσό
είχε χορογραφήσει - διδάξει ο Δαίδαλος στην καλλιπλόκαμο Αριάδνη, την
κόρη του Μίνωα και συνάμα λέει ότι στο
χορό αυτό τα κοράσια, οι κόρες (οι νέες) και οι κούροι (οι νέοι) της Κρήτης,
χορεύουν πότε κυκλικά και χειροπιαστοί
και πότε αντικριστά και μάλιστα σε έντονο ρυθμό, όπως μας αφήνει να εννοήσουμε
η παρομοίωση με τον τροχό του αγγειοπλάστη, και που οι χορευτές άλλοτε
περιστρέφονται όλοι μαζί με ταχύτητα και ευκινησία (στ. 598-600) και άλλοτε
σχηματίζοντας δυο ομάδες σε αντικριστές σειρές (στ. 601), όπως σήμερα οι
κυκλικοί ή αντικριστοί χοροί της δημοτικής μας παράδοσης, τους κρητικούς,
ποντιακούς κλπ παραδοσιακούς χορούς. Ο Όμηρος αναφέρει επίσης ότι οι κόρες των
Κρητών φορούσαν λεπτά και λινά ενδύματα
(«οθόνας»), ενώ οι κούροι (οι νέοι) καλογνεμένους και στιλπνούς (χρησιμοποιούνταν
λάδι στο γνέψιμο των κλωστών, για να γίνουν λαμπεροί) χιτώνες. Ο Όμηρος
αναφέρει επίσης, όμως είναι και κάτι που φαίνεται και στα ειδώλια που έχουν
βρεθεί στην Κνωσό, καθώς και σε άλλα μέρη της Κρήτης, ότι οι κόρες των Κρητων
φορούσαν στο κεφάλι στεφάνια, ενώ οι κούροι των Κρητών έβαζαν στη μέση
τους μάχαιρα με χρυσή λαβή που κρεμιόταν
με αργυρή τελαμώνα: «οι δε (Κρήτες) μαχαίρας είχον χρυσείας ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων», κάτι που συναντάται
και στην παραδοσιακή κρητική ενδυμασία της βράκας, αλλά και της γκιλότας.
«Εν δέ χορὸν ποίκιλλε
περικλυτὸς αμφιγυήεις, τω ίκελον οίόν ποτ' ἐνὶ
Κνωσώ ευρείῃ Δαίδαλος ήσκησεν καλλιπλοκάμῳ
Αριάδνη , ένθα μέν ηΐθεοι και παρθένοι
αλφεσίβοιαι ωρχεύντ', αλλήλων επί καρπώ
χείρας έχοντες, των δ' αι μὲν λεπτὰς
οθόνας έχον, οι δε χιτώνας είατ' εϋννήτους, ήκα στίλβοντας
ελαίῳ· και ῥ' αι μεν καλὰς
στεφάνας έχον, οι δε μαχαίρας είχον χρυσείας εξ αργυρέων
τελαμώνων και ῥ᾽ αι μεν καλὰς
στεφάνας έχον, οι δε μαχαίρας είχον χρυσείας ἐξ ἀργυρέων
τελαμώνων. οι δ᾽ οτε μην θρέξασκον
επισταμένοισι πόδεσσι ρεία μάλ᾽, ὡς
ότε τις τροχὸν άρμενον εν παλάμῃσιν εζόμενος κεραμεύς πειρήσεται,
αι κε θέῃσιν· άλλοτε δ᾽ αυ θρέξασκον
ἐπὶ στίχας ἀλλήλοισι. πολλὸς δ᾽ ἱμερόεντα
χορὸν περιίσταθ᾽ όμιλος τερπόμενοι δοιώ δε
κυβιστητήρε κατ᾽ αυτούς μολπής εξάρχοντες εδίνευον κατά
μέσσους. (Ιλιάδα, Σ 590 – 60) |
Κι έναν χορόν ιστόρησεν ο μέγας
ζαβοπόδης, όμοιον μ' αυτόν που ο Δαίδαλος είχε φιλοτεχνήσει της Αριάδνης της
λαμπρής εις της Κνωσού τα μέρη Αγόρια εκεί, πολύπροικες παρθένες
εχορεύαν κι εγύριζαν χεροπιαστοί· και οι κόρες εφορούσαν λινά ενδύματα λεπτά,
κι είχαν τα παλικάρια από το λάδι λαμπερούς καλόγνεστους χιτώνες. Λαμπρά στεφάνια είχαν αυτές,
είχαν χρυσά εκείνοι μαχαίρια, που απ' αργυρούς κρεμιόταν τελαμώνες· και πότ'
ετρέχαν κυκλικά με πόδια μαθημένα, ωσάν σταμνάς, οπού τροχόν αρμόδιον στην
παλάμην τον τριγυρνά καθήμενος να δοκιμάσει αν τρέχει, και πότε αράδα έτρεχαν αντίκρυ στην αράδα Και τον ασύγκριτον χορόν τριγύρω
εδιασκεδάζαν πολύς λαός και ανάμεσα ο αοιδός ο θείος κιθάριζε· και ως άρχιζεν
εκείνος το τραγούδι δυο χορευτές στη μέση τους πηδούσαν κι εγυρίζαν. (Ιλιάδα,
Σ 590 – 605, μεταφραση Ι. Πολυλά) |
Χάλκινο
εγχειρίδιο, με χρυσή και διακοσμημένη λαβή,
αρχές της 2ου π.Χ. χιλιετίας (Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων) |
Πήλινο
αγαλματίδιο Μινωίτη, 1500 π.Χ., με
μαχαίρι στη μέση (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου) |
Λεπτομέρεια από τοιχογραφία
Κνωσού (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου)
με γυναικεία χορωδία με καλλιπλόκαμες γυναίκες, μια των οποίων παίζει κιθάρα, μια άλλη αυλό
και μια άλλη κρόταλα. Φορούν πολυτελείς τουαλέτες διαφόρων χρωμάτων, που αποτελούνται
από κοντομάνικα επικόρμια
(ζακέτες) και μακριές φούστες |
|
Τοιχογραφία στο ιερό
της Κνωσού, 1600 – 1450
π.Χ., με γυναικεία χορευτική παράσταση
. Οι χορεύτριες φορούν τα ρούχα που σήμερα ονομάζουμε φούστες με φραμπαλάδες , επικρόρμια ή ζακέτες/ζιπούνια
κλπ |
Οι
Κρητικοί και οι Κρητικοί επί μινωικής εποχής εμφανίζονται στις απεικονίσεις με
πολύ λεπτή μέση, κάτι που αποτελεί «καλλιτεχνική σύμβαση», η οποία έχει και την
αιτία της. Παλιότερα στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, στο Λασίθι, οι πατεράδες,
προέτρεπαν τα παιδια να φορούν ζώνη, αφενός , για να μην κάνουν κοιλιά, ώστε
και εμφανίσιμοι και ευκίνητοικαι αφετερου για προστασία της από τα καλούμενα
«στροφίγματα» της μεσης, όπως τα έλεγαν. Σήμερα αυτά λέγονται «λουμπάγκο».
Επίσης οι μανάδες υ τύλιγαν τα παιδιά
τους με φασκιές προκειμένου να γίνει το κορμί τους ίσιο όπως το κυπαρίσσι.
Οι
Κρήτες επι μινωϊκής εποχής είχαν συνήθως ακάλυπτο το κορμί από τη μεση και
πάνω, όμως όχι πάντα, όταν το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες.Οι Κρητικές επι
μινωικής εποχής κατά την περίοδο
ανατροφής των παιδιών είχαν ακάλυπτα τα στήθη ή τα κάλυπταν με αραχνοϋφαντο
ύφασμα, το καλούμενο προστήθιο. Το προστήθιο συγκρατούνταν με κορδόνια στο
λαιμό ή στο ανώτερο μέρος του σώματος, όπως φανερώνει η τοιχογραφία της
καλούμενης «παριζιάνας». Τη μινωική εποχή το να μην καλύπτει κάποια τα στήθη
της δεν ήταν κάτι το επιλήψιμο. Το αυτό
δε συνέβαινε μόνο στην Κρήτη, αλλά και σε άλλες περιοχές, όπως στην αρχαία
Αίγυπτο, στην αρχαία Αθήνα (βλέπε π.χ.
τις γυμνόστηθες χορεύτριες στη ζωφόρο του Παρθενώνα, 340 π.Χ.) κ.α. Οι γυμνόστηθες Μινωίτισες
φορούσαν μπούστο που στήριζε και σήκωνε επάνω τα στήθη ή το περικόρμιό τους
ήταν διαμορφωμένο έτσι που να σηκώνει τα στήθη (βλέπε π.χ. την καλούμενη lady of sports). Από το περικόρμιο
αυτό προέκυψε το μπούστο και το σουτιέν.
. Η
εικόνα της μινωικής γυναίκας με τα σηκωμένα
στήθη, τη μικροσκοπική μέση κλπ
ήρθε στη μόδα κατά τα τέλη του 1800 στο Παρίσι. Τότε οι Παριζιάνες έβαζαν
ανορθωτικούς στηθόδεσμους (γαλλικά σουτιέν) όπως αυτούς που φορούσαν οι
μινωίτισες, επίσης δένονταν με στενούς
κορσέδες , για να κάνουν τη μέση τους μικρή και συνάμα φορούσαν στεφάνια
κάτω από τις μινωικού τύπου φούστες
τους, για να αυξήσουν το μέγεθος τους
(να τις κάνουν καμπανοειδείς = τα λεγόμενα κρινολίνο), επειδή οι μόδιστροι τότε
πίστευαν ότι οι Μινωίτισσες είχαν και αυτές κάποια πλαίσια κάτω από τις φούστες τους,
για να στηρίξουν το καμπανοειδές σχήμα τους.
|
|
ΜΙΝΩΙΚΑ
ΚΟΥΣΤΟΥΜΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΜΟΔΑΣ |
(ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ, ΡΩΜΑΙΚΗ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΛΠ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ)
Τοιχογραφία γυναικών από το ανάκτορο Πύλου.
(Μουσείο Χώρας) |
Η ενδυμασία στην αρχαία
Ελλάδα, όπως προκύπτει από τις αφηγήσεις
των αρχαίων συγγραφέων, καθώς και από τα
αρχαία αγάλματα, αρχαία αγγεία και άλλες
καλλιτεχνικές απεικονίσεις, αφενός δεν ήταν όμοια με τη μινωική και αφετέρου
δεν ήταν πάντοτε και παντού η ίδια λόγω
αφενός της εξέλιξης και αφετέρου του ότι
η αρχαία Ελλάδα δεν αποτελούνταν από ένα ενιαίο κράτος, αλλά από πολλές πόλεις
– κράτη: Σπάρτη, Αθήνα, Κνωσός κλπ διασκορπισμένες σε όλη τη Μεσόγειο οπότε
άλλες κλιματολογικές συνθήκες και άλλες
παραγωγικές δυνατότητες υπήρχαν στη μια πόλη-κράτος και άλλες στην άλλη. Έπειτα
άλλα ήθη για την ενδυμασία είχε η μία πόλη και άλλα η άλλη.
Ο Παυσανίας (Ελλάδος
Περιήγησις, Αρκαδικά Ι, 5 – 7) αναφέρει ότι
ο Πελασγός, ο πρώτος βασιλιάς της Αρκαδίας, ήταν κείνος που πρώτος κατασκεύασε καλύβες,
για να μένουν οι άνθρωποι, καθώς και χιτώνες από δέρμα ύαινας για την ένδυσή
τους και έτσι να μην κρυώνουν, αλλά και για να μην τους καίει ο ήλιος. Ο Διόδωρος Σικελιώτης ( 5.72-77), όπως είδαμε
στο Κεφάλαιο 1ο, αναφέρει πως
μια κρητικιά, η Αθηνά, ήταν είναι εκείνη που πέραν των άλλων βρήκε στην Κρήτη
και την κατασκευήν των ενδυμάτων, την ξυλουργική, την κατασκευή των αυλών και
τη μουσική που παράγεται από αυτούς
και, γενικά, πολλά έργα που απαιτούν τέχνη στην κατασκευή,
γεγονός για το οποίο ονομάστηκε Εργάνη.
Ο Μινωικός
Πολιτισμός ήκμασε στο νησί της Κρήτης από περίπου 2600 π.Χ. από το 1200
π.Χ., και αποτέλεσε - οικοδόμησε τα
θεμέλια για την κλασική ελληνική κουλτούρα. Οι Μινωίτες, που ήταν η αρχαία Ελλάδα της αρχαίας Ελλάδας, ανέπτυξαν
θρησκευτικές αντιλήψεις, την τέχνη και την αρχιτεκτονική που στη συνέχεια επηρέασαν το σύνολο του δυτικού πολιτισμού.
Οι Μυκηναίοι, όταν έκαναν την εκστρατεία στην Τροία με τη βοήθεια των Κρητών
(οι Κρήτες τους διέθεσαν το μεγαλύτερο στόλο της τότε εποχής), απορρόφησαν
ορισμένες πτυχές του πολιτισμού των Μινωιτών στο δικό τους πολιτισμό.
Οι Κρήτες ήδη επί μινωικής εποχής, όπως είδαμε στο κεφάλαιο 2ο, είχαν ρούχα αφενός κομμένα και ραμμένα στα μέτρα του χρήστη, κάτι όπως τα σημερινά ενδύματα και αφετέρου ξέχωρα για τους ιερείς, καθώς και για την καθημερινότητα και τα γυμνάσια , κάτι που δεν ίσχυε τότε όχι μόνο στην υπόλοιπη αρχαία Ελλάδα, αλλά και σε όλο το υπόλοιπο αρχαίο γνωστό κόσμο. Οι υπόλοιποι αρχαίοι Έλληνες τότε είχαν ενδύματα τα ίδια που είχαν και κλινοσκεπάσματα Ειδικότερα οι υπόλοιποι αρχαίοι Έλληνες αρχικά είχαν ως ενδύματα ένα λεπτό και λινό ύφασμα που λεγόταν χιτώνας με το οποίο τύλιγαν το σώμα τους, καθώς και ένα χοντρό και μάλλινο ύφασμα, που έμπαινε πάνω από το χιτώνα στο κρύο. Τα ενδύματα αυτά ήταν ως τα κλινοσκεπάσματα, δηλαδή ήταν τα ιμάτια ως αυτά που βγαίνουν από τον αργαλειό (= ορθογώνια, τετράγωνα ή παραλληλόγραμμα, υφάσματα) με μικρή επεξεργασία. Ακολούθως στην αρχαία Ελλάδα προέκυψαν τέσσερα ενδύματα: ο χιτώνας, το ιμάτιο, ο πέπλος και η χλαμύδα. Κατασκευάζονταν από λινάρι ή μαλλί και από αυτά ο χιτώνας έμπαινε κατάσαρκα και πάνω από το χιτώνα το ιμάτιο, που ήταν πιο χοντρό από το χιτώνα και κάτι ως το σάλι. Πάνω από αυτά έμπαινε η χλαμύδα, η οποία ήταν το πιο χοντρό ένδυμα και η οποία ήταν κάτι ως το σημερινό παλτό. Ο πέπλος ήταν το επίσημο ένδυμα των γυναικών.
Τρεις
γενιές μετά το θάνατο του Μίνωα, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο και τον Όμηρο (= το
έτος 1218 – 1209 π.Χ., σύμφωνα με το Πάριο χρονικό), ο Αγαμέμνονας, αφού
κατόρθωσε να ενώσει τα δυο σκήπτρα στα χέρια του, του Πέλοπα και του
Περσέα, (δηλαδή ένωσε τους Πέλοπες με τους Δαναούς ή Αχαιούς), αφενός
έκανε πρώτη δύναμη τις Μυκήνες στο αρχαίο γνωστό κόσμο και αφετέρου
εκστρατεύει ως αρχιστράτηγος μαζί με άλλους Έλληνες (Κρήτες, Αθηναίους κ.α.)
εναντίον των βαρβάρων της Ασίας (= ο γνωστός πόλεμο της Τροίας, έγινε το 1218 –
1209 π.Χ., σύμφωνα με το Πάριο χρονικό), επειδή ο πρίγκιπας της Τροίας Πάρης ή
Αλέξανδρος, έκλεψε την ωραία Ελένη, σύζυγο του αδελφού του βασιλιά της Σπάρτης
Μενέλαου. Ο πόλεμος αυτός έγινε, σύμφωνα με τον Ισοκράτη κ.α., επειδή η Τροία
και άλλοι βάρβαροι της Ασίας έρχονταν στην Ελλάδα και άρπαζαν τις
γυναίκες, τα εδάφη και τις περιουσίες των Ελλήνων με συνέπεια να
δεινοπαθεί η Ελλάδα.
|
Χρυσό δακτυλίδι γύρω στο 1500 π.Χ. από την Πύλο, κοντά
στα ανάκτορο του Νέστορα. |
|
|
||||||
ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΑΙ ΑΘΗΝΑΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ |
Η
ενδυμασία στην κλασική καλούμενη αρχαία Ελλάδα αποτελούνταν μόνο από ζώματα ή
άλλως ιμάτια και γι αυτό με την ονομασία
ιματισμός καλούνταν η όλη ενδυμασία. Για
τον ίδιο λόγο στην αρχαία Ελλάδα αρχικά δεν υπήρχαν ξέχωρα ανδρικά και ξέχωρα
γυναικεία ρούχα, καθώς και κουστούμια,
αλλά απλώς υπήρχε ανδρικός και γυναικείος τρόπος ντυσίματος και ανδρικά και
γυναικεία χρώματα και στολίδια. Ομοίως οι ενδυμασίες της εργασίας (εργατών,
γεωργών, κτηνοτρόφων κλπ), των στρατιωτικών κλπ
είχαν διαφορές μόνο στον τρόπο που φοριόταν και επίσης στα χρώματα, στα κεντήματα και στην ποιότητα
του υφάσματος. Ειδικότερα τα ενδύματα
στην κλασική αρχαία Ελλάδα ήσαν λίγα,
απλά, χειροποίητα και συγκεκριμένα τα εξής: ο χιτώνας, το ιμάτιο, ο πέπλος, η
χλαμύδα και το εσώρουχο.
Α. Ο ΧΙΤΩΝΑΣ
Ο χιτώνας (δωρικά χιτών, ιωνικά κιθών) ήταν
ανδρικό και γυναικείο ένδυμα, που
αρχικά ήταν ένα ορθογώνιο ύφασμα
(παραλληλόγραμμο = όπως ακριβώς αυτό
βγαίνει από τον αργαλειό, όπως το κλινοσκέπασμα
= η κουβέρτα), συνήθως λινό, με το οποίο τύλιγαν οι αρχαίοι το σώμα τους
κατάσαρκα. Μετά το ύφασμά αυτό διπλώνονταν
στη μέση από την κάθετη πλευρά και
ενώνονταν οι δυο πλαϊνές άκρες του με περόνες ή ράβονταν, ώστε να γίνει
σωλήνας. Στη συνέχεια στις παρυφές του ενός στομίου του σωλήνα ενώνονταν δυο σημεία, ώστε, όταν φοριέται, να κρατείται από εκεί
στους ώμους και να μην πέφτει και από τις
τρεις οπές που σχηματίζοντας από τη μεσαία να περνά το κεφάλι και από
τις άλλες δυο τα χέρια. Υπήρχαν φαρδιοί και εφαρμοστοί, καθώς και μακροί και
κοντοί χιτώνες. Ο χιτώνας που έφτανε έως
τα πόδια ονομαζόταν ποδήρης και αυτός που του έβαζαν μανίκια ονομάζονταν
χειριδωτός..
Στο χιτώνα οι χειρίδες (μανίκια)
ράβονταν ξεχωριστά. Ένα είδος χιτώνα ήταν ο ετερομάσχαλος ή εξωμίς που
άφηνε ακάλυπτο τον ένα ώμο και ο οποίο φοριόταν κυρίως από τους χειρωνάκτες. Οι
στρατιώτες, οι κυνηγοί κλπ εν ώρα εργασίας
φορούσαν κοντό χιτώνα, επειδή τους πρόσφερε ελευθερία κινήσεων..
Ο
χιτώνας που φοριόταν χωρίς ζώνη στη μέση
ονομαζόταν ορθοστάδιος. Οι αρχαίοι φορούσαν το πέπλο και το χιτώνα με
ζώνη στη μέση. Η συνήθεια των γυναικών ήταν να μαζεύουν το ύφασμα πίσω με
αποτέλεσμα να πέφτει πάλι προς τα κάτω σχηματίζοντας έναν κόλπο.
Σήμερα
η λέξη χιτώνας σημαίνει γενικά ό,τι είναι λεπτό και περιβάλλει - καλύπτει
κάτι, π.χ. : αμφιβληστροειδής / κερατοειδής κλπ χιτώνας, ενώ ότι περιβάλει κάτι και είναι χοντρό
λέγεται μανδύας. Χιτώνιο λέγεται ο κοντός χιτώνας, σήμερα το κοντό στρατιωτικό σακάκι που μοιάζει με
μπουφάν /τζάκετ. Έκφραση: όποιος
έχει δύο χιτώνες δίνει τον ένα, για
να δηλώσουμε ότι οι άνθρωποι πρέπει να μοιράζονται μεταξύ τους τα αγαθά.
Β. Η ΧΛΑΜΥΔΑ ή ΧΛΑΙΝΗ (ΤΡΙΒΩΝΑΣ ΚΑΙ ΜΑΝΔΥΑΣ)
Τα
αρχαία ελληνικά ενδύματα γυναικεία και ανδρικά μπορεί να χωριστούν σ' εσωτερικά
(ενδύματα) από τα οποία κυριότερος ήταν ο χιτώνας και σ' εξωτερικά (επιβλήματα),
όπως το "ιμάτιο" κατά κύριο λόγο, που ήταν κομμάτι
υφάσματος που το φορούσαν πάνω από το χιτώνα και ο "πέπλος". Οι
άνδρες φορούσαν "χιτώνα", που ήταν λευκός
και "ιμάτιο" (κάτι σαν πανωφόρι, από μαλλί) που, ανάλογα με
το σχήμα του, ονομαζόταν: "χλαμύδα" ή συγκεκομμένα "χλαίνη", "τρίβωνας",
«μανδύας (mantelum ιταλικός) κλπ.
Η
χλαμύδα ήταν αφενός ανδρικό κοντό ένδυμα των αρχαίων, πιο λεπτό από το ιμάτιο
και αφετέρου είδος μανδύα (μανδύας, από
το ιμάτιο > ιμας, ιμάντας > manteluum > μανδύας = το επανωφόρι των
Ρωμαίων, χιτών = ότι καλύπτει κάτι, το φόρεμα των αρχαίων, και μανδύας = ότι επικαλύπτει προστατευτικά
κάτι, το παλτό). Ήταν περισσότερο ένδυμα των εφήβων, των ταξιδιωτών και των
στρατιωτών. Υπήρχαν και ειδικές χλαμύδες ως επίσημο ένδυμα βασιλέων
και στρατηγών Το φορούσαν οι Θεσσαλοί και οι Μακεδόνες ιππείς και αργότερα το
πήραν οι Αθηναίοι. Στην Αθήνα χλαμύδα φορούσαν οι νέοι και την έβγαζαν όταν
γίνονταν άνδρες. Χλαμύδες υπήρχαν σε διάφορους χρωματισμούς και ποιότητα, σε
πολύ λεπτά υφάσματα. Πολλές φορές τη στόλιζε μια μπορντούρα. Κούμπωνε με πόρπη
στο δεξιό ώμο ή πίσω στο λαιμό. Από τους θεούς χλαμύδα φέρονται να φορούσαν ο Ερμής
και ο Έρωτας. Η χλαμύδα, που
παραλλαγή της ήταν ο δωρικός τρίβωνας, ήταν ένα χοντρό ορθογώνιο
(τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο) ύφασμα όπως η κουβέρτα, που, αφού κάλυπτε την πλάτη και όλο το σώμα
από τους δυο ώμους και κάτω, ενώνονταν
οι δυο επάνω γωνίες του και κούμπωναν με πόρπη ή περόνη.
Έμπαινε πάνω από το χιτώνα, επειδή ήταν το παλτό της εποχής και διακρινόταν σε
κόκκινη, πορφυρή κλπ,
Από
τη χλαμύδα προέρχονται η κάπα και η
χλαίνη. Η κάπα είναι χλαμύδα με κουκούλα , για να προστατεύει το κεφάλι και η
χλαίνη είναι χλαμύδα (σήμερα παλτό) με
μεγάλο γιακά, για να σηκώνεται και να προστατεύει το λαιμό - αυτιά.
Γ. Η ΖΩΝΗ
Η ζώνη, που συνήθως ήταν
λεπτή, φοριόταν προαιρετικά στη μέση
πάνω από τον πέπλο ή το χιτώνα. Ο πέπλος και ο χιτώνας φοριόταν συχνά με ζώνη
στη μέση. Οι γυναίκες μάζευαν αρκετό ύφασμα του χιτώνα πίσω, το οποίο έπεφτε
πάλι προς τα κάτω σχηματίζοντας τον κόλπο.
.
Δ. Ο ΠΕΠΛΟΣ
Ο
πέπλος ήταν ένα μάλλινο ένδυμα χωρίς μανίκια που φορούσαν οι γυναίκες στην
αρχαία Ελλάδα, που το συγκρατούσαν
στους ώμους και το έσφιγγαν στη μέση. Aποτελούνταν
από ένα ορθογώνιο ύφασμα, όπως αυτό που βγαίνει από τον αργαλειό, το οποίο δε
χρειαζόταν να ραφτεί. Το ύφασμα διπλωνόταν στο ένα τρίτο περίπου του ύψους του μία φορά προς τα
έξω σχηματίζοντας έτσι έναν υφασμάτινο όγκο, το απόπτυγμα, που έπεφτε προς τα έξω στην πλάτη και το στήθος. Η
κλειστή πλευρά του υφάσματος βρισκόταν συνήθως στην αριστερή πλευρά του
σώματος. Με πόρπες και περόνες καρφιτσώνονταν η επάνω παρυφή του υφάσματος με
τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργείται άνοιγμα για το λαιμό και το δεξιό βραχίονα.
Στην αριστερή του πλευρά ο πέπλος είχε δύο παρυφές κάτω και τέσσερις επάνω στο
ύψος του αποπτύγματος, το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως κάλυμμα κεφαλής.
Ο πέπλος μπορούσε να φορεθεί επάνω από το χιτώνα.
|
Ο πέπλος κατά τους αρχαίους
χρόνους ήταν και ανδρικό περίβλημα. Κατά
τους ομηρικούς χρόνους ο πέπλος ήταν μόνο γυναικείο ένδυμα, το οποίο ήταν ύφασμα
πολύπτυχο, πολυτελές, μάλλινο, έγχρωμο, πλατύ, αχειρίδωτο, άφηνε τους βραχίονες
γυμνούς, συγκρατούνταν από τους ώμους με πόρπες, έφθανε μπροστά μέχρι τη βάση
των ποδιών και το πίσω μέρος του σέρνονταν στο έδαφος. Τέτοιον πέπλο έφεραν οι
Τρωάδες «ελκεσίπεπλοι» (Ομ. Ιλ. Ζ 442) και η Ελένη «τανύπεπλος» (Ομ. Οδ. δ
305). Κατά τον
Όμηρο αναγράφεται ο πέπλος ως «ποικίλος» που ήταν κεντητός (Ιλ. Ε 735),
«παμποίκιλος», ολοκέντητος (Ιλ. Ζ 289). Ο πέπλος φοριόνταν και άνευ πόρπων ή
πόρπης από την ανοιχτή πλευρά, ο οποίος συγκρατούνταν με ζώνη απ’ τα πλευρά,
από όπου και τα επίθετα του Ομήρου «βαθύζωνος» (Ιλ. Ι 594, Οδυσ. Γ 154 κ.ά.), «εύζωνος» (Ζ 467 κ.ά.),
ενώ στο στήθος το ύφασμα προσέπεφτε διπλό ως «απόπτυγμα». Με τον πέπλο κάλυπταν
πολλές φορές όχι μόνο το σώμα αλλά και το κεφάλι. Τέτοιον πέπλο έφεραν συνήθως
κατά τις κηδείες. Επίσης και κατά
τους γάμους, όταν η νύφη ενδεδυμένη με λαμπρό πέπλο παραδίδονταν στον σύζυγο
στην πόρτα του νυφικού θαλάμου. Με αυτό καλυμμένη περιγράφεται από τον Όμηρο η
«κροκόπεπλος Ηώς» (Ιλ. Θ 1, Ψ 227) και από τον Ευριπίδη η «μελάμπεπλος Νυξ»
(Ίων. 1150). Τον πέπλο τον
διατήρησαν οι Δωριείς μέχρι τον 5ο αιώνα, ο οποίος διατηρήθηκε και από τους Ρωμαίους,
ενώ οι Ίωνες σιγά σιγά τον αντικατέστησαν με το λινό χιτώνα.
Σήμερα «πέπλο» λέγεται το λεπτό διαφανές ύφασμα με το
οποίο οι νύφες καλύπτουν το κεφάλι τους με ένας μερος και το υπόλοιπο κρέμεται πίσω στην πλάτη. Μεταφορικά
πέπλο λέγεται και ό,τι βρίσκεται πάνω ή γύρω από κάτι με αποτέλεσμα να
εμποδίζεται η θέα: πέπλο ομίχλης, πέπλο καπνού/
μυστηρίου / σιωπής/ μυστικότητας. Ετυμολογία: από το αρχαίο « ο πέπλος», από το ΙΕ
πελ- "διπλώνω, πτυχώνω" πλέκω - πλέκομαι, πέπλεγμαι, πεπλεγμένο
Γ. ΤΟ ΙΜΑΤΙΟ
Το
Ιμάτιο ήταν ένα μακρύ παραλληλόγραμμο ύφασμα, που, αφού το πέρναγαν κάτω από την
αριστερή μασχάλη, το τύλιγαν γύρω από το στήθος και την πλάτη και τέλος το
κούμπωναν πάνω από το δεξιό βραχίονα. Μπορούσε να στερεωθεί συμμετρικά και
έπεφτε ελεύθερο στην πλάτη με τις δύο άκρες του ιματίου να περνάνε πάνω από
τους ώμους προς τα εμπρός ή να κρέμεται προς τα κάτω ή να το τυλίγουν γύρω από
τους γοφούς ή μπορεί να καλύπτει τους γοφούς και η μία άκρη του να περνά πάνω
από την πλάτη στον αριστερό ώμο και να πέφτει ελεύθερα προς τα μπροστά. Επίσης
το ιμάτιο μπορούσαν να το φορέσουν άνδρες και γυναίκες. Ιμάτιο φορούν οι αρχαϊκές κόρες της Ακρόπολης.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΟ
ΤΟ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
Ο
Θουκιδίδης (Α, 6), σχετικά με την ενδυμασία των Ελληνων, αναφέρει: << Οι Ἀθηναίοι, εξ άλλου, υπήρξαν
μεταξὺ των πρώτων, οι οποίοι, αφού παρήτησαν την οπλοφορίαν, ηκολούθησαν δίαιταν μάλλον ἀβίαστον και ετράπησαν εις την τρυφηλότητα. Και από τους πλέον ηλικιωμένους μεταξύ των, οι πλούσιοι, ένεκα του ἀβροδιαίτου αυτων, μόλις εσχάτως έπαυσαν να φορούν
λινούς χιτώνας και να συμπλέκουν επὶ της κεφαλής την κόμην των εις κρώβυλον δια χρυσής πόρπης, εχούσης το σχήμα τέττιγος. Ως εκ τούτου, άλλωστε, και ὁ ιματισμός αυτός επεκράτησεν επὶ πολὺ μεταξὺ των πλέον ηλικιωμένων Ιώνων, λόγω της φυλετικής προς τους Αθηναίους συγγενείας. Εξ άλλου, οι Λακεδαιμόνιοι πρώτοι
μετεχειρίσθησαν την απλουστέραν ενδυμασίαν, ἡ οποία σήμερον συνηθίζεται, και συγχρόνως ἡ δίαιτα των εὐπορωτέρων αφωμοιώθη γενικώς, όσον ήτο δυνατόν, προς την του κοινού λαού. Πρώτοι ωσαύτως κατά τους αθλητικούς
αγώνας, αποβάλλοντες τα ενδύματά των, παρουσιάζοντο γυμνοὶ και ηλείφοντο
με έλαιον. Αλλά παλαιότερον, ακόμη και εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, οι αθληταί,
όταν ηγωνίζοντο, έφεραν διαζώματα περί τα αιδοία, και ἡ συνήθεια αυτή διατηρείτο μέχρι προ ολίγων ετών και διατηρείται, ακόμη και σήμερον εις μερικούς
βαρβάρους και ιδίως Ασιάτας, όπου οι αγωνιζόμενοι δια τα έπαθλα πυγμής και
πάλης φέρουν διαζώματα. Αλλά θα ημπορούσε κανεὶς ν' αποδείξη ότι και πολλάς άλλας συνήθειας είχαν οἱ παλαιοί Έλληνες, ομοίας με τας συνηθείας των σημερινών βαρβάρων>>.
(Θουκυδίδης, Α, 6, Μετάφραση Ελευθέριος Βενιζέλος)
ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ
Οι
αρχαίοι Έλληνες μέσα στην οικία τους κυκλοφορούσαν ξυπόλυτοι, αν και υπήρχαν
και υποδήματα που χρησίμευαν όπως οι σημερινές παντόφλες και τα τσόκαρα. Όταν
περιπατούσαν απλώς ή όταν δεν εργάζονταν φορούσαν τα καλούμενα σανδάλια και
στις βαριές δουλειές, στο στρατό κλπ φορούσαν
κοντές μπότες από δέρμα. Ειδικότερα τα υποδήματα των αρχαίων Ελλήνων
ήταν: οι μπότες, οι λεγόμενες ενδρομίδες ή εμβάδες,
τα σανδάλια, οι κρηπίδες οι κόθορνοι κ.α. Υπήρχαν επίσης: περικνημίδες,
υφασμάτινες, δερμάτινες ή μεταλλικές (των στρατιωτών για προστασία από τα βέλη)
και τα περιμήρια , που κάλυπταν τους μηρούς των πολεμιστών.
ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΣΩΡΟΥΧΑ
Από
τις αρχαίες ελληνικές παραστάσεις σε εικόνες και τοιχογραφίες , βλέπε και αυτή
της σταύρωσης του Ιησού, προκύπτει ότι και οι αρχαίοι φορούσαν εσώρουχα, κυρίως
στα σκέλη. Το εσώρουχο των σκελών ήταν είτε κοντή ανασυρίδα, κοντοβράκι, είτε
ζώμα σε σχήμα Τα (ρωμαϊκό ζώμα), του οποίου η κάτω άκρη περνούσε κάτω από τα σκέλη από το πίσω μέρος και αφού ανασυρόταν από μπροστά στο ύψος της
μέσης, δενόταν μαζί με τις άλλες. Οι Κρητικής ήδη επι μινωικής εποχής φορούσαν επανωκόρμιο
που διέθετε ανορθωτικό στηθόδεσμο και οι άλλες Ελληνίδες χρησιμοποιούσαν το
καλούμενο στροφίον, δηλαδή ένα κορδόνι
με το οποίο έκαναν το πάνω μέρος του χιτώνα τους να γίνεται και
στηθόδεσμος.
ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΛΥΜΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΗΣ
Οι
αρχαίοι Έλληνες είχαν πολλών ειδών καλύμματα της κεφαλής είτε για ομορφιά ή
διάκριση είτε για προστασία της από τις καιρικές συνθήκες ( ήλιο, κρύο κλπ). Τα
καλύμματα αυτά ήταν κάπως όπως τα
σημερινά και τα απλά σημερινά καπέλα, όμως με
κάπως διαφορετικό σχήμα και τρόπο φορέματος. Ο πέτασος ήταν πλατύγυρο ψάθινο καπέλο,
όπως περίπου η σημερινή ρεπούμπλικα για προστασία από τον ήλιο.
Κρατιόταν από ένα λουρί που περνούσε κάτω από το λαιμό. Μετά λεγόταν «σκιάδειον
ή σκιάδιον» = αυτό που κάνει σκιά. Επίσης υπήρχαν και τα καλούμενα κράνη ή
περικεφαλαίες, που ήταν χάλκινα κυρίως καπέλα, για προστασία από τα βέλη και τα σπαθιά στον πόλεμο.
Αγαλμάτιο πεπλοφόρου κόρης, που φορά χιτώνα με κοντές χειρίδες και
πέπλο με μακρύ απόπτυγμα. Στο κατώτερο μέρος του αποπτύγματος υπάρχει
διαμπερής οπή για τη συνένωση των δύο ξεχωριστών χυτών τμημάτων που απαρτίζουν
τη μορφή. (Ε.Α.Μ.) |
Αττικός αμφορέας, 480–470 π.Χ., με τον Ερμή να φορά κοντό χιτώνα,
σανδάλια και τον πέτασο. |
ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΤΑΦΟ ΑΓ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, 325 - 300 π.Χ |
|
|
|
Οι Μακεδόνες αξιωματούχοι του πεζικούς συνοδευόμενοι με ιπποκόμους
προσέρχονται σε συμπόσιο. Οι Αξιωματούχοι φορούν χλαμύδες πάνω από
χιτώνα, στα πόδια κρηπίδες (είδος σανδαλιών) και στο κεφάλι καυσίες, Οι
μουσικοί είναι γυναίκες με ποδήρη
φορέματα και που η μία παίζει κιθάρα και η άλλη αυλό. Ο οινοχόος είναι άνδρας , ο οποίος φορά
μόνο ζώμα. ( Άποψη από τη ζωφόρο του τάφου). |
|
|
|
Οι Μακεδόνες αξιωματούχοι πεζικού προσέρχονται στο συμπόσιο με σάρισες
και ασπίδες. Φορούν χλαμύδες πάνω από
χιτώνα, κρηπίδες (είδος σανδαλιών) και στο κεφάλι καυσίες, ( Άποψη από τη
ζωφόρο του τάφου). |
|
|
|
|
|
Φρουροί του
τάφου με μακρές σάρισες (μακρύ δόρυ) και των οποίων οι ασπίδες είναι κρεμασμένες
και η μια φέρει επάνω το φτερωτό κεραυνό του Δία και η άλλη το γοργόνειο.
Φορούν χλαμύδες πάνω από χιτώνα, μπότες και στο κεφάλι καυσίες, |
Η ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
Ο
Όμηρος στην Ιλιάδα αναφέρει ότι οι αθλητές, όταν πήγαιναν να αγωνιστούν, φορούσαν
«ζώμα» και «ιμάντας»: «ζώμα δε οι πρώτον παρακάββαλεν, αὐτὰρ έπειτα/ δώκεν ιμάντας εϋτμήτους βοὸς αγραύλοιο./ τω δε ζωσαμένω βήτην ες μέσσον αγώνα, / άντα δ’ ανασχομένω χερσὶ στιβαρῇσιν αμ’ άμφω….»(Ιλιάδα Ραψωδία Ψ,
683-686).
Ο
Αρχιεπίσκοπος Ευστάθιος, 12ος αι. μ.Χ. ,
σχετικά με την αρχαία ελληνική αθλητική ενδυμασία, αναφέρει ότι
αρχικά υπήρχε η συνήθεια οι αθλητές να βάζουν τα καλούμενα ζώματα ή άλλως περιζώματα γύρω
από τα αιδοία τους, για να μην
πληγώνονται. Ωστόσο, όταν κάποιοι Αθηναίοι επί άρχοντα Ιππομένους αγωνίστηκαν
και ο ένας από αυτούς έπιασε τον άλλο από το ζώμα και δεν το άφηνε να νικήσει,
κάτι που συνέβηκε και στην ιδ’ Ολυμπιάδα με τον Έρσιπον, που κι αυτόν τον
έπιασε ο αντίπαλός του από το ζώμα και
δεν τον άφησε να νικήσει, θεσπίστηκε από τότε και εξής οι αθλητές να
αγωνίζονται εντελώς γυμνοί και γι αυτό μετά οι αγώνες λέγοντα γυμνικοί και το
μέρος όπου γινόταν οι αγώνες γυμναστήριο. πρβ:
<<683
ζώμα: περιζώματα γαρ έως ποδών διήκοντα
εφόρον προς το μη ευκόλως πλήττεσθαι. ύστερον δε Αθήνησίν τινών αγωνιζομένων
άρχοντος Ιππομένος συνέβη ίνα αυτών πεσόντα προς το εμποδσθήναι υπό του περιζώματος
τελευτήσαι (κατά την ιδ’ Ολυμπιάδα, εφ Ιππομένος Αθήνησιν άρχοντος, Ολυμπίασι
στάδιον θεόντων εν περιζώμασι συνέβη ίνα αυτών Έρσιπον εμποδισθέντα υπο του
περιζώματος πεσείν και τελευτήσαι V ),
όθεν εθεσπίστη γυμνός αγωνίζεσθαι μέχρι του νυν, διο και οι τόποι εν οις έκτοτε
επονούντο, γυμνάσια καλούνται. Νεώτερος ουν Ησίοδος γυμνόν εισάγων αγωνιστάς,
γυμνόν εισάγων Ιππομένη αγωνιζόμ,ενον ταλάντων (τη Ατταλάντη Heynios).V.
Ιππομένη αγωνίζομενον Αταλάντη. η διπλή προς το παλαιόν έθος, ότι εν ενί περιζώματι ηγωνίζοντο. άλλως ζώμα νυν
περίζωμα. Πρώτον δε έθος ην τοις παλαιοίς περιζώματα φέρειν εν τοις αιδoίοις
(περί τα αιδεία D) και ούτως αγωνίζεσθε. Κατά δε τ’ και β’ (λβD) Ολυμπιάδα
Ορίππου του Λακεδαιμονία λυθέν αγωνιζομένου το περίζωμα αίτιον αυτώ νίκης
(ήττης D) εγένετο εξ ου νόμος ετέθη γυμνός τρέχειν. AD.>> (Scholia in Homeri Iliadem, IMMAANUELIS
BEKKERI, BEROLINI 1825)
«683
Ζώμα δε ου μόνον εν πυγμαχία, αλλά εζώνυντο και οι παλαίοντες, ως δηλώσει
προιών ο ποιητής. Ότι δε και εγυμνούντο οι ούτω ζωνύμενοι, σιγά ως φανερόν,
καθά παντελώς εσίγησε και το ζώσασθαι τον επειόν, ως από του Ευρυάλλου
γνωσθησόμεν ον, ενεφηνε δε μόνο το και αμφοτέρους ενταύθα ζώσασθαι εν των
ειπείν, οι δε ζωσάμενοι, περί δε του ζώματος φέρεται ιστορία, ότι μετά την ιδ’ Ολυμπιάδα
συνέβη Όρσιπον τινά εμποδισθένετα υπό περιζώματος, πεσείν και τελευταίσαι, ή
κατά τινας νικιθήναι, όθεν εθεσπίσθη γυμνούς τους τοιούτους αγωνίζεσθαι……….» ( Eustathii archiepiscopi
Thessalonicensis Commentarii ad Homeri Iliadem, ΙΛΙΑΣ Ψ 683, 12ος αι. μ.Χ. )
ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1) Η
ενδυμασία των αρχαίων Ελλήνων ήταν διαφορετική από αυτή των λαών της Αιγύπτου
και της Ανατολής λόγω διαφορετικού κλίματος, αλλά και λόγω διαφορετικού
πολιτισμού – τεχνογνωσίας. Τα αρχαία ελληνικά υφάσματα προέκυπταν από τις
βασικές πρώτες ύλες, ζωικές και φυτικές, με κυριότερες το μαλλί, το λινάρι και
το μετάξι. Για την ύφανση των πρώτων αυτών υλών χρησιμοποιούνταν ο κάθετος
αργαλειός με βάρη. Τα υφάσματα γίνονταν ενδύματα ράβοντάς τα με ραφίδες ή
βελόνες, χάλκινες, σιδερένιες ή οστέινες.
2) Οι
αρχαίοι Έλληνες στο πένθος ντύνονταν με
μαύρα ή σκουρόχρωμα ενδύματα, πλην ίσως του Άργους που φορούσε λευκά. Η συνήθεια, η παράδοση με
τα μαύρα (μέλανα) ρούχα στο πένθος είναι
από αμνημονεύτων χρόνων, όπως προκύπτει
από τα αναφερόμενα από τους αρχαίους συγγραφείς, αλλά και από τους μύθους
των Ελλήνων. Για παράδειγμα ο μύθος του
Μινώταυρου αναφέρει ότι ο βασιλιάς των Αθηνών Αιγέας παρήγγειλε στους ναύτες
του να βάψουν μαύρα τα άσπρα των πλοίων κατά την επιστροφή τους από την Κρήτη,
αν σκοτώνονταν ο γιος του Θησέας στην Κρήτη. Ο Ξενοφώντας στα Ελληνικά του
(σελ. 58) περιγράφει το κόλπο του Θηραμένη, που έντυσε κατασκόπους του με μαύρα
ρούχα, για να πλησιάσουν συγγενείς
σκοτωμένων κλπ, πρβ: «Οί ούν περί τον θηραμένην παρασκεύασαν ανθρώπους
μέλανα ιμάτια έχοντας και έν χρω κεκαρμένους πολλούς έν ταύτη τη εορτή , ίνα
προς την εκκλησίαν ήκοιεν, ως δη συγγενείς όντες των απολωλότων, και Καλλίξενον
έπεισαν εν τη Βουλή.>> Επίσης στην Τραγωδία Ορέστης του Ευριπίδη στ. 458
ο Σπαρτιάτης Τυνδάρεω έρχεται με μαύρο πέπλο και πένθιμη κουρά για τη θυγατέρα
του: «και μην γέροντι δεύρ᾽ αμιλλάται ποδί ο Σπαρτιάτης Τυνδάρεως, μελάμπεπλος
κουρά τε θυγατρὸς πενθίμω κεκαρμένος».
Σε
άλλα μέρη, όταν υπάρχει πένθος δε φορούν μαύρα ρούχα , αλλά έχουν άλλα έθιμα
και σε άλλα είναι κάπου ως τα ελληνικά. Για παράδειγμα η Παλαιά Διαθήκη
αναφέρει ότι για ένδειξη βαθύτατου
πένθους ή οργής και αγανάκτησης ήταν το
σχίσιμο των ρούχων (ιματίων) και η ένδυση με σάκο και η παράλληλη ρίψη (κατάσπασις,
επίπασις) σποδού (στἀκτης) ή χώματος επί της
κεφαλής. Στην τραγωδία του Αισχύλου Περσαι 607-699, ο Αισχύλος παρουσιάζει
μια τελετή στην περσική πρωτεύουσα, μετά
τα νέα της ήττας του Δαρείου στη Σαλαμίνα
(480 π.Χ.), στην οποία η
βασιλομήτωρ Ατοσσα βγαίνει από το βασιλικό παλάτι με μαύρα ρούχα, φέρνοντας
χοές με μέλι, γάλα, αγιασμένο νερό, κρασί και ελαιόλαδο, μαζί με στεφάνι και
αφού αποθέτει το στεφάνι στον τάφο του Δαρείου,
προσφέρει σπονδές.
3) Ο
τρόπος ζωσίματος στην αρχαία Ελλάδα ήταν ανάλογος με την εργασία, ώστε η
ενδυμασία να μην την εμποδίζει. Στην καθημερινή τους ζωή π.χ. οι Αθηναίοι φορούσαν
πιο απλά ενδύματα, πράγμα που επηρεαζόταν και από το επάγγελμα του καθενός. Οι
Αθηναίοι χειρωνάκτες που ζούσαν στην ύπαιθρο και οι δούλοι της Αθήνας ντύνονταν
με την εξωμίδα. Οι αγρότες φορούσαν ένα ένδυμα την κατωνάκη που ήταν
κατασκευασμένο από χοντρό μαλλί με παρυφή που την έπαιρναν από το μαλλί των
προβάτων ενώ οι αλιείς φορούσαν το φορμό που τον έφτιαχναν από πλεκτή ψάθα και
τέλος οι βοσκοί ντύνονταν με τη διφθέρα
Οδηγίες για το πως να φτιάξεις έναν πέπλο -Χρειάζεσαι ένα μεγάλο κομμάτι ύφασμα. Το μάκρος του πρέπει να είναι αρκετά
μεγαλύτερο απ' ότι το ύψος σου. Επίσης, όταν θα το διπλώνεις στα δύο πρέπει
να φτάνει από τον έναν αγκώνα σου στον άλλον. Δίπλωσέ το στο σημείο που
δείχνει το σκίτσο. -Τύλιξέ το γύρω σου και καρφίτσωσέ
το στους ώμους με δύο παραμάνες. Δέσε μια ζώνη γύρω από τη μέση σου
και τράβα λίγο το ύφασμα ώστε να φαίνεται χαλαρό. Ο- πέπλος σου είναι
έτοιμος! |
Οδηγίες για το πως θα
φτιάξεις έναν χιτώνα -Το μάκρος του υφάσματος πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο με το ύψος
σου. Όταν το διπλώσεις στα δύο πρέπει να φτάνει από τη μία άκρη του ενός χεριού
στην άλλη άκρη του άλλου χεριού. -Ράψε το πλάι του υφάσματος όπως δείχνει το σκίτσο. Ράψε το ύφασμα ώστε
να μην ανοίγει. Μην ξεχάσεις να αφήσεις ανοίγματα για το κεφάλι και τα χέρια.
Φόρεσε το χιτώνα. |
ω |
|
ΙΩΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΔΩΡΙΚΟΣ ΧΙΤΩΝΑΣ Δωρικός λέγεται ο απλός χιτώνας,
αυτός που είναι κοντός και χωρίς δίπλες και ιωνικός αυτός με πολλές δίπλες
και ποδήρης. Ο ιωνικός φτιάχνεται από ένα παραλληλόγραμμο μάλλινο ύφασμα, του
οποίου η επάνω μεριά διπλωνόταν μέχρι τη μέση του υπόλοιπου κομματιού,
κάνοντας δίπλη, το απόπτυμα, όπως δείχνει το σχήμα 1. Μετά διπλώνονται στη μέση από την πλάγια πλευρά, ως δείχνει
το σχήμα 2 και στη συνέχεια ενώνονται-ράβονται οι δυο άκρες του υφάσματος (ή
κλείνονται με μία σειρά από κουμπιά),
καθώς και δυο σημεία της άνω πλευράς (παρυφής), όπως δείχνουν τα σχήματα
3 και 4, αφήνοντας έτσι ανοίγματα για
το κεφάλι και τους βραχίονες. Ο χιτώνας που του προσθέτουμε μανίκια ονομάζονται χειριδωτός
και αυτός που φτάνει ως τα πόδια ποδήρης. |
|
|
||||||
|
|
Η
ενδυμασία και γενικά ο πολιτισμός των Ρωμαίων είχε επηρεαστεί σε πάρα πολύ μεγάλο
βαθμό από εκείνα των αρχαίων Ελλήνων λόγω του ότι αφενός οι Έλληνες προηγήθηκαν
στον πολιτισμό και αφετέρου Έλληνες και Ρωμαίοι ήσαν και γείτονες και «una faca una raza».
Απλά οι Ρωμαίοι, σε σχέση με τους Έλληνες, προτιμούσαν περισσότερο το μαλλί απ’
το λινάρι, επειδή το κλίμα της Ρώμης ήταν πιο ψυχρό από αυτό των ελληνικών
πόλεων.
Ο Διονύσιος
ο Αλικαρνασσεύς (Ρωμαϊκή Αρχαιολογία Λόγος Β’ LXI. 1-2), αναφέρει ότι οι
Ρωμαίοι, αντέγραψαν με το νομοθέτης τους Νομά τη Μινωική Πολιτεία και έτσι
εκπολιτίστηκαν και αυτοί. Ο Στράβων αναφέρει ότι η Ρώμη υπήρξε αποικία Αρκάδων
ιδρυθείσα από τον Εύανδρο, ο οποίος μάλιστα φιλοξένησε τον ήρωα Ηρακλή, όταν
ο τελευταίος ταξίδευε δυτικά για να βρει τα βόδια του Γηρυόνη. Ο Στράβων
αναφέρει επίσης ότι από των ημερών του Ευάνδρου καθιερώθηκε να προσφέρουν οι
Ρωμαίοι θυσίες στον Ηρακλή και να τον τιμούν ως πατρογονικό τους ήρωα. Επίσης,
ο Στράβων γράφει ότι οι Ρωμαίοι τιμούν και τη μητέρα του Ευάνδρου, Νικοστράτη,
την οποία αποκαλούν Καρμέντη (Στράβωνος, «Γεωγραφικά» 5, 3,3). Ο
Βιργίλιος αναφέρει ότι ο Εύανδρος και οι Αρκάδες οικιστές της Ρώμης κατάγονταν
από την Αρκαδική Παλλάδα (Βιργιλίου, Αινειάς 8,51). Επίσης
ο Οβίδιος αναφέρει ότι όταν ο Εύανδρος έφθασε στην περιοχή, την ηύρε
ερημική και αραιοκατοικημένη, όμως η μητέρα του Νικοστράτη προφητικώς
είπε πως ο τόπος προοριζόταν να γίνει το κέντρο μιας μεγάλης αυτοκρατορίας. Ο
Πλούταρχος αφενός καταγράφει την ύπαρξη
βωμού στη Ρώμη προς τιμήν της Νικοστράτης – Καρμέντης παρά το τείχος της Ρώμης
(Πλουτάρχου, «Ρωμύλος»,21) και αφετέρου αναφέρει ότι οι αρχαίοι Ρωμαίοι αρχικώς
μιλούσαν Ελληνικά (Πλουτάρχου, «Ρωμύλος», 15).
Μετά που οι Ρωμαίοι έγιναν κοσμοκράτορες χρησιμοποιούσαν περισσότερα
διακοσμητικά ενδυματολογικά αξεσουάρ, που μαζί με τα χρώματα και την ποιότητα
των ενδυμάτων δήλωναν την κοινωνική και οικονομική τάξη των ανθρώπων. Έτσι,
υπήρχαν ρούχα που ξεχώριζαν τους Ρωμαίους πολίτες από τους κατακτημένους.
Φανέρωναν, επιπλέον, το αξίωμα ή την ηλικία εκείνου που τα φορούσε. Ειδικότερα τα ενδύματα των Ρωμαίων ήσαν τα εξής:
Α. Η TUNICA
Η tunica, που ήταν κάτι όπως ο ελληνικός χιτώνας και φοριόταν τόσο από άντρες όσο και
από γυναίκες. Ως ένδυμα σχηματίζονταν από δύο κομμάτια τετραγώνου μάλλινου ή λινού υφάσματος ραμμένα μαζί (ή από
ένα , που διπλώνοντας καθέτως στη μέση ) και ακολούθως στο επάνω στόμιο του
σωλήνα ενώνονταν σε δυο σημεία της παρυφής, ώστε να να κρατείται από εκεί στους όμως κλπ. Πίσω έπεφτε ακανόνιστα μέχρι τα γόνατα, ενώ
μπροστά κατέβαινε πιο χαμηλά και είχε κοντά μανίκια. Ο χιτώνας των γυναικών ήταν
μακρύτερος και έφθανε συχνά μέχρι τη φτέρνα. Συχνά δενόταν με μια ζώνη πάνω από
τη μέση. Τα κορίτσια φορούσαν έναν απλό χιτώνα (tunica) με μια ζώνη στη μέση. Όταν έβγαιναν έξω
φορούσαν πάνω από αυτόν έναν δεύτερο ο οποίος έφτανε μέχρι τα πόδια τους.
Β. H ΤΗΒΕΝΝΟΣ ή ΤΟΓΑ (TOGA)
Η Ρωμαική τήβενος ή
λατινικά toga |
Ο
Διονύσιος Αλικαρνασσέας (Ρωμαϊκή Αρχαιολογία LXI.) αναφέρει ότι η τόγα (toga) των
Ρωμαίων στα ελληνικά λέγεται τήβεννος , όμως δεν του φαίνεται το όνομα
αυτό να είναι ελληνικό, πρβ: «τα δε τοιαύτα των αμφιεσμάτων Ρωμαίοι μεν τόγας, Έλληνες δε τηβέννας1καλούσιν, ούκ οίδ᾿ οπόθεν μαθόντες· Ελληνικὸν γαρ ου φαίνεταί μοι τούνομα είναι». Οι
εξόριστοι Ρωμαίοι δεν είχαν το δικαίωμα να φορούν τήβεννο, ούτε και οι ξένοι.
Τήβεννο είχαν δικαίωμα να φορέσουν μόνο όσοι είχαν το δικαίωμα του Ρωμαίου
πολίτη.
Οι
τήβεννοι διέφεραν στο χρώμα και κυρίως
στην ποιότητα-βάρος του υφάσματος, που
έκανε διαφορετική και την αξία της. Οι ενήλικοι πολίτες φορούσαν λευκή τήβεννο
και οι νέοι κόκκινο. Οι χρωματικές της διαβαθμίσεις ήταν ενδεικτικές για την
κοινωνική θέση του πολίτη. Ειδικότερα το χρώμα της τηβέννου ή toga ήταν
λευκό και αυτή των ανώτερων αξιωματούχων είχε κατά μήκος της άκρης της μια
πλατιά πορφυρή ταινία, σύμβολο εξουσίας και πλούτου. Ο αυτοκράτορας και οι
υψηλοί αξιωματούχοι μπορούσαν να φορούν μία μωβ τήβεννο σε σημαντικές
εκδηλώσεις, ενώ σε περιόδους πένθους οι τήβεννοι είχαν σκούρο χρώμα. Οι αξιωματούχοι φορούσαν τήβεννο στολισμένη
με σχέδια ή με πολύτιμα πετράδια.
Η
τήβεννος φτιάχνονταν αρχικά από μάλλινο ύφασμα και αργότερα οι θερινές
τήβεννοι φτιάχνονταν από μετάξι. Είχε σχήμα οβάλ με διάμετρο 2 μέτρα ή όσο το
ύψος του χρήστη, μήκος 6 μέτρων ή όσο
τρεις φορές το ύψος του χρήστη και ήταν ένδυμα αντίστοιχο προς την ελληνική
χλαμύδα, δηλαδή επανωφόρι που φοριόταν πάνω
από το ιμάτιο της tunica (= ο ρωμαϊκός
χιτώνας), μόνο που η τήβεννος ήταν πολύ πιο μακρά και σε σχήμα οβάλ, ενώ η
χλαμύδα ήταν ορθογώνια και όσο το ύψος και πλάτος του χρήστη. Στην αρχή η
τήβεννος ήταν το κοινό εξωτερικό ένδυμα των ανδρών και των γυναικών κι αργότερα
έγινε το ένδυμα μόνο των ανδρών που είχαν το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη
και ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη. Το αντίστοιχο της toga ένδυμα των γυναικών
της Ρώμης ήταν η στόλα (stola).
Η toga τυλιγόταν με μαεστρία στο σώμα και
κάλυπτε το σώμα από τους ώμους μέχρι τα πόδια, αφήνοντας ελεύθερο μόνο το δεξί
χέρι. Στους χρόνους της αυτοκρατορίας έγινε ένδυμα των ανώτερων κοινωνικών
τάξεων, των αυλικών και των αρχόντων, και οι απλοί πολίτες τη φορούσαν μόνο
στις γιορτές. Υπήρχαν διάφορα είδη, ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο τις
χρησιμοποιούσαν. Και επειδή οι διαστάσεις της την έκαναν δύσχρηστη γι'αυτό και
εγκαταλείφθηκε σιγά σιγά. Τον 2ο αιώνα τη φορούσαν μόνον οι ευγενείς και ο
αυτοκράτορας στις επίσημες εμφανίσεις τους. Τελικά την εποχή
του Ιουστινιανού καταργήθηκε..
Στη
βενετοκρατούμενη Ελλάδα «το(γ)γες» ονομάζονταν οι ράφτες που εργάζονταν για λογαριασμό των Ενετών ράβοντας τις στολές των στρατιωτών τους.
Σήμερα
τήβεννος λέγεται το μακρύ, ριχτό σκουρόχρωμο ένδυμα με φαρδιά μανίκια και
διακοσμητικές ταινίες γύρω από τα μανίκια και το λαιμό, που φορούν δικαστές και
πανεπιστημιακοί σε επίσημες τελετές ή περιστάσεις, μόνο που το ένδυμα αυτό
κατέληξε να είναι ως αυτό που φορούσαν οι μινωίτες στις τελετές.
Γ. Η ΣΤΟΛΑ (STOLA), H PALLA ΚΑΙ ΤO VELLO
Οι
Ρωμαίες γυναίκες πάνω από τη tunica φορούσαν έναν μακρύ χιτώνα που
ονομαζόταν stola και ήταν όπως η ανδρική
τήβεννος. Η palla ήταν μάλλινος μανδύας,
τον οποίο οι Ρωμαίες τύλιγαν συνήθως γύρω από τους ώμους και τα χέρια ή
κάλυπταν με αυτό και το κεφάλι. Το vello ήταν ως έναν πέπλο (velo) που έδεναν
οι ρωμαίες στο δεξί ώμο πουν τον συγκρατούσαν πόρπες. Τα ρούχα των εύπορων γυναικών της αρχαίας
Ρωμαϊκής εποχής ήταν κατασκευασμένα από τέλεια και ακριβά υφάσματα, δηλαδή
από μετάξι και μουσελίνα, ενώ οι φτωχές γυναίκες που
προέρχονταν από χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις, φορούσαν έναν απλό
χιτώνα με τρύπες, ώστε να περνάνε το κεφάλι και τα χέρια, τον οποίο συγκρατούσε μια ζώνη στη μέση τους.
Τα χρώματα του stola ήταν συνήθως σκούρα δηλαδή γκρι, καφέ και άσπρο αλλά και
πολύχρωμα τα οποία έβαφαν με φυτικές μπογιές.
ΤΑ ΕΣΩΡΟΥΧΑ ΚΑΙ Η ΚΑΛΥΚΩΣΗ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ
Οι
Ρωμαίοι ως εσώρουχο των σκελών φορούσαν ένα λινό ύφασμα σε σχήμα Τ, που δενόταν γύρω από τη μέση και το κάτω
μέρος του περνούσε κάτω από τα σκέλη και δενόταν μπροστά μαζί τις άλλες άκρες.
Τα υποδήματα των Ρωμαίων ήταν
οι κοντές μπότες (οι καλούμενε
σολέες ή stivale - στιβάνια), ένα
είδος σανδαλιών, των οποίων η σόλα
δενόταν με κορδόνια στο πάνω μέρος του ποδιού, για να συγκρατιούνται, τα πέδιλα,
που ειχαν σχοινένια ή δερμάτινη σόλα, η οποία συγκροτούνταν με διασταυρούμενους
ιμάντες στο πόδι, καθώς και τα χοντρά
ξύλινα παπούτσια, οι κόθορνοι. Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν τα παπούτσια calceus,
επειδή μοιάζουν με κάλυκες, απ΄όπου και στα κρητοβενετσιάνικα καλύκωση = τα
υποδήματα και καλυκώνω = βάζω παπούτσια, από το Ελληνικό κάλυξ = ο σωλήνας, η
καλύπτρα, το κέλυφος > λατινικά κάλυκας > calza = η κάλτσα (το κέλυφος, ο
σωλήνας του ποδιού), cal(y)x = το τέλος του κάλυκα, η φτέρνα.
,
|
|
||||||
|
|
||||||
|
Άγαλμα της Ίσιδος – Περσεφόνης που έχει στεφθεί με δίσκο και μισοφέγγαρο και
κρατώντας ένα σείστρο και ο Πλούτωνας - Σέραπις που έχει στεφθεί με modion και κρατώντας σκήπτρο - Γόρτυνα
180-190 μ.Χ. ( Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου) |
|
|
|
Ανεπίγραφα ελληνορωμαϊκά αγάλματα
από τη Λάππα, Αργυρούπολη Ρεθύμνης, |
|
|
Κρήτη: Χάλκινο άγαλμα της Αρτέμιδος, β΄ μισό του 1ου με
αρχές του 2ου αιώνα
μ.Χ. Βρέθηκε στις τελευταίες ανασκαφές
στην αρχαία πόλη Άπτερα της Κρήτης. Η
ενδυμασία της θεάς, αν και έχουμε ρωμαϊκή περίοδο, δεν είναι ρωμαϊκή ούτε και
αρχαιοελληνική, αλλά μινωική. Απλά αντί για ποδήρη (maxi) έχουμε κοντή (mini)
φούστα. |
Η
ενδυμασία επί Βυζαντινών αρχικά ήταν όπως αυτή των Ρωμαίων. Στο Βυζάντιο τα ρούχα άλλαξαν από την εποχή
του Ιουστινιανού. Τότε άρχισαν να εισάγονται τα μεταξωτά υφάσματα και η
ενδυμασία έγινε πιο στενή και είχε κάθε λογής διακοσμήσεις. Τα κύρια ενδύματα
των Βυζαντινών επί Ιουστινιανού και μετά ήσαν: ο ποδήρης λινός ή μάλλινος
χιτώνας , ο μάλλινος μανδύας , οι κάλτσες , οι παπούτσες και τα μποτίνια, οι κουκούλες,
οι φακεωλίδες και τα σκιάδια, καθώς και η βράκα, που αρχικά ήταν μόνο εσωτερική (εσώρουχο) και
μετά παρουσιάστηκαν και εξωτερικές και μάλιστα
όπως περίπου η κρητική.
|
Η πουκαμίσα ήταν ποδήρης και στερεωνόταν στους ώμους με ιμάντες ή δακτυλίους,
οι οποίες αφενός σήμερα στις εικόνες φαίνονται σαν φουστάνια και αφετέρου
φτιαχνόταν με απλά υφάσματα που τα στόλιζαν με διακοσμητικές ταινίες,
τα καλούμενεα κλαβία (clavi), διακοσμητικά μοτίβα, τα καλούμενα
σημεία (segnenta) και με τετράγωνα διακοσμητικά επίρραφα τμήματα,
τα καλούμενα ταβλία (tabulae). Στην ύπαιθρο υπήρχαν και κοντές
πουκαμίσες ή οι οι μακρές δένονταν στη μέση με μια ζώνη
και έτσι κόνταιναν μερικώς. Πάνω από τη πουκαμίσα έμπαινε ο μανδύας, που στηρίζονταν στους
ώμους και στερεώνονταν μπροστά με μια καρφίτσα (πόρπη). Στα πόδια έμπαιναν ψηλές πλεχτές κάλτσες και μαντήλια,
σκούφιες ή κουκούλες στο κεφάλι, Οι
γυναίκες φορούσαν φαρδιούς, μακριούς και με μακριά μανίκια πουκαμίσες (χιτώνες)
μαζί με εσάρπες, μαντήλια και καλύμματα της κεφαλής. Οι φακεωλίδες (από το λατινικό facio > φάτσα > αγγλικά face) ήσαν μαντήλια με τα οποίο τύλιγαν
με ειδικό τρόπο το κεφάλι έτσι ώστε να φαίνεται μόνο το πρόσωπο
(κούτελο-μάτια). Τα "σκιάδια" (από
την ελληνική λέξι ίσκιος) ήσαν καπέλα με μεγάλο γείσο που έκανα ίσκιο στο
πρόσωπο.
Οι
στολές του Βυζαντινού στρατού ήταν απλές, πρακτικές και χωρίς κοσμήματα ή
πολύχρωμα εξαρτήματα. Τόσο οι στολές των ιππέων όσο και των πεζών ήταν όμοιες,
διέφεραν μόνο στο βάρος, μέγεθος και σε μικρολεπτομέρειες. Έφεραν χιτώνα (ο
οποίος λεγόταν ζωστάριο και αρμελαύσιο), μανδύα (ο οποίος λεγόταν και γουνίο ή
γουνοβερονίκιο ή κένδουκλο), αναξυρίδες (οι οποίες λέγονταν και βρακία ή
τουβία), περικνημίδες και σκιάδιο (το οποίο λεγόταν και πίλος ή κάλυμμα ή
καλύπτρα δηλ. σκούφια). Τα υποδήματά τους ήταν ελαφρά και στερεά. Οι στολές των
κατώτερων αξιωματικών ήταν πολυτελείς, των ανωτέρων πολυτελέστερες και των
στρατηγών πολυτελέστατες. Έφεραν σκιάδιο (κάλυμμα κεφαλής) «χρυσοκόκκινο
κλαπωτόν άνευ αέρος» και σάγιο (χλαμύδα) από μεταξωτό ύφασμα. Ομοίως, οι
χιτώνες τους ήταν μεταξωτοί χρυσοκέντητοι και έφεραν διάφορες ονομασίες (σκαραμάγγια
ή καββάδια, ή σκαρανίκια ή διβητήσια ή σάκοι). Τα υποδήματα καλούνταν τζαγγία ή
παραπόδια, σάνδαλα και παπούτζες. Οι
στρατηγοί κρατούσαν επίσης και αργυρή ράβδο με χρυσούς κόμβους ή οποία
καλούνταν δικανίκιο (ματζούκα). Η εξάρτυση αποτελούνταν από: τα λωρία για την
ανάρτηση της σπάθης, τα θηκάρια ή πουγγία, για την τοποθέτηση των τροφών, τα
δερμάτινα θηκάρια, για την τοποθέτηση των μαρτζοβάβουλων και τα τοξοφάρετρα (δερμάτινος
γυλιός), για την τοποθέτηση του τόξου και δύο κουκούρων για τα βέλη και το
σωληνάριο.
"Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα με τη συνοδεία της" (547 μ.Χ.) σε ψηφιδωτό
από Άγιο Βιτάλιο Ραβέννας. |
Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός με τη
συνοδεία του" (547 μ.Χ.) σε ψηφιδωτό στον Άγιο Βιτάλιο Ραβέννας . Ο Ιουστινιανός, στο κέντρο, συνοδεύεται από έξι φρουρούς
και τρεις αξιωματούχους, δύο στα δεξιά του και έναν στα αριστερά του. Ο Ιουστινιανός
φορά βαρύ πορφυρό ποδήρη μανδύα (toga, χλαμύδα) στερεωμένο στο δεξιό ώμο με πόρπη (fibula)
και στα χέρια του κρατά χρυσό δίσκο, τον οποίο πρόκειται να προσφέρει στο
ναό. Δίπλα και αριστερά του Ιουστινιανού στέκεται ο επίσκοπος Μαξιμιανός,
όπως μας πληροφορεί η επιγραφή πάνω από το κεφάλι του, ο οποίος φορά ιερατικό κοντό μανδύα (χλαίνη) και
κάτω από αυτό ποδήρη ιερατική
tunica (άμφιο) . Tunica, στερεωμένους
στο δεξιό ώμο με πόρπη, φορούν και οι τρεις ιερείς που υπάρχουν δίπλα και
πίσω του επισκόπου, από τους οποίους ένας
κρατά θυμιατήρι. Οι ιερείς αυτοί φορούν ιερατικές (λευκές φαρδομάνικες)
τουνίκες με ούγια δεξιά κι αριστερά., για διάκριση. Οι δυο φρουροί που στέκονται δεξιά από τον
Ιουστινιανό, καθώς και οι δύο που στέκονται στα δεξιά της Θεοδώρας φορούν
tunica με διακοσμητικές ταινίες, τα κλαβία (clavi),
τα σημεία (segnenta) και με τετράγωνα διακοσμητικά τμήματα,
κεντητά, υφαντά ή βαμμένα με πορφυρό χρώμα, τα ταβλία (tabulae). |
Αυτοκράτορες Ρωμαίοι (Βυζαντινοί) σε μινιατούρα του χειρόγραφου Κων,
14ος αι. Κωνσταντίνου Μανασή (Miniature
31 from the Constantine Manasses Chronicle, 14 century: Roman emperors
Julian, Jovian, Valens, Gratian, Valentinian I and Theodosius I.) |
. Ο Μέγας Αλέξανδρος, που εδώ
απεικονίζεται να φορεί μπότες, μανδύα ποδήρη, στέμμα και να κάθεται σε θρόνο,
δίδει εντολές στο Σέλευκο, το αρχηγό στρατού, που φαίνεται να φορά ζώνη τουρμπάνι, βρακα με τα μπατζάκια έξω από τα καλάμια
που έχουν οι μπότες κλπ. Στα αριστερά και δεξιά του θρόνου είναι στρατιώτες
φορώντας μπότες, βρακες, περιθωράκια,
κουκούλες και κρατώντας πανοπλίες |
Ο Μέγας Αλέξανδρο σε θρόνο δίνει εντολές στους
στρατηγούς του. Ο στρατηγοί φορούν βράκες με τα μπατζάκια έξω από τα καλάμια
των μποτινιών , ζώνες , κουκούλες κλπ . |
|
|
|
|
|
|
Ο
γραμματικός γράφει τις εντολές του Μ. Αλέξανδρου, οι οποίες, αφού
υπογραφούν από Μ. Αλέξανδρο,
παραλαμβάνονται από τους αγγελιοφόρους.
Φορούν παπούτσες, αναξυρίδες (βρακες)
κλπ |
Στρατιωτικοι Βυζαντίου που φορουν στο κεφάλι
κουκούλες και στα πόδια τσαγγία (μποτίνια), εφαρμοστές ποδήρεις βράκες, κάτι
όπως το σημερινό κολάν , πάνω από τα βρακιά φορούν φούστα κλπ |
|
|
Οι εικόνες είναι από το χειρόγραφο
«Χρονικό του Μεγάλου Αλεξάνδρου» του Ψευδο-Καλλισθένη που σώζεται στο
Istituto Ellenico της Βενετίας και φιλοτεχνημένο το 14ο αιώνα. |
Η
ενδυμασία των ιερωμένων χριστιανών, δηλαδή των ιερέων ή άλλως παπάδων (στην
ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία οι ιερείς είναι μόνο άνδρες) και των μοναχών (ή άλλως
καλόγερων και καλογριών) διακρίνεται σε καθημερινή και τελετουργική.
Η
καθημερινή ενδυμασία των ιερέων στην ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία αποτελείται
από το μαύρο ράσο, τα μαύρα παπούτσια, το λευκό εσωτερικό χιτώνα (φανελάκι), τη
λευκή περισκελίδα (σώβρακο) και το μαύρο το καλυμμαύκι Σε περίπτωση ψύχους μέσα από το ράσο μπαίνει
ως επενδύτης μάλλινη ζακέτα. Οι γυναίκες καλόγριες φορούν επίσης ράσο, μαύρα
παπούτσια κλπ. Η καθημερινή εμφάνιση του
ιερωμένου χριστιανού, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία, είναι το
μαύρο ράσο και τα άκουρα μαλλιά, για να του θυμίζουν – συμβολίζουν ότι το λειτούργημά του απαιτεί θυσίες, ότι
παραιτείτε τα εγκόσμια και ακολουθεί την απλότητα, την αυταπάρνηση και την
προσφορά, ότι θα είναι δίκαιος, αδελφός και ένας πνευματικός γιατρός και όχι
απλώς άνθρωπος κλπ
Η
ενδυμασία των ιερέων και των μοναχών κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, καθώς
και των άλλων τελετουργιών (οι καλόγριες
δε έχουν τελετουργική ενδυμασία, γιατί δε λειτουργούν, μόνο ψάλουν) είναι τα
ιερά άμφια. Η λέξη «άμφιον» προέρχεται από το ρήμα «αμφιέννυμι» απ΄όπου και η
λέξη αμφίεση = το ένδυμα. Τα άμφια, που
είναι κάτι ως και οι ενδυμασίες
των λοιπών κοινωνικών ομάδων (γιατρών, στρατιωτικών κλπ) σε ώρα υπηρεσίας,
δηλαδή « τα ρούχα της δουλειάς», είναι
ανάλογα με την ιεραρχία και συγκεκριμένα τα εξής:
Άμφια διακόνου:
Στιχάριο Επιμάνικα ή Επιμανίκια, Ωράριον ἤ
οράριον.
Άμφια πρεσβυτέρου:
Επιτραχήλιον ή πετραχήλι, Ζώνη ή Ζωστήρ,
Φαιλόνιον, Επιγονάτιον.
Άμφια επισκόπου:
Σάκκος Ωμοφοριον Μανδύας, Μιτρα, Σταυρός,
Εγκολπιον, Ποιμαντική ράβδος.
Για
διάκριση της ιεραρχίας στους ιερωμένους χριστιανούς, οι ιερείς και οι καλόγεροι
φορούν καλυμμαύκι ή κουπάκι και οι μητροπολίτες τη μίτρα.
Οι ιερατικές στολές για τις θείες λειτουργίες αποτελούνταν
ήδη από τον 4ο - 12ο αιώνα μ.Χ. από το στιχάριο (στιχάρι), το οποίο ήταν
κοινό και για τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης, το μονό οράριο, το οποίο ήταν
διακριτικό άμφιο του διακονικού βαθμού, το επιτραχήλιο (πετραχήλι), τη ζώνη και το φαιλόνιο (μανδύας), που ήταν κοινά
άμφια του βαθμού του ιερέα και του επισκόπου (με τη διαφορά ότι το φαιλόνιο του
επισκόπου ήταν πολύσταυρο) και το ωμοφόριο (ωμοφόρι ή ομόφορο), που ήταν
διακριτικό αποκλειστικά του αρχιερατικού αξιώματος. Μετά προστέθηκαν, το διπλό
οράριο, επιγονάτιο , το καλυμμαύκι κ.α., καθώς και η μίτρα με την ποιμαντορική
ράβδος για τους δεσποτάδες. Ειδικότερα:
Το καλυμμαύκι είναι μαύρος στητός σφαιρικός πίλος των
ορθόδοξων κληρικών. Το
κάλυμμα των μοναχών λέγεται απλώς «κουπάκι», επειδή μοιάζει ως η κούπα =
λατινικά camella. Το καλυμμαύκι των ιερέων (παπάδων) διαθέτει γωνιώδες γείσο,
ενώ των μοναχών είναι πιο χαμηλό χωρίς γείσο. Το καλυμμαύκι στα λατινικά
λέγεται camellaucium > καμηλαύκι, από το camella = «κούπα» +
caucus/καυκί- αυχένας και επομένως καλυμμαύκι σημαίνει η κούπα πάνω στο
καυκίον, το καύκαλο του κεφαλιού. Η λατινική λέξη camella είναι συγγενής με τη
λέξη camelus (= η «καμήλα») = το
ζώο που έχει camella = κούπα/καμπούρα στη ράχη.
Το οράριο είναι μια μακρόστενη ταινία υφάσματος, που φοριέται πάνω
από τον αριστερό ώμο, με το ένα άκρο του εμπρός και το άλλο πίσω. Το άκρο του,
που βρίσκεται εμπρός, κρατάει ο διάκονος με το δεξί του χέρι, όταν δέεται.
Το επιτραχήλιο > πετραχήλι είναι ένα μακρύ και πλατύ κεντητό ύφασμα ως
ταινία, που φοριέται στο λαιμό, εξ' ου και η ονομασία του (επί+τράχηλος). Στη
μορφή είναι σαν το οράριο, αλλά έχει και τα δύο άκρα εμπρός.
Ο σάκος είναι ένδυμα
πολυτελές και βασιλικό. Το ύφασμα σχηματίζει σταυρό με οπή στο κέντρο, απ' όπου
διέρχεται η κεφαλή του επισκόπου, όταν το φορά. Τότε, το μισό ύφασμα κρέμεται
έμπροσθεν και το άλλο ήμισυ όπισθεν του αρχιερέα. Οι διάκονοι ή υποδιάκονοι
ενώνουν την εμπρός και πίσω πλευρά του σάκου με κωδωνίσκους αντί κομβίων στα
πλάγια και κάτω από τα μανίκια. Από εβραϊκό saccus < σάκκος (ὁ)
αρχαία ελληνικά = η σάκα, κοινώς σακούλι.
Το στιχάριο είναι ποδήρης χιτώνας με φαρδιά μανίκια, που φοριέται ως
πρώτο και εσώτατο άμφιο. Οι πρεσβύτεροι και οι επίσκοποι φέρουν κατά κανόνα λευκό
ενώ οι διάκονοι ποικίλου χρώματος με βραχύτερες χειρίδες (μανίκια). Το σημερινό ζωστικό που
φορούν όλοι οι κληρικοί είναι η εξέλιξη του αρχαίου χιτώνα
Το ωμοφόριο (= το φόρεμα των ώμων) είναι μια πλατιά και μακριά λωρίδα
υφάσματος. Φοριέται πάνω στους ώμους (εξ ου και ωμοφόριο, ώμος + φέρω) και τυλίγεται
γύρω από το λαιμό, δημιουργώντας ένα βαθύ V στο στήθος του επισκόπου, ενώ οι
δύο άκρες του υφάσματος κρέμονται εμπρός και πίσω από τον αριστερό του ώμο
μέχρι το ύψος των γονάτων
Ο μανδύας είναι μακρύ, κόκκινο ή πορφυρό εξωτερικό ένδυμα ως η χλαίνη, αυτοκρατορικής προέλευσης.
Φέρει χρωματιστές κεντητές παραστάσεις. Λέγεται
έτσι γιατί είναι όπως το ιμάτιο > ιμάντας > μανδύας = λατινικά mandelum
Το φαιλόνιο είναι ένδυμα αρχαϊκής μορφής, μοιάζει με αρχαίο μανδύα ή
άλλως χλαμύδα και δεν έχει μανίκια. Είναι ανοικτό στο μπροστινό μέρος και φοριέται
από το κεφάλι
Το ράσο είναι ένα φαρδύ,
μακρύ (ως τα πόδια), εξωτερικό και μαύρο ένδυμα που φορούν στην καθημερινή
τους ζωή οι κληρικοί, οι μοναχοί και συχνά, όταν ψέλνουν, οι ιεροψάλτες. Η λέξη «το ράσο»
προέρχεται από το ουδέτερο της μετοχής (rasum) του παθητικού
παρακειμένου του λατινικού ρήματος rado: αποξέω, ξυρίζω και η η λέξη ράσο σημαίνει ένδυμα μη χνουδωτό, το λείο, και τέτοια
ενδύματα ήσαν τα μεταξωτά. Υπάρχει και το ύφασμα που καλείται ρασά, το οποίο γίνεται από το μαλλί προβάτων. Το
ράσο διαμορφώθηκε σαν κοσμικό ένδυμα στο Βυζάντιο
από τον 6ο μ.Χ. αιώνα και προέρχεται από το
βυζαντινό κολόβιο ή καββάδιο (ή και καφτάνιο). Αρχικά η ρασοφορία ήταν η ομοιόμορφη ενδυμασία των μοναχών,
κάτι που δεν είχαν οι έγγαμοι κληρικοί. Μετά την απελευθέρωση της ελλάδος από
τους Τούρκους, η τότε Ιερά Σύνοδος με την υπ' αριθμόν 4 821/28 Μαΐου 1855 Εγκύκλιο
της, επέβαλε, χάριν ομοιομορφίας προς τους καλόγηρους τη σημερινή ενδυμασία για
όλους τους κληρικούς. Μοναχοί και
κληρικοί (ιερείς ή άλλως παπάδες), όταν ιερουργούν φορούν τα ιερά άμφια
και στην καθημερινότητα το ράσο.
Το καλυμμαύκι είναι ο μαύρος στητός κυλινδρικός και χωρίς γείσο πίλος (
κάλυμμα της κεφαλής) των ιερέων. Λέγεται
έτσι, γιατί είναι κάλυμμα αυχένα - καυκιού
(κεφαλής)
Το «κουπάκι» , που είναι ως ένα απλό
καλυμμαύκι, είναι ο πίλος των μοναχών. Λέγεται έτσι, γιατι μοιάζει με
κούπα, κύπελο.
Η μίτρα, που είναι πίλος πολύ ακριβός και
αυτοκρατορικής προέλευσης, είναι το κάλυμμα των
επισκόπων ή άλλως δεσποτάδων και μητροπολιτών
Σημειώνεται ότι:
Α) Οι
μοναχοί και οι ιερείς στις Λειτουργίες
πένθους (κηδείες, Μ. Παρασκευής κλπ) φορούν άμφια στα οποία επικρατεί
το μαύρο χρώμα και σ’ αυτές της χαράς (επετείους ανεξαρτησίας, γάμων,
Πάσχα κλπ) λευκά και ερυθρά.
Β) Τα
μαύρα ρούχα είναι από αρχαιοτάτων χρόνους στους Έλληνες ένδειξη πένθου, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα από τους αρχαίους
συγγραφείς, αλλά και από τους μύθους των
Ελλήνων. Για παράδειγμα ο μύθος του Μινώταυρου αναφέρει ότι ο βασιλιάς
των Αθηνών Αιγέας παρήγγειλε στους ναύτες του να βάψουν μαύρα τα άσπρα των
πλοίων κατά την επιστροφή τους από την Κρήτη, αν σκοτώνονταν ο γιος του Θησέας
στην Κρήτη. Ο Ξενοφώντας στα Ελληνικά του (σελ. 58) περιγράφει τον κόλπο του
Θηραμένη, που έντυσε κατασκόπους του με μαύρα ρούχα, για να πλησιάσουν συγγενείς σκοτωμένων κλπ, πρβ: «Οι
ούν περί τον θηραμένην παρασκεύασαν ανθρώπους μέλανα ιμάτια έχοντας
και έν χρω κεκαρμένους πολλούς έν ταύτη τη εορτή , ίνα προς την εκκλησίαν
ήκοιεν, ως δη συγγενείς όντες των απολωλότων, και Καλλίξενον έπεισαν εν τη
Βουλή.>> Επίσης στην Τραγωδία Ορέστης του Ευριπίδη στ. 458 ο Σπαρτιάτης
Τυνδάρεω έρχεται με μαύρο πέπλο και πένθιμη κουρά για τη θυγατέρα του: «και μην γέροντι δεύρ᾽ αμιλλάται ποδί ο Σπαρτιάτης Τυνδάρεως, μελάμπεπλος κουρά τε θυγατρὸς πενθίμω κεκαρμένος». Ομοίως επι Ενετοκρατίας:
«Είκοσι από τους φρόνιμους του Ρήγα τιμημένοι
σηκώνουσίνε το νεκρό τα μαύρα φορεμένοι.
Εκμεταλλάσσουντα συχνιά κι εκλαίγα σ' κάθε ζάλο,
κι από μακράς εδείχνασι τον πόνο το μεγάλο.
Και δυο χιλιάδες στρατηγοί πλια άξοι και πλια αντρειωμένοι
το Ρήγα συντροφιάζουσι ολόμαυρα ντυμένοι».
(Ερωτόκριτος στίχοι Δ 1963-1968, Β. Κορνάρος)
Μαύρα ρούχα φορούσαν στην αρχαιότητα και οι
Πέρσες. Στην τραγωδία του Αισχύλου «Περσαι» (607-699), ο Αισχύλος παρουσιάζει
μια τελετή στην περσική πρωτεύουσα, μετά
τα νέα της ήττας του Δαρείου στη Σαλαμίνα
(480 π.Χ.), στην οποία η
βασιλομήτωρ Ατοσσα βγαίνει από το βασιλικό παλάτι με μαύρα ρούχα, φέρνοντας
χοές με μέλι, γάλα, αγιασμένο νερό, κρασί και ελαιόλαδο, μαζί με στεφάνι και
αφού αποθέτει το στεφάνι στον τάφο του Δαρείου,
προσφέρει σπονδές. Αντίθετα οι Εβραίοι είχαν άλλα έθιμα. Η Παλαιά
Διαθήκη αναφέρει ότι οι Εβραίοι σε
ένδειξη βαθύτατου πένθους ή οργής και αγανάκτησης ήταν το σχίσιμο των ρούχων (ιματίων) και η
ένδυση με σάκο και η παράλληλη ρίψη (κατάσπασις, επίπασις) σποδού (στἀκτης) ή χώματος επί της κεφαλής. Ο
σάκος (εβραϊκά σακ) στους Εβραίους ήταν ιμάτιο, ζώμα, που το φορούσαν σε
περίπτωση υπόδειξης είτε πένθους είτε σεβασμού
(επισημότητας). Όταν ο Ιακώβ πένθησε για τον υποτιθέμενο θάνατο του γιου του,
του Ιωσήφ, έζωσε τους γοφούς του με «σάκο»: «Τότε ο Ιακώβ έσκισε τους μανδύες
του και έβαλε σάκο πάνω στους γοφούς του και πένθησε για το γιο του πολλές
ημέρες (Γένεση 37.34). Σήμερα με τη λέξη «σάκο» υποδηλώνουμε ένδυμα που κάτι
βάζουμε μέσα, το σακί (το τσουβάλι) είτε το ανδρικό και γυναικείο σακάκι
(ιμάτιο κομμένο στα μέτρα του χρήστη).
Οι μοναχοί αρχικά φορούσαν μόνο το ράσο και ένα κουκούλιο και
οι κληρικοί πάλι το ράσο και αδιάφορα ένα από τα σοβαρά καπέλα της εποχής. Ιδιαίτερα οι ανώτεροι προτιμούσαν τον πέτασσο
ή άλλως σκιάδιο (καπέλο ως περίπου η ρεπούμπλικα), που ήταν κάλυμμα της κεφαλής
και των κοσμικών αρχόντων. Μετά καθιερώθηκε ο κυλινδροειδής και ο σφαιροειδής
πίλος. Το σκιάδιο χρησιμοποιούνταν από τους κληρικούς μέχρι το 1669. Τότε ο
Σουλτάνος στον Πατριάρχη Μεθόδιο, αντί να δώσει σκιάδιο, για να τον ταπεινώσει
του έδωσε κόκκινο καλπάκι.
Η
επικράτηση του μελανός χρώματος στην εξωτερική αμφίεση των Μοναχών έγινε κατά
την εποχή του Ιωάννου του Χρυσοστόμου (344 – 404), όπως προκύπτει από τα
λεγόμενα του Ιστορικού Ζώσιμου, όπου έχουμε αναφορά περί μέλανος χρώματος:
«όσοι φαιαίς έτυχον εσθήσεσι ημφιασμένοι , οίς συναπολέσθαι συνέβη πολλούς ή
δια πένθους ή δια τινα ετέραν περιπέτειαν εν ιματίοις ευρεθέντας τοιούτοις».
Γ) Τελευταία τα ρούχα των ιεραρχών, και ιδιαίτερα των
αξιωματούχων, γίνονται από πανάκριβα υλικά και σε σχήματα πολυτελή και
ευφάνταστα, κάτι που για πολλούς δεν είναι στο πνεύμα της εκκλησίας και του
μοναχισμού.
Δ)
Μαφόριο λέγεται στην αγιογραφία το είδος λεπτού πέπλου που καλύπτει το κεφάλι
και τους ώμους της Παναγίας Το μαφόριο = λατινικά mafortium, maforte, εβραϊκά
ma’aforet ήταν είδος
πέπλου των γυναικών επί εποχής της Παναγίας και μάχρι τους βυζαντινούς
χρόνους που κάλυπτε την κεφαλή και έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Ενίοτε ήταν
και κοντός μανδύας μοναχών.
|
Ζωγραφιές ανθρώπων και σκηνών από τους δρόμους της Κωνσταντινούπολης
επί Οθωμανών (Ottoman Illustrations from: Ι Turchi. Codex Vindobonensis 8626)
του Bartolemeo von Pezzen, πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη 1586- 1591
επί αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας Ρούντολφ ΙΙ. Ο κώδικας
αυτός σήμερα διατηρείται στην Εθνική
Βιβλιοθήκη της Βιέννης. |
Γκραβούρα του Jacques de
Franssières. 1687-1715.
Greek priest = Prestre Grec. From Paintings by Jean-Baptiste Vanmour (Van
Mour), 1671-1737. |
Γκαβούρα του
Gérard Scotin, 1643-1715 From Paintings by Jean-Baptiste Vanmour (Van
Mour), 1671-1737. The patriarch of the Greeks = Le patriarche des Grecs |
|||
|
|
|||
O Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής παραχωρεί τα προνόμια του Πατριαρχείου στον Πατριάρχη
Γεννάδιο Σχολάριο (κατά κόσμον Γεώργιος Κουρτέσιος,), 1400 - 1473,
πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης |
Μητροπολίτης Πέτρας
και Χερσονήσου Κρήτης Νεκτάριος, 1951 - 2015 |
|
Η λέξη εύζωνας προέρχεται από
το πανάρχαιο ελληνικό επίθετο, ομηρικό: ο,η, το εύζωνος,ος,ον , το οποίο σημαίνει
ο ωραία, ο καλώς ζωσμένος (από το εὖ + ζώννυμι ή και ζωννύω >
ζώνω). Ειδικότερα στην κυριολεξία σημαίνει αυτός που φορά ωραία ζώματα (=
ιμάτια) με τα οποία κάλυπταν οι αρχαίοι το σώματα τους και όχι αυτός που
φορά μόνο ωραία ζώνη μέσης. Το επίθετο «ο,η,το εύζωνος, ον, στον Όμηρο (Ιλιάδα Α. 429, Ψ. 261, 760 και στον
Ομηρικό Ύμνο «Εις Δήμητρα ( 212) λέγεται ως επίθετο των γυναικών (οι οποίες
καλούνται και βαθύζωνοι. καλλίζωνοι, βαθύκολποι κλπ). Ακολούθως και επί ανδρών,
ο ζωσμένος προς γύμναση, ο ζωσμένος ἢ ενδεδυμένος ελαφρώς προς πορεία, δραστήριος, ενεργητικός. Ακολούθως κατά την τουρκοκρατία εύζωνοι καλούνταν οι φουστανελάδες και μετά και βρακοφόροι στρατιώτες που ήσαν επίλεκτοι
και με στολές που θεωρούνταν ως οι πιο ωραίες
και οι ίδιοι ως οι πιο ωραίοι )ψηλοί και λεπτοί) και οι πιο καλοντυμένοι
στρατιώτες του Ελληνικού Στρατού.
Η ευζωνική στολή της
φουστανέλας, γιατί υπάρχει και αυτή της βράκας, έτσι όπως την ξέρουμε σήμερα,
τη βλέπουμε, σε γκραβούρες, αγγεία και πίνακες της περιόδου της Τουρκοκρατίας
(1453-1821), να τη φορούν οι αρματολοί και οι κλέφτες. Ο τσολιάς, με τη φουστανέλα και το τσαρούχι,
γίνεται σύμβολο της Εθνεγερσίας και η στολή
του Εύζωνα, μετά την Επανάσταση του 1821, καθιερώνεται επίσημα σαν Εθνική ενδυμασία
όλων των οπλαρχηγών και αγωνιστών της Επαναστάσεως Η επίσημη ιστορία των
ευζωνικών ταγμάτων (αργότερα συνταγμάτων) ξεκίνησε το 1867, με την ίδρυση
τεσσάρων ταγμάτων, καθένα από τα οποία διέθετε οργανική δύναμη τεσσάρων λόχων.
Κεντρική τους αποστολή ήταν η φύλαξη της μεθορίου. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
τα Συντάγματα Ευζώνων αναδιοργανώθηκαν και συγκροτήθηκαν σε σύγχρονες Μονάδες
Πεζικού μέσα στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μας.
Η πρώην ανακτορική και νυν προεδρική φρουρά ιδρύθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1868 ως
μάχιμο και τελετουργικό ταυτόχρονα Άγημα. Σταδιακά ο ρόλος της μετατράπηκε σε
αποκλειστικά τελετουργικό. Ειδικότερα το 1914 συγκροτήθηκε η ιδιαίτερη μονάδα ευζώνων που φιλά και
αποδίδει τιμές, υψώνει τη σημεία κλπ στα ανάκτορα, η καλούμενη Ανακτορική και νυν Προεδρική Φρουρά,
Η ευζωνική στολή της
φουστανέλας αποτελείται από τα εξής ενδύματα:
Η 19η σελίδα του επτανησιακού
χειρογράφου του Ερωτόκριτου, 1721 μ.Χ..
Ο Ερωτόκριτος με τον Πολύδωρο
στα ανάκτορα του βασιλιά των Αθηνών Ηρακλή κάνουν κανταδα με μαντολίνο.
Φορούν βράκες και πάνω από αυτές φούστα (fusta). |
Θραύσματα βυζαντινών αγγείων του 12ου αιώνα από την
Κόρινθο, που δείχνουν Έλληνες πολεμιστές που φορούν Φουστανέλες ( Morgan, Charles Hill (1942). The Byzantine pottery.
Cambridge, Mass., Published for the American school of classical studies at
Athens, Harvard university press, σελ. 132-3. OCLC 36957616. ) |
Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΥΖΩΝΙΚΗ ΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΦΟΥΣΤΑΝΕΛΑΣ
Α. Ευζωνική στολή φουστανέλας οπλίτη
Η φουστανέλα.
Είναι φούστα από άσπρο
ύφασμα 30 μετρων, με πάρα πολλές πτυχές
και με μήκος που φτάνει μέχρι το γόνατο Οι δίπλες της Φουστανέλας είναι
ίσες με τα χρόνια της τουρκοκρατίας (400).
Το φάριο, ο
σκούφος του Εύζωνα. Είναι φτιαγμένο από χοντρή τσόχα χρώματος κόκκινο και φέρει
στο κέντρο το Εθνόσημο. Χαρακτηριστικό κομμάτι του Φάριου είναι η μακριά μαύρη
φούντα. Θεωρείται ότι Συμβολίζει Το Δάκρυ του Χριστού κατά τη Σταύρωση.
Το πουκάμισο (υποδήτης).
Είναι λευκό χρώμα και χαρακτηριστικό είναι το μεγάλο άνοιγμα των μανικιών.
Γενικά το λευκό χρώμα που κυριαρχεί στην Ευζωνική στολή θεωρείται ότι
συμβολίζει την αγνότητα των Εθνικών Αγώνων.
Η φέρμελη (γιλέκο).
Είναι το γιλέκο της Ευζωνικής στολής και είναι το πιο δύσκολο κομμάτι κατά τη
διαδικασία κατασκευής της Ευζωνικής στολής. Στο πίσω μέρος, από τον ώμο και ως
τη μέση προεξέχουν δύο κομμάτια, όπου πάνω υπάρχουν λευκά και επίχρυσα νήματα
με τα οποία απεικονίζονται σχέδια λαογραφικής σημασίας. Ένα από αυτά τα σχέδια
είναι το “Χ” και το “Ο” που αντιστοιχούν στις λέξεις “Χριστιανός Ορθόδοξος”. Οι
λωρίδες οι κίτρινες που υπάρχουν διευκρινίζουν το βαθμό του Εύζωνα. Δύο λωρίδες
είναι ο βαθμός του Λοχία και η μία ο βαθμός του Δεκανέα.
Τα κρόσσια.
Είναι χρώματος μπλε-άσπρο και συμβολίζουν το Εθνικό μας σύμβολο, τη Γαλανόλευκη
Σημαία.
Οι επικνημίδες ή άλλως καλτσοδέτες.
Είναι κατασκευασμένες από ελαστικό μαύρο ύφασμα
και φοριούνται κάτω από το γόνατο, όπως προδίδει το όνομά τους στο ύψος που
αρχίζει η κνήμη. Έχουν δύο φούντες από μαύρο μετάξι και συμβολίζουν και αυτές
όπως και το θίσανο, τα δάκρυα και το πένθος των υπόδουλων Ελλήνων.
Τα σσαρούχια. Είναι κατασκευασμένα εξ ολοκλήρου στο
χέρι από σκληρό κόκκινο δέρμα Κρήτης. Η σόλα τους είναι οπλισμένη με περίπου 60
καρφιά και πέταλο στο τακούνι. Η μύτη του τσαρουχιού καταλήγει σε μία μυτερή
προεξοχή. Κατά μέσο όρο το κάθε τσαρούχι ζυγίζει 3,5 κιλά. Πλέον
χαρακτηριστικό κομμάτι είναι οι μαύρες φούντες που καταλήγουν στη μύτη του
τσαρουχιού. Την εποχή που τα Ευζωνικά Τάγματα ήταν μάχιμα τμήματα του Ελληνικού
Στρατού, οι φούντες έκρυβαν αιχμηρό αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιούσαν στις
μάχες σώμα με σώμα.
Η εξωτερική δερμάτινη ζώνη. Είναι η ζώνη
του Εύζωνα όπου συγκρατούν τις φυσιγγιοθήκες και τη θήκη της Ξιφολόγχης.
Οι κάλτσες. Οι
κάλτσες είναι πολύ μακρές και λευκές και κατασκευασμένες από βαμβάκι ή μαλλί.
Κάθε εύζωνας φέρει από δύο κάλτσες σε κάθε πόδι. Οι κάλτσες στηρίζονται στη
μέση του εύζωνα, κάτω από τη φουστανέλα, με τη βοήθεια μιας δερμάτινης ζώνης
που ονομάζεται 'ανάσπαστος' και ζαρτιέρες (ειδικές καλτσοδέτες), που είναι
μαύρου χρώματος και κατασκευασμένες από μετάξι.
Η κάπα (ειδική χλαίνη).
Είναι φτιαγμένη από πολύ χοντρή τσόχα και χρώματος μπλε.. Η κάπα είναι διακοσμημένη με κόκκινα και λευκά
γαϊτάνια.
Η περισκελίδα και ο ανάσπαστος ή εσωτερική ζώνη. Ο
ανάσπαστος είναι κατασκευασμένος από δέρμα και συγκρατεί τεντωμένες τις κάλτσες
του Εύζωνα με ειδικές ζαρτιέρες. Ο ανάσπαστος φοριέται
πάνω από το εσώρουχο και τις κάλτσες.
Το όπλο.
Είναι το πιο δύσκολο κομμάτι και όχι μόνο λόγου βάρους, αλλά περισσότερο λόγου
της σωματικής πίεσης που ασκείται στο σώμα του Εύζωνα. Για να είναι επιβλητική
η κίνηση του Εύζωνα, στην κίνηση του «επ΄ώμου» ο Εύζωνας χτυπά με μεγάλη δύναμη
το όπλο στον ώμου του για να προκληθεί θόρυβος. Στις πρώτες υπηρεσίες οι
αριστεροί ώμοι όλων των Ευζώνων είναι μελανιασμένοι.
Η ξιφολόγχη. Η
Ξιφολόγχη είναι αναρτημένη στο όπλο σε όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας όπως και
στις παρελάσεις.
Β. Ευζωνική στολή φουστανέλας αξιωματικού
Η φουστανέλα, που
είναι πιο μακρά από αυτή του οπλίτη, Τα
Τουζλούκια (περικνημίδες), Τα
Σταβάλια (κόκκινα μποτάκια, στιβάνια), Η περισκελίδα. Το κόκκινο μακρύ παντελόνι, Οι επικνημίδες χρώματος μπλε, Το φάριο. Μεγαλύτερο σε μέγεθος από
αυτό των Ευζώνων και μπροστά φέρει το βαθμό του αξιωματικού, Το σπαθί. Πιστό αντίγραφο των
οπλαρχηγών του 1821, Η φέρμελη. Η κάπα
Η
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΥΖΩΝΙΚΗ ΣΤΟΛΗ
Η ως
άνω λευκή ευζωνική στολή της Φουστανέλας χρησιμοποιείται μόνο τις Κυριακές, Αργίες
και στις περιπτώσεις αποδόσεων τιμών σε αρχηγούς κρατών η σε διαπιστευτήρια Τις υπόλοιπες μέρες οι εύζωνοι φέρουν την καθημερινή
ευζωνική ενδυμασία. Σε αυτήν, το λευκό πουκάμισο, η φέρμελη και η φουστανέλα
αντικαθίστανται από το ντουλαμά, που είναι κατασκευασμένη από τσόχα.
Ο χειμερινός ντουλαμάς, χρώματος
σκούρο μπλε, αποτελεί φόρο τιμής στους Μακεδονικούς αγώνες του ελληνισμού.
Φέρεται κατά την ευζωνική υπηρεσία τις καθημερινές της χειμερινής περιόδου. Η
χαρακτηριστική αυτή χλαίνη, ελάχιστα έχει αλλάξει από το 1888.
Ο θερινός ντουλαμάς, μπεζ χρώματος, από θερινό ύφασμα
(μερσεριζέ) αποτελεί φόρο τιμής στους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά απηχεί γενικότερα στους αγώνες των
Ελλήνων από τον ατυχή πόλεμο του 1896 ως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Φοριέται
στην ευζωνική υπηρεσία τις καθημερινές της θερινής περιόδου. Κουμπώνει με μία
κατακόρυφη σειρά από πέντε λεία μπρούτζινα κουμπιά. Ο γιακάς φέρει ένα επίραμμα
από μπλε τσόχα σε κάθε πλευρά του. Οι επωμίδες έχουν από ένα λείο μεταλλικό
κουμπί όπως και οι τσέπες στο ύψος του στήθους. Τα μανίκια έχουν στο κάτω μέρος
τους ένα γαζί σχήματος λάμδα όπου φέρονται και τυχόν διακριτικά βαθμού (δεκανόσημα
ή λοχιόσημα) κατά το γαλλικό σύστημα. Ο ντουλαμάς στο κάτω μέρος του σχηματίζει
«φουστανέλλα» με 42 πτυχές. Το μπροστά μέρος της φουστανέλλας δεν έχει πτυχές.
Στο πίσω μέρος της, η φουστανέλα έχει άλλα δύο λεία κουμπιά, στο ύψος της
ζώνης.
ΤΟ ΕΝΔΥΜΑ ΦΟΥΣΤΑΝΕΛΑ
Φουστανέλα
λέγεται η φούστα από άσπρο
ύφασμα, με πάρα πολλές πτυχές και με
μήκος που φτάνει μέχρι το γόνατο, την οποία φορούν οι καλούμενοι φουστανελάδες
ή άλλως τσολιάδες. Οι πτυχές (δίπλες) της φουστανέλας των Ευζώνων
μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος έγιναν
400, τόσες όσα τα χρόνια της σκλαβιάς
των Ελλήνων επί τουρκοκρατίας, περίοδο που τη φορούσαν οι Έλληνες. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η
φουστανέλα δεν είναι ελληνικό ένδυμα , αλλά αρβανίτικο ή βλάχικο που προήλθε
από το ρωμαϊκό χιτώνα, γιατί αφενός ο ελληνικός
χιτώνας δεν είχε πτυχές, ενώ ο ρωμαϊκός έφτανε
έως τα γόνατα και συνάμα είχε πολλές πτυχές, κάτι όπως έχει και η φουστανέλα
και αφετέρου η φουστανέλα ήταν ένδυμα
των Αρβανιτών που είχαν κάνει στρατιώτες στο Ρωμαϊκό στρατό και των Βλάχων, οι
οποίοι θεωρούνται Ρωμαϊκής καταγωγής. Ωστόσο όλα αυτά δεν ευσταθούν, γιατί:
Α) Η
φουστανέλα δεν είναι ούτε ρωμαϊκό ούτε και τούρκικο ένδυμα, αλλά ελληνικό, αφού αυτό το ένδυμα
δεν το είχαν ούτε οι Ρωμαίοι ούτε και οι Τούρκοι παρά μόνο οι αρματολοί και οι οπλαρχηγοί των Βαλκανικών χριστιανικών ομάδων: Σαρακατσάνων, Βλάχων,
Αρβανιτών κ.α., που μαζί με τους νησιώτες κ.α. αποτέλεσαν μετά την
απελευθέρωσή τους το νέο ελληνικό έθνος, άρα ελληνικό ένδυμα. Διευκρινίζεται και ότι άλλο Αρβανίτες και
άλλο Τουρκαρβανίτες ή Αλβανοί. Οι Αρβανίτες είναι ντόπιο φύλλο (Ιλλυρικό), ενώ οι Τουρκαρβανίτες ήσαν είτε
εξισλαμισμένοι ντόπιοι είτε Οθωμανοί που είχαν έλθει στα Βαλκάνια κατά την περίοδο
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Β) Η ονομασία και το σχήμα της φουστανέλας
ομολογούν, διατυμπανίζουν ότι δεν έχει προέλθει από το χιτώνα, ελληνικό ή
ρωμαϊκό (ο χιτώνας στα λατινικά λέγεται
tunica), αλλά από αυτή τούτη
τη φούστα / φουστάνι, που είναι ένδυμα
που υπήρχαν στη Ελλάδα ήδη από Μινωικής Εποχής, όπως μαρτυρούν οι αρχαίες τοιχογραφίες
της Κνωσού , των Μυκηνών, της Θήβας, Πύλου κλπ
Στο μόνο που διαφέρει η φουστανέλα από τις
φούστες των Μινωιτών και των Μυκηναίων είναι στο χρώμα και στις πτυχές και
τίποτε άλλο. Οι φουστανέλες είναι σε χρώμα λευκό και με πάρα πολλές πτυχές, ενώ
οι άλλες φούστες δεν είναι λευκές και συνάμα είναι με λιγότερες πτυχές.
Σημειωτέον ότι οι φουστανέλες πριν από
την απελευθέρωση
της Ελλάδος από τους Οθωμανούς (βλέπε π.χ. τις προσωπογραφίες του Louis Dupré, Paris: Dondey-Dupré 1825) αφενός δεν είχαν τις ίδιες πτυχές με αυτές
που έχουν σήμερα οι ευζωνικές, αλλά απλές και αφετέρου ήταν ένδυμα μόνο
όσων αγωνίζονταν ενάντια των Τούρκων .
Επίσης τότε οι φουστανέλες σε άλλους
έφταναν έως τα γόνατα και σε άλλους έως το μέσο της κνήμης, ενώ μετα την
απελευθέρωση η φούστα στους ευζώνους έγινε κοντή, έως τα γόνατα και με 400 πτυχές ειδικές πτυχές, όσα τα χρόνια της
Τουρκοκρατίας..
Γ) Η ονομασία φουστανέλα ομολογεί , διατυμπανίζει ότι ως λέξη είναι υποκοριστικό
της ελληνικής λέξης φούστα/φουστάνι, αλλά ιταλικά, δηλαδή συν την υποκοριστική ιταλική κατάληξη -ella > φουστανέλα (= η μικρή, η κοντή φούστα/φουστάνι), ονομασία που προέκυψε
επί εποχής Ενετών στην Ελλάδα λόγω του ότι τότε ήταν υπό την
κατοχή τους. Ειδικότερα οι λέξεις φούστα, φουστάνι και
φουστανέλα είναι ελληνικές και απλά έχουν ως πρότυπή τους τη
λατινική λέξη fustagno, η οποία σημαίνει
το βαμβακερό ύφασμα. Και το ότι οι λέξεις φούστα, φουστάνι και φουστανέλα είναι ελληνικές προκύπτει και από το ότι οι λέξεις αυτές δεν
υπάρχουν ούτε στη λατινική ούτε και στην
τούρκικη γλώσσα. Η λέξη φούστα στα τούρκικα λέγεται etek, στα λατινικά
castula, στα ιταλικά gonne και στα
αλβανικά pantallona të gjera.
Ομοίως η λέξη φουστάνι στα
τούρκικα λέγεται elbise, στα λατινικά δεν υπάρχει, στα ιταλικά λέγεται vestito και στα αλβανικά
veshje. Στα λατινικά δεν υπάρχει καμία από τις λέξει αυτές, πλην μόνο η λέξη fustagno, η οποία σημαίνει το βαμβακερό ύφασμα, η οποία
κατ’ άλλους . σημαίνει το ύφασμα που
εισαγόταν από την πόλη Fustat, σημερινό
Fostat, έξω από το Κάιρο και κατ’ άλλους
παράγεται από τη λατινική λέξη fustis = το ξύλο και «fustagno = λέξη που χρησιμοποίησαν οι Λατίνοι, για να μεταφράσουν
κατά λέξη την ελληνιστική λέξη ξύλινο για το βαμβακερό ύφασμα». Πράγματι ο Διόδωρος στο βιβλίο του 3,69 λέει ότι οι αρχαίοι λέγανε «ξύλινα» τα φυτά και
τους καρπούς που δεν ήταν δημητριακά.
Επίσης, σύμφωνα με τα αρχαία λεξικά, από
τη λέξη fustis (= το ξύλο) παράγονται και οι λέξεις Fusto = κορμός δέντρου, το βαρέλι και fusta =
το πλοίο βαρέλα. Το πλοίο φούστα (fusta ή fuste) ήταν ένα στενό, ελαφρύ,
επίπεδο και ευκίνητο πλοιάριο με πανιά.
Γ)
Τύποι φουστανέλας παρουσιάστηκαν κατά το τέλος της Βυζαντινής Περιόδου, όπως
προκύπτει από θραύσματα βυζαντινών
αγγείων του 12ου αιώνα από την Κόρινθο, ( Morgan, Charles Hill , The
Byzantine pottery). Φουστανέλες παρόμοιες, όχι όμως λευκές, με αυτές που
φορούσαν οι αρματολοί και οι κλέφτες κατά την τουρκοκρατίας υπήρχαν και επί
ενετοκρατίας, όπως προκύπτει από τις γκραβούρες
στο διασωθέν επτανησιακό χειρόγραφο του «Ερωτόκριτου» που φυλάσσεται στη
βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου. Την εποχή αυτή και οι Ενετοί και οι
Έλληνες φορούσαν βράκες
(εφαρμοστές ή φουσκωτές ) και πάνω από τις βράκες φορούσαν πολύπτυχες φούστες. Στη συνέχεια,
όπως προκύπτει διαχρονικά από τις γκραβούρες και τις παραστάσεις σε
αγγεία, οι νησιώτες Έλληνες κατάργησαν
τη φούστα και ανέπτυξαν την πολύπτυχη βράκα (και αυτή αρχικά δεν είχε πολλές
πτυχές) και οι στεριανοί Έλληνες (Στερεά, Πελοπόννησος, Μακεδονία κλπ)
διατήρησαν τη φούστα, την οποία απλά έκαναν λευκή και πολύπτυχη , ενώ τη βράκα
την έκαναν σώβρακο ή παντελόνα.
Nikolakis
Mitropoulos raises the flag with the cross at Salona on Easter day 1821. An Illustration from Voyage à Athènes
et à Constantinople ou Collection de portraits, de vues, et de costumes
grecs et ottomans by Louis Dupré (1789-1837). Published Paris: Dondey-Dupré, 1825. |
Demetrios
Mavromichalis An Illustration from Voyage à Athènes et à
Constantinople ou Collection de portraits, de vues, et de costumes grecs et
ottomans by Louis Dupré (1789-1837). Published
Paris: Dondey-Dupré, 1825. |
Nikos Pervolis, a Greek fighter from Souli. An Illustration from
Voyage à Athènes et à Constantinople ou Collection de
portraits, de vues, et de costumes grecs et ottomans |
|
ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ |
|
ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ |
αμπέχονο
(το) = κοντό κι ελαφρύ γυναικείο χιτώνιο χωρίς μανίκια, ώστε να κινούνται
ελεύθερα τα χέρια, το οποίο συγκρατιέται με πόρπη στους ώμους. Από το αμφί + έχω > αμφιέχω > αμπέχω
κλπ. Αμπέχονο ως τη μέση, μάλλινο και με μανίκια, φορούσαν οι Έλληνες στρατιώτες της Ελλάδας μέχρι το 1941. Το αμπέχονο αυτό ήταν κάτι
όπως το σημερινό τζάκετ.
άμφια,
τα = τα ενδύματα που χρησιμοποιούνται από τους ορθόδοξους
κληρικούς κατά τη Θεία Λειτουργία, καθώς και σε άλλες εκκλησιαστικές τελετές. Η λέξη
«άμφιον» προέρχεται από το ρήμα «αμφιέννυμι» απ΄όπου και η λέξη αμφίεση = η ενδυμασία, η φορεσιά. Η ενδυμασία των ιερέων στην καθημερινή τους
ζωή είναι μόνο το μαύρο ράσο, τα μαύρα παπούτσια, ο λευκός χιτώνας (φανελάκι),
η λευκή περισκελίδα και το μαύρο καλυμμαύκι. Το αυτό ισχύει και για τους
μοναχούς (καλόγριες και καλόγηρους). Απλά οι μητροπολίτες φορούν τη μίτρα και
όχι το καλυμμαύκι. Η ενδυμασία κατά την ώρα της λειτουργίας των ιερέων και των
μοναχών (οι καλόγριες δε λειτουργούν,
μόνο ψάλουν) είναι τα ιερά άμφια ( « τα ρούχα της δουλειάς»), τα οποία είναι
ανάλογα με την ιεραρχία: Άμφια του διακόνου: Στιχάριο Επιμάνικα ή επιμανίκια,
Ωράριον ἤ οράριον. Άμφια του πρεσβυτέρου: Επιτραχήλιον ή πετραχήλι, Ζώνη ή Ζωστήρ, Φαιλόνιον, Επιγονάτιον. Άμφια του επισκόπου: Σάκκος,
Ωμοφοριον, Μανδύας, Μίτρα, Σταυρός,
Εγκόλπιον, Ποιμαντική ράβδος.
ανασυρίδες
ή αναξυρίδες οι = οι περισκελίδες που φορούσαν οι αρχαίοι, παραλλαγές των
οποίων είναι το κολάν, η βράκα, το παντελόνι και η γκιλότα. Ονομάζονταν
ανασυρίδες, επειδή μπαίνουν στα σκέλη ανασύροντάς τις. Στα Γαλατικά οι
αναξυρίδες λέγονται βράκες (λατινικά bracae),
όπου βλέπε περισσότερα.
βελούδο,
το = το απαλό και χνουδωτό μάλλινο (σήμερα και από μετάξι ή βαμβάκι) ύφασμα, ενετικά velluto. Υπολογίζεται
ότι ανακαλύφθηκε στο Κασμίρ τον 14ο αιώνα.
βέλο
ή βελιό, το = μικρό καπέλο ή σκούφια με δυχτάκι (διαφανές κάλυμμα) που πέφτει και καλύπτει το
πρόσωπο.
βέργα ή άλλως κατσούνα, η = το χαρακτηριστικό κρητικό μπαστούνι, το οποίο βοηθά
ως τρίτο πόδι στην ορειβασία, καθώς και στην προστασία τους από σκυλιά, φίδια
κλπ, αλλά και για να συλλαμβάνουμε ζώα
κ.α. Κατασκευάζεται συνήθως από βλαστό δέντρου, απ΄όπου και βέργα ( < λατινική virga = ο βλαστός),
κυρίως πρίνο και έχει κυκλικό χερούλι είτε για να κρεμιέται εύκολα
κάπου, ακόμη και στο χέρι είτε για να μπαίνει εκεί ο λαιμός των ζώων για
σύλληψη.
βεστιάριο, το = ο χώρος όπου
αφενός φυλάσσονται οι ενδυμασίες των ηθοποιών ενός θιάσου και αφετέρου οι
προσερχόμενοι σ΄ ένα θέατρο, σ΄ ένα κέντρο, σε μια βιβλιοθήκη αφήνουν τα
επανωφόρια και διάφορα προσωπικά τους αντικείμενά τους για φύλαξη. Στα ελληνικά
λέγεται ιματιοθήκη, στα γαλλικά γκαρνταρόμπα και στα ιταλικά vestiario > βεστιάριον < λατ.
vestiarium. Ετυμολογία από το λατινικό vestis = ελληνικά (β)εστης > εσθής
βράκα,
η = είδος εσωτερικής και εξωτερικής
γυναικείας και ανδρικής περισκελίδας με
φαρδιά φουφούλα και κοντά σκέλη (μπατζάκια) , η οποία σουρώνει στη μέση με τη
βοήθεια κορδονιού (βαστάί). Ο Διόδωρος Σικελιώτης (V,30) αναφέρει ότι οι Γαλάτες φορούσαν
βράκες, που στα ελληνικά λέγονται αναξυρίδες. Ο λεξικογράφος Ησύχιος (5ος αι. μ.Χ.), το βυζαντινό «Ετυμολογικό το μέγα, ήγουν
Μεγάλη Ελληνική Γραμματική» (10ος
αι. μ.Χ.) ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος (Commentarii ad Homeri
Iliadem pertinentes, Marchinus van der Valk, Εκ των της Α΄ ραψωδίας,
22.9), 12ος αι. μ,.Χ., ο Πατριάρχης Φώτιος , 820 – 890 μ.Χ. στο «Λέξεων Συναγωγή»,
ο Αδαμάντιος Κοραής «ΑΤΑΚΤΑ-ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟΝ»,
τόμος 4ος 1832) κ.α. αναφέρουν
ότι οι «αναξυρίδες» των Ελλήνων είναι τα λεγόμενα από τους Ρωμαίους «βρακία» (bracae) και από τους Πέρσες
και Πάρθιους «σαράβαρα» απ΄όπου προέκυψε η τούρκικη ονομασία «σαλάβαρα» >
σαλβάρα > ελληνικά σαλβάρι. Λένε επίσης ότι
οι λέξεις «αναξυρίδες»,
«σαράβατα», «bracae» λέγονται σε
πληθυντικό αριθμό , επειδή το ένδυμα που υπονοούν αποτελείται από ιμάτια ή άλλως ράκια ως τα φύλλα στα βράκανα (= τα λάχανα) και το
αρκτικό β- είναι πλεονασμός των Αιολέων. Και επειδή τα βρακιά ανασύρονται, για
να φορεθούν ονομάστηκαν ανασυρίδες , λέξη που μεταπλάσθηκε σε αναξυρίδες κατά
το περσικό ταξήρ = τα βρακιά.
Σημειώνεται ότι η βράκα, το παντελόνι, το κολάν και η γκιλότα είναι
παραλλαγές των ανασυρίδων που φορούσαν οι αμαζόνες στην αρχαία Ελλάδα. Η
γκιλότα διαφέρει του παντελονιού μόνο στο ότι τα σκέλη της φτάνουν είτε έως τα
γόνατα είτε έως το μέσο της κνήμης και όχι έως τους αστραγάλους, όπως συμβιώνει
στο παντελόνι. Το κολάν είναι όπως ακριβώς η γκιλότα, όμως κολλητή (εφαρμοστή)
παντού. Η γυναικεία βράκα (όπως η κρητική παραδοσιακή) είναι ακριβώς όμοια με
τις ανασυρίδες των αμαζόνων. Η ανδρική
βράκα έγινε με φαρδιά φουφούλα
και εφαρμοστά σκέλη (μπατζάκια), επειδή αυτά μπαίνουν μέσα στα στιβάνια.
Το παντελόνι διαφέρει των ανασυρίδων στο ότι
έχει άνοιγμα μπροστά στο ύψος των
γεννητικών οργάνων, που κουμπώνει με κουμπιά ή φερμουάρ, ενώ οι ανασυρίδες δεν
έχουν. Οι αναξυρίδες δεν έχουν αυτό το άνοιγμα,
επειδή οι γυναίκες δεν ουρούν όρθιες .(Περισσότερα βλέπε «ΟΙ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ
ΣΤΟΛΕΣ ΤΗΣ ΒΡΑΚΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΚΙΛΟΤΑΣ» Α. Γ. ΚΡΑΣΑΝΑΚΗ).
βούργια,
η = ο μικρός σάκος, το σακούλι, που
κρεμιέται στην πλάτη με τη βοήθεια κορδονιών, τα καλούμενα βαστάγια. Γίνεται
από μάλλινο ύφασμα του αργαλειού και κεντημένο και με πολλά διακοσμητικά
σχήματα ή ή άλλως «ξόμπλια» (< λατινικά exemplum = το δείγμα, παράδειγμα).
Τελευταία αντικαταστάθηκε από την τσάντα, ανδρική και γυναικεία και στα αρχαία
ελληνικά λεγόταν «πήρα»: Ανθρώπων έκαστος δυο πήρας φέρει.
... Και δια τούτο οι άνθρωποι τα μεν εαυτών κακά ουχ ορώσιν, τα δε
αλλότρια πάνυ ακριβώς θεώνται" (Μύθοι Αισώπου)
βραχιόλι,
το = το κόσμημα που μπαίνει στο βραχίονα του χεριού εξ ου και η ονομασία του
βραχιόλι. Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το όνομα «ψέλιον», και οι
Βυζαντινοί τη λέξη περικάρπιον. Το
βραχιόλι είναι από τα πρώτα κοσμήματα του ανθρώπου και εμφανίστηκε στην εποχή
του χαλκού. Στη μινωική Κρήτη υπήρχαν βραχιόλια ανδρικά και γυναικεία, καθώς
και χεριών και ποδιών, από τα οποία το
περιβραχιόνια έμπαινε ως σήμερα στο μπράτσο, το
βραχιόλι (ή περικάρπια) έμπαινε ως σήμερα στον καρπό της χέρας , όμως
μόνο στις γυναίκες, οι άνδρες φορούσαν περιβραχιόνιο, και περισφύρια έμπαινε
στο πόδι πάνω από τους αστραγάλους, Τα βραχιόλια (περικάρπιο, περισφύριο και
περιβραχιόνιο) εκτός από διακοσμητικά χρησιμεύουν και στη διάκριση π.χ. μιας
ομάδας από μια άλλη ή του αρχηγού μιας ομάδας από τα μελή της κ.α. Λέγεται
ότι Μερικοί το βραχιόλι από ειδικό μέταλλο
που φοριέται στο αριστερό χέρι ενισχύει τα συναισθήματα και την αγάπη, ενώ στο
δεξί τη δημιουργία, την εργατικότητα και την τέχνη ή ότι φορώντας βραχιόλι από
ημιπολύτιμους λίθους, αυξάνεται η ενέργεια των πετρών στο πολλαπλάσιο,
περιβάλλοντας τον άνθρωπο με τις ευεργετικές δυνάμεις τους. Η λέξη
βραχιόλι προέρχεται από τη λατινική λέξη
'brachile' < ελληνικά βραχίων, που
σημαίνει στολίδι του βραχίονα.. Το βραχιόλι στα γαλλικά λέγεται bracelet = το κόσμημα για το μπρατσο Στα
λατινικά η λέξη brachio > μπράτσο προέρχεται από
την ελληνική λέξη βραχίων..
γάζα,
η = είδος λευκού μεταξένιου ή και λινού υφάσματος που πρωτουφάνθηκε στην πόλη
Γάζα (< περσικά ganj, γαλλικά gaze) της Παλαιστίνης και κατά συνεκδοχή
ο λευκός γυναικείος κεφαλόδεσμος που είναι ως ταινία και κατασκευασμένος από
αυτό το ύφασμα»: «η μεταξωτή γάζα η
αστροποίκιλτη, που περιέβαλλε την ξανθήν της κόμην» (Ι. Κονδυλάκης, Πατούχας).
Επίσης «γάζα» λέγεται και η λευκή ταινία που χρησιμοποιείται ως αποστειρωμένη
ταινία, ως επίδεσμος, των τραυμάτων.
γαϊτάνι,
το < (μσν. γαϊτάνι < γαϊετανόν <) λατιν. gaitanum (=ζώνη από την πόλη
Geta της Σκυθίας) ή τουρκικά gajtan < αραβικά hitan, πληθ. του hait ή (από
το εθν. Γαϊτάνος <) κελτ. Ρίζα. Ειδικότερα γαιτάνι = μεταξωτό
κορδόνι που χρησιμοποιείται για διακόσμηση φορεμάτων. Μεταφορικά το καλογραμμένο ρούχο, ένας χορδός που οι
χορευτές κρατούνται από γαίτάνι, το φυλακτό που κρατιέται με γαίτάνι κ.α.
γάντια,
τα = τα καλύμματα των άκρων των χεριών (της παλάμης, δάκτυλα), από δέρμα,
ύφασμα, πλαστικό ή άλλο υλικό. Συνήθως καλύπτει το χέρι μέχρι τον καρπό ή
σπανίως μέχρι τον αγκώνα και εφαρμόζει στα δάχτυλα επιτρέποντας την κίνησή
τους. Εξαίρεση αποτελούν τα γάντια του μποξ, όπου μόνο ο αντίχειρας μπορεί
να κινηθεί αυτόνομα. Γαλλική gant, gants < ιταλ. guanto < γερμ. Want. Στον Όμηρο (ραψ. Ω στ. 230) χειρίδες λέγονταν
τύπου γάντια που σχηματίζονταν με λουρίδες υφάσματος.
γελέκο
ή γιλέκο, το (< τουρκ. yelek
> ισπαν. Jileco) = χοντρός
κάπως επενδύτης χωρίς μανίκια που φοριέται
κάτω από το σακάκι. Στις παραδοσιακές ενδυμασίες γινεται συνήθως από τσόχα.
γιακάς,
ο < τουρκ. yaka = κολάρο, περιλαίμιο || όχθη, πλευρά.
γιορντάνι, το =
το περιδέραιο (ελληνικά) ή «γιορντάνι», που προέρχεται από το τουρκικό
“gerdan” που θα πει λαιμός, τράχηλος gerdanlik = περιλαίμιο.
γκαρνταρόμπα , η = ο ιδιαίτερος χώρος σε θέατρα, κινηματογράφους,
κέντρα κτλ., όπου αφήνει κανείς μπαίνοντας το παλτό του, το καπέλο του, κτλ ή άλλως
βεστιάριο. || Σε σπίτι, έπιπλο ή χώρος όπου κρεμούν τα παλτά κτλ. Επίσης το
σύνολο των ρούχων που έχει κάποιος. Ελληνικά ιματιοθήκη = ιταλικά vestiario = γαλλικά
guardaroba >
. γαρδερόμπα < γαλλ. garde-robe..
γκέτες,
οι = πρόσθετο των υποδημάτων, συνήθως
από δέρμα, που βάζουν κυρίως οι στρατιώτες, ναύτες κλπ γύρω και πάνω από τους αστραγάλους για
να συγκρατούν τους αστραγάλους ή
και τα μπατζάκια του παντελονιού κατά την παρέλαση, ορειβασία κλπ.
Συνηθίζονταν στον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα. Ήταν, επίσης, τμήμα
παραδοσιακών στολών στις Ηνωμένες Πολιτείες.
γκιλότα
η = η κυλόττα (γαλλικά culotte) στα
κρητικά, δημοτική κιλότα, όπου βλέπε περισσότερα.
γόβα,
η = το γυναικείο παπούτσι με τακούνι. Ενετικά goba.
γραβάτα,
η = ο λαιμοδέτης, από το < ιταλικό cravatta < γαλλικά. Cravate < από
το εθνικό όνομα Cravate (=Κροάτης) = λαιμοδέτης (των Κροατών). Η γραβάτα ήρθε στο ελληνικό λεξιλόγιό
από τη γαλλική cravate και αυτή μέσω της ιταλικής cravatta, που
ανάγεται στους μισθοφόρους Κροάτες της Αυστρο-ουγγρικής Αυτοκρατορίας, οι
οποίοι φορούσαν ένα μαντίλι γύρω από το λαιμό τους ως μέρος της
εθνικής ενδυμασίας τους.
δαντέλα,
η = πλεκτό από λεπτή κλωστή για διακόσμηση
ρούχων, κουρτινών, κλπ, γαλλικά dentelle
ένδυμα, το = το καθετί με το οποίο σκεπάζουμε το σώμα μας. Ετυμολογία από το εν-δύω > ντύνω (έννυμι)
> ένδυμα, ενδυμασία κλπ όπου
δύω = εισέρχομαι, βυθίζομαι, κλπ εννοείται
μέσα στα ενδύματα, ενώ: εκδύω > γδύνω = ξε-ντύνω κλπ = εμφανίζομαι,
εννοείται βγάζω τα ενδύματα.
ενδυμασία, η = το σύνολο των ενδυμάτων
που φορά κάποιος για λόγους αισθητικούς
(για να καλύψει τη γύμνια του), καθώς και για λόγους προστασίας του σώματός του
από τους εξωτερικούς κινδύνους (καιρικές συνθήκες, αγκάθια κλπ), καλλωπισμού,
διάκρισης ή επίδειξης της σημαντικής ειδικότητας του κ.α. Η ενδυμασία λέγεται
και αμφίεση, φορεσιά,
ρούχα, περιβολή κ.α.
, όμως με την ονομασία «άμφια» (από
το αμφιέννυμι) λέγονται τα ενδύματα που φορούν οι ιερείς στις
τελετουργίες τους, με τη λέξη στολή οι ομοιόμορφες ενδυμασίες που φορά το προσωπικό ορισμένων
υπηρεσιών για λόγους διάκρισης,
καλωπισμού, σοβαρότητας και πρακτικότητας, π.χ.: στρατιωτική στολή,
αστυνομική στολή κλπ και η λέξη φορεσιά
για τις εθνικές , τοπικές και παραδοσιακές ενδυμασίες, π.χ.: ελληνική, κρητική,
παραδοσιακή κλπ φορεσιά. Το κάθε ένα από
τα επί μέρους ενδύματα μια ενδυμασίας έχει και το δικό του όνομα, όπως π.χ.
σακάκι, παντελόνι κλπ και διακρίνονται σε
εξωτερικά και εσωτερικά και επιπλέον υπάρχουν οι επενδύτες, τα
επανωφόρια, τα επιβλήματα, τα υποδήματα
για τα πόδια και τα καλύμματα της κεφαλής.
Ανδρικά εξωτερικά ανδρικά ενδύματα π.χ. είναι η βράκα, το παντελόνι, το
σακάκι κλπ και εσώρουχα το σώβρακο, οι
κάλτσες, η φανέλα/φανελάκι κ.α. Γυναικεία
εξωτερικά ενδύματα π.χ. είναι η φούστα, το φουστάνι, κ.α. και εσώρουχα
το κομπινεζόν, το σουτιέν, η κυλόττα, οι
κάλτσες κ.α. Επιβλήματα λέγονται τα πρόσθετα καλωπιστικά ενδύματα, όπως οι
σάρπες, οι κούδες κ.α.. Επενδύτες
λέγονται οι ζακέτες, τα σακάκια, τα τζάκετ κ.α. και πανωφόρια τα παλτά, οι
κάπες κ.α. Τα στοιχεία της ενδυμασίας ( ποιότητα, χρώματα, σχέδια, εικόνα
κλπ) επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες και πρωτίστως από τις τεχνικές και υλικές δυνατότητες της εποχής , καθώς και από τις τοπικές κλιματολογικές και πολιτιστικές
συνθήκες (ήθη και έθιμα) , αφού άλλα ενδύματα υπήρχαν παλιά και άλλα
σήμερα, άλλα ρούχα βάζουμε όταν κάνει κρύο ή όταν έχουμε χειμώνα και άλλα όταν
δεν κάνει κρύο, άλλα ρούχα βάζουμε τις αργίες και άλλα στην εργασία κλπ. Επίσης
η ενδυμασία επηρεάζεται από το φύλο, την
αισθητική αντίληψη, την οικονομική κατάσταση, την ιδεολογία , τη Θρησκεία κλπ του χρήστη, καθώς και από τη μόδα,
αφού άλλα ενδύματα βολεύουν το άνδρα και
άλλα τη γυναίκα, οι φτωχοί αγοράζουν φτηνά και οι πλούσιοι ακριβά ενδύματα , οι
ιερείς φορούν άλλα ενδύματα και οι πολίτες άλλα, οι στρατιώτες άλλα και οι
ναύτες άλλα κλπ. Οι υπηρεσιακές ενδυμασίες (στολές) και οι παραδοσιακές φορεσιές είναι συντηρητικές,
ενώ οι άλλες ακολουθούν λίγο έως πολύ τη μόδα που βασίζεται πρωτίστως
στην αλλαγή και στην αισθητική της εποχής. Η
ενδυμασία αρχικά, λόγω έλλειψης τεχνικών και υλικών κατασκευής, ήταν
ίδια σε όλους και κάτι όπως τα κλινοσκεπάσματα, δηλαδή προβιές ζώων ή ορθογώνια
ιμάτια όπως έβγαιναν από τον αργαλειό, και με τα οποία οι άνθρωποι τύλιγαν ή έζωναν
το σώμα τους πτυχωτά και με ζώνη
Ακολούθως επινοήθηκε ο λεπτός, συνήθως λινός, χιτώνας και
ο χοντρός, συνήθως μάλλινος, μανδύας που έμπαινε πάνω από το χιτώνα ως
επανωφόρι και τα ενδύματα αυτά τα ύφαινε
η κάθε οικογένεια στον αργαλειό της. Οι πρώτοι που έκοψαν και έραψαν στα
μέτρα τους ενδυμασίες και συνάμα είχαν και ειδικές ενδυμασίες για ορισμένες κοινωνικές ομάδες (ιερείς,
αθλητές, αξιωματούχους κ.α.) ήταν οι
Μινωίτες, όπως προκύπτει από τις τοιχογραφίες της Κνωσού και της Σαρκοφάγου της
Αγ. Τριάδος κ.α.., κάτι που δεν παρατηρείται στις κοινωνίες που ήκμασαν αμέσως
μετά: Μυκηναίους, Σπαρτιάτες, Αθηναίους, Ρωμαίους κ.α., οι οποίοι συνέχισαν να
φορούν ιμάτια. Κατά την τελευταία
περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας , άρχισαν να σχηματίζονται οι τοπικές
φορεσιές κατά το στυλ των Μινωιτών, δηλαδή κομμένες και ραμμένες στα μέτρα του
χρήστη, με τη συρραφή πολλών κομματιών υφάσματος και έτσι τα σημερινά ενδύματα
δεν έχουν σχεδόν καμιά σχέση με τα
αρχαία , ελληνικά και ξένα, αλλά με τα μινωικά.
Η ενδυμασία στη συνέχεια άρχισε να διακρίνεται σε πάρα πολλά είδη, όπως
σε: ανδρική, γυναικεία και παιδική, χειμερινή, ανοιξιάτικη κλπ, καθημερινή και
επίσημη, γαμπριάτικη, περιπάτου, αθλητική κλπ.
τοπική, εθνική: ελληνική κλπ. Η
ενδυμασία κάθε ιστορικής περιόδου παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με τις άλλες
τέχνες που άνθησαν την ίδια εποχή. Για παράδειγμα, η αρχαία ελληνική ενδυμασία
της κλασικής περιόδου χαρακτηρίζεται από λιτότητα και αίσθηση του μέτρου, όπως
και η αρχιτεκτονική και η γλυπτική των χρόνων εκείνων. Αντίστοιχα, η μεσαιωνική
ενδυμασία της γοτθικής περιόδου έκανε το σώμα να φαίνεται ιδιαίτερα ψηλό και
λεπτό, τάση που χαρακτηρίζει και την τέχνη της εποχής, όπως φαίνεται ιδιαίτερα
στις μεσαιωνικές εκκλησίες με τα οξυκόρυφα τόξα. Κατά τον 20ο αιώνα σημειώθηκε
η πιο μεγάλη αλλαγή στην ενδυμασία. Η εξέλιξη της τεχνολογίας (συνθετικά υλικά,
μαζική παραγωγή έτοιμων ρούχων), οι κοινωνικές αλλαγές και ο νέος τρόπος ζωής
δημιούργησαν και έναν νέο τρόπο
ντυσίματος, Οι γυναίκες δανείζονται στοιχεία της αντρικής ενδυμασίας, όπως τα
παντελόνια, κόβουν κοντά τα μαλλιά τους και κονταίνουν τις φούστες τους. Θέλουν
να δείξουν έτσι τον καινούργιο ρόλο τους στην κοινωνία. Οι άντρες τολμούν ένα
πιο άνετο και χαρούμενο ντύσιμο. Επίσης άρχισαν να δημιουργούνται επώνυμα, από
σχεδιαστές μόδας και έτσι οι νέες
ενδυματολογικές δημιουργίες αποτυπώνουν τις δικές τους αισθητικές προτάσεις σε
σχέση με τις τάσεις της εκάστοτε χρονικής περιόδου. Από τότε η σχέση ενδυμασίας
και τέχνης έγινε πιο στενή, μια και διάφοροι σχεδιαστές ενδυμάτων εμπνεύστηκαν
συχνά από τεχνοτροπίες και έργα τέχνης της εποχής τους είτε περασμένων
εποχών. Επίσης, ως καλλιτεχνικά έργα
αντιμετωπίζονται και τα ενδύματα που σχεδιάζουν οι μεγάλοι σχεδιαστές μόδας για
τις συλλογές υψηλής ραπτικής. Συνεπώς και κατόπιν όλων των ως άνω η ενδυμασία
σήμερα έχει γίνει και μια μορφή καλλιτεχνικής δημιουργίας και συνάμα ένα είδος
κώδικα επικοινωνίας. Μια σιωπηλή γλώσσα που φανερώνει πολλά, όχι μόνο για το
χρήστη της ενδυμασίας, αλλά και για το κοινωνικό σύνολο και το πολιτισμικό
περιβάλλον στο οποίο ο χρήστης αυτός
ζει. Φανερώνει, λίγο έως πολύ, το
φύλλο, την ηλικία, το επάγγελμα, την εθνικότητα, την ιδεολογία , την αισθητική
κλπ του χρήστη.
ενδυματολογία,
η = η επιστήμη που μελετά την ενδυμασία
από άποψη ιστορική, ψυχολογική, κοινωνιολογική, γεωγραφική, κατασκευαστική κλπ.
ενδυματολόγος, ο,η = αυτός,ή που μελετά και σχεδιάζει ενδυμασίες είτε
για θεατρικές παραστάσεις είτε για τους οίκους μόδας.
επενδύτης,
ο = το χοντρό, κοντό και με μανίκια ένδυμα που καλύπτει το σώμα από πάνω έως τη
μέση: η ζακέτα, το μπουφάν κλπ. Στις παραδοσιακές ενδυμασίες γίνεται συνήθως
από τσόχα ή βελούδο, Από το επί = επάνω + ενδύω
εσάρπα
ή σάρπα, η ( < γαλλική écharpe) = το σάλι, δηλ. το γυναικείο ρούχο φτιαγμένο
από πλεκτό ύφασμα, συχνά σε σχήμα τριγώνου, που φοριέται πάνω σε
μπλούζα, φόρεμα κλπ. και καλύπτει την πλάτη και τους ώμους
εσθής,
εσθήτα, η = η ενδυμασία, στρατιωτική ή πολιτική, το φόρεσμα (ειδ.) κάθε επίσημο γυναικείο φόρεμα.
Ετυμολογία από το λάτινικό (v)estis > vestiario = αρχαία ελληνικά εσθής :
«χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθήτά τε δόντες» Οδυσεια,
5.38)
εσώρουχο,
το = το ένδυμα που
φοριέται εσωτερικά (έσω ρούχο), κάτω από τα ρούχα και έρχεται σε άμεση επαφή με
το δέρμα. Υπάρχουν πολλές δευτερεύουσες ονομασίες ανάλογα τη χρήση και το
σχήμα. Στα εσώρουχα ανήκει η φανέλα, το σλιπ, η σκελέα, το μπόξερ, ο
στηθόδεσμος και η (γυναικεία εσωτερική) κυλόττα.
ζακέτα, η = εξωτερικό ένδυμα με μανίκια,
πλεκτό ή υφαντό, που φοριέται συνήθως πάνω από πουκάμισο και περιβάλλει τον κορμό του σώματός μας και κουμπώνει
μπροστά με κουμπιά ή φερμουάρ. Διακρίνεται σε κοντή
/ μακριά / αντρική / γυναικεία / μάλλινη / βαμβακερή, από τη γαλλική jaquette, η οποία αρχικά σήμαινε ένδυμα
χωρικού. Η λέξη αυτή πιθανόν να έχει ρίζες από το ελληνικό σάκος
> σακάκι > (τ)σάκετ > τζάκετ > ζακέτα.
ζιλέ,
το = πλεκτό πουλόβερ λεπτό και χωρίς
μανίκια. Από το < γαλλ. gilet < τουρκ. yelek
ζιπούνι(ν) ή ζι(μ)πούνι ή ζιπόνι(ν), το = είδος γυναικείου επενδύτη με μανίκια στις
παραδοσιακές φορεσιές συνήθως από τσόχα ή βελούδο. Είναι κοντόχι, δηλαδή κοντός
χιτώνας. Φτάνει μέχρι τη μέση και είναι
χρυσοκέντητος ή με ωραία διακοσμητικά. Ζιπούνι λέγεται και είδος
παιδικού εσώρουχου. Από το ενετικό.
Zipon , ιταλ. zipon - γαλλ. Jupon.
Στον Ερωτόκριτο ζιπούνι λεγόταν το προστατευτικό πανωκόρμι τις κονταρομαχίες. Το ζιπούνι εχει ως
πρότυπό του το πανωκόρμι της γυναικείας μινωικής ενδυμασίας, όπως μπορεί
να διαπιστώσει ο καθένας μας ρίχνοντας
μια ματιά στις τοιχογραφίες Κνωσού, Θήρας κλπ
ζιπ-κιλότ,
η = γυναικείο παντελόνι με
σκέλη (μπατζάκια) ως το μέσο της κνήμης και φουντωτά, έτσι ώστε να μοιάζουν με διχαλωτή φούστα,
γαλλικά Juppe – culotte (Περισσότερα
βλέπε «κυλόττα»).
θηλιά
< θελιά, η = η κουμπότρυπα , επειδή θηλυκώνει, είναι ως η θηλή. μεταφορικά ο βρόγχος, το
λάσο, το σχοινί που σχηματίζει κύκλο (θελιά, τρύπα) και κλείνει με τράβηγμα ,
για την παγίδευση των κεφαλών των πτηνών ή μικρών ζώων. Παλιά τα κουμπιά ήταν
ως μικρά κεφαλάκια, κάτι ως τα κούμαρα του πλατάνου που πιανόταν από τη θηλιά (κουμπότρυπα)
ιμάτιο, το = το (ν)ίμα, η
κλωστή, ιμάτια = τα ρούχα, τα πανιά.
Ιμάτιο λεγόταν στην αρχαιότητα το απλό εξωτερικό ένδυμα.
ιματιοθήκη = ιταλικά
vestiario = γαλλικά garde-robe =
η θήκη όπου τοποθετούμε, φυλασουμε κλπ τα ενδύματα,
καβάδι,
το = μακρύ εξωτερικό ένδυμα , ανδρικό
και γυναικείο, με μακριά, στενά ή
πλατιά, μανίκια και με κατακόρυφο ή σταυρωτό άνοιγμα εμπρός. Φοριόταν κατά τα παλιότερα χρόνια συνήθως
πάνω από τη βράκα και το πουκάμισο και ήταν φτιαγμένο από ριγωτό
βαμβακερό ή στολισμένο με χρυσάφι ύφασμα.
Ειδικότερα, κατασκευάζεται είτε από βαμβακερό υφαντό, όπως στην Κάλυμνο, είτε
από μεταξωτό ριγωτό και χρυσοποίκιλτο ύφασμα, όπως στο Καστελόριζο και στην παλιά
Αθήνα. Συνοδευόταν από ένα εξωτερικό ύφασμα το οποίο διέφερε ανάλογα με το
μέρος ( π.χ. συνοδευόταν από τζουμπέ στην Αθήνα, πέρπυρο στα Ιωάννινα, γιλέκο στην Κερασούντα κ.α.). Το καβάδι, αν
και ανατολίτικης προέλευσης, εισήχθη στον ελλαδικό και μικρασιατικό χώρο από τη
βυζαντινή περίοδο και κατά το παρελθόν ενσωματώθηκε στις παραδοσιακές
ενδυμασίες αρκετών περιοχών, όπως στα Δωδεκάνησα,
στην Αττική κ.α. Μάλιστα, σε ορισμένες
περιπτώσεις όπως στην Κάλυμνο,
η τοπική παραδοσιακή ενδυμασία έπαιρνε το όνομά της από τον
συγκεκριμένο επενδύτη. Ετυμολογία από το καβ(β)άς > καβάδιον < από
το όνομα της υποθετικής πόλης Κάβαδα της Καρμανίας ή από τη σερβική λέξη. Kavad
= είδος μακριού και ευρύχωρου επενδύτη,
ανδρικού και γυναικείου, περσικής ασσυριακής προελεύσεως, άλλως καφτάνι ή
ταφτάνι, ακολούθως: α) στους Βυζαντινούς, μακρύ μάλλινο ή βαμβακερό αντρικό
φόρεμα, που αποτελούσε κάποιο είδος μανδύα, β) χοντρό μάλλινο πανωφόρι που
φορούσαν οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες αντί για θώρακα προστατευτικό, γ)
ένδυμα που φορούσαν στα χρόνια της τουρκοκρατίας οι προύχοντες, κοινά ταφτάνι.
Ο σαγιάς είναι παραλλαγή του καβαδιού. Είναι ένδυμα από βαμβακερό ή
βαμβακομέταξο ύφασμα, με κατακόρυφο άνοιγμα εμπρός και μήκος έως κάτω από τα
γόνατα. Ομοίως το αντερί είναι παραλλαγή του καβαδιού. Είναι ένδυμα κατασκευασμένο
από μεταξωτό ή βαμβακερό ύφασμα, έχει την ίδια μορφή με το σαγιά και συναντάται
άλλοτε ως εσωτερικό ένδυμα.
καδένα
, η = μεγάλη ασημένια ή χρυσή αλυσίδα
που κρέμεται από το λαιμό ή από κομβιοδοχή του γιλέκου προ του στήθους και το
κάτω της μέρος συνδέεται με το ρολόι που τοποθετείται στο τσεπάκι του γελέκου ή
στη ζώνη. Από τη βενετσιάνικη λέξη cadena , ιταλικά catena > ισπανικό cadena (αλυσίδα)
< λατινική catena.
κάλτσα,
η = το ρούχο, το κάλυμμα ως ο σωλήνας που μπαίνει μέσα το πόδι , είτε ολόκληρο
είτε από το πέλμα μέχρι τον αστράγαλο ή τη μέση της κνήμης. Φτιάχνεται
συνήθως από απορροφητικό υλικό, βαμβάκι κ.α.
Ελληνικά κάλυξ (λατινικά calyx) = ο
σωλήνας, η καλύπτρα, το κέλυφος. Λατινικά cal(y)x > calx = η φτέρνα και calceus = το
υπόδημα, το παπούτσι, επειδή μοιάζει ως κάλυκας ή άλλως κέλυφος. Στα ιταλικά calyx > calza = οι κάλτσες
(οι λεπτοί πλεκτοί σωλήνες που μπαίνουν τα πόδια). Στα κρητικό-βενετσιάνικα
καλύκωση = τα υποδήματα, καλυκώνω = πεταλώνω
καλτσόν, το = οι ψιλές πλεκτές γυναικείες κάλτσες που φτάνουν μέχρι τη
μέση, Γαλλικά caleçon, η
οποία προέρχεται από τις λατινικές cal(y)x > calx (= η φτέρνα) , calceus (παπούτσι) > ιταλική calza και εκείνων από τις
ελληνικές κάλυξ (= ο σωλήνας,
κέλυφος), καλύπτρα.
καλύκωση,
η = τα υποδήματα στην κρητική διάλεκτο, λατινικά calceus, από την αρχαία ελληνική
λέξη κάλυξ = το κέλυφος, το παπούτσι κ.α.
καλυμμαύκι
, το = το μαύρο στητό σφαιρικό καπέλο των ορθόδοξων κληρικών. Η λέξη καλυμμαύκι
σημαίνει το κάλυμμα (από το καλύπτω) του
αυχένα / καυκιού ( = το καύκαλο του κεφαλιού). Το κάλυμμα των μοναχών λέγεται και «κουπάκι»,
επειδή μοιάζει ως η κούπα = λατινικά camella. Το καλυμμαύκι των ιερέων (παπάδων)
διαθέτει γωνιώδες γείσο, ενώ των μοναχών είναι πιο χαμηλό χωρίς γείσο. Το
καλυμμαύκι στα λατινικά λέγεται camellaucium > καμηλαύκι, από
το camella = «κούπα» + caucus/καυκί- αυχένας, δηλαδή η κούπα πάνω στο καυκίον,
το καύκαλο του κεφαλιού. Η λατινική λέξη camella είναι συγγενής με τη λέξη camelus (= η «καμήλα») = το
ζώο που έχει camella = κούπα/καμπούρα στη ράχη.
καμιζόλα,
η, < γαλλ. camisole < ιταλ. camiciola,
< λατιν. camisia = φαρδύ και
μακρύ εσωτερικό πουκάμισο που φτάνει έως τα γόνατα.
κάπα,
η = ο χονδρός μανδύας, το επανωφόρι που διαθέτει και κουκούλα για προστασία της
κεφαλής. Ετυμολογία από την ελληνική λέξη κάπα και το λατινικό ελληνικό cappa ή capa <
capo < caput
(=κεφάλι), capitalist = κεφαλαιούχος = ο έχων πολλά κεφάλια (εννοείται από
βόδια, άρα και χρήματα). Ελληνικά κάπα = το γράμμα
C ή με γραμμή από πίσω K και «κάπη» = η φάτνη, παρά το κάπτειν (ό εστιν εσθίον) ισταμένους τους ίππους
εν αυταίς» (Ετυμολογικό το μέγα, ήγουν Μεγάλη Ελληνική Γραμματική). Καπότο
= ιταλική cappotto = η κάπα μέχρι τα γόνατα και με κουκούλα.
Καπότα = η κάπα, θήκη = γαλλ. Capote,
ιταλική capotta = το ελαστικό θυλάκιο
προφυλακτικό μέσο.
καπέλο το = το κάλυμμα του κεφαλιού με
σταθερό ημισφαιρικό σχήμα, ώστε να προσαρμόζεται στις διαστάσεις του κεφαλιού.
Ετυμολογία από την ιταλική λέξη capello, λατινική cappellus, υποκοριστικό της λατινικής λέξης <cappa (= η θήκη ως η κάππη) και εκείνης από τη
λέξη caput = κεφάλι
κατσούνα,
η = το κρητικό μπαστούνι ή άλλως βέργα, όπου βλέπε περισσότερα
καφτάνι το
= μακρύς ριχτός χιτώνας με φαρδιά μανίκια, πλούσια διακοσμημένος και ντυμένοσ
με γούνα, ο οποίος ήταν και είναι το
πολυτελές - επίσημο ανδρικό ένδυμα στην Ανατολή. Το όνομά του είναι
τουρκικής προέλευσης, από την τουρκική λέξη kaftan < περσική qaftān. Με τον όρο καφτάνι έχει επικρατήσει να
εννοούμε σήμερα και ένα ελαφρύ γυναικείο ρούχο., που συνήθως φοριέται τους
καλοκαιρινούς μήνες πάνω από το μαγιό και μπορεί να φτάνει λίγο πιο πάνω ή πιο
κάτω από το γόνατο. Καφτάνια συνήθιζαν να φορούν οι Οθωμανοί σουλτάνοι.
Μερικά από αυτά ήταν τόσο περίτεχνα και ακριβά που απονέμονταν ως βραβείο κατά
τη διάρκεια θρησκευτικών τελετών σε σημαντικούς αξιωματούχους και σε στρατηγούς
ύστερα από νικηφόρες μάχες. Ο Φώτης Κόντογλου (στη συλλογή «Μυστικά Άνθη»)
χαρακτηριστικά αναφέρει: «Οι χοτζάδες είναι ίδιοι παντού, με το σαρίκι, με
το καφτάνι, με τα γένια και τα μουστάκια σε τύπο του προφήτη τους Μωάμεθ,
και ψέλνουνε απάνω από το μιναρέ τα ίδια λόγια...». κιλότα, η = η κυλόττα
(καθαρεύουσα), όπου βλέπε περισσότερα.
κολάν,
το = η εφαρμοστή (κολλητή) περισκελίδα, το κολλητό από τη μέση και κάτω και
παντελόνι, το οποίο φτάνει είτε έως τα γόνατα είτε μέχρι το μέσο της κνήμης. Η
‘άκλιτη λέξη κολάν προέρχεται από τη γαλλική collant < λατινική colla < αρχαία
ελληνική κόλα / κόλλα,
κολακεία, κολλητός κλπ = αγγλικά pantyhose/ tights (σε
πληθυντικό). Το κολάν είναι παραλλαγή της κυλόττας και του παντελονιού και
κείνων των αρχαίων αναξυρίδων που χρησιμοποιούσαν οι αμαζόνες στην αρχαία Ελλάδα, όπου βλέπε
περισσότερα.
κολιέ,
το = ελληνικά το περιδέραιο, που σημαίνει «γύρω από το λαιμό» (δέρη = λαιμός).
Η άκλιτη λέξη κολιέ είναι γαλλική “collier”. Το κολιέ λέγεται και «γιορντάνι»,
που προέρχεται από το τουρκικό “gerdan” που θα πει λαιμός.
κοντόχι
ή κοντογούνι
ή μαλακό, το = ο κοντός χιτώνας
> κοντόχι ή κοντή γούνα > κοντογούνι. Είδος παλαιού γυναικείου επενδύτη
(σακάκι/ζακέτα/ζιπούνι) αντίστοιχος προς το ανδρικό μεϊτάνι, και του οποίου τα μανίκια μπορεί να είναι και
αποσπώμενα, δηλαδή να γίνεται γιλέκο. Κατασκευάζεται είτε από βελούδο / γούνα , εξ ου και η
ονομασία «μαλακό» (η γούνα και το βελούδο ως υφάσματα είναι μαλακά) είτε από
τσόχα (στην παραδοσιακή φορεσιά) και βρίσκεται
σε διάφορα χρώματα : μαύρο, καφέ, μπλε, χρυσαφί, βυσσινί κλπ. Μπορεί να
είναι χρυσοκέντητο και μπροστά έχει άνοιγμα σε σχήμα V και κλείνει
στο κάτω μέρος του σε ένα σημείο.
κομπινεζόν το = το μεσοφόρι, γυναικείο ολόσωμο εσώρουχο
γαλλ. Combinaison.
κόπ(ι)τσα, (η) = η θηλιά, μικρή
πόρπη, θηλύκωμα. Τουρκική kopça = κόπιτσα.
κρινολίνο
ή μαλακό, το = είδος αστικού γυναικείου λεπτού και λινού φορέματος, το οποίο
έχει πολύ φαρδιά και φουσκωτή φούστα, η οποία
περιέχει πλαίσιο με ελάσματα από αλογότριχα ή μεταλλικά, για να σχηματίζει μεγάλο
κώνο ή καμπάνα. Ο Ιωάννης
Κονδυλάκης στον «Πατούχας» (1863) το περιγράφει ως φουστάνι που μοιάζει
με κοφινίδα. Κρινολίνο < ιταλική crinolino (= βαμβακερό
ή λινό ύφασμα) < γαλλική crinoline = crin (= αλογότριχα) + lin (=
λινό ύφασμα). Το κρινολίνο προέρχεται από τη μινωική Κρήτη. Εκεί υπήρχαν οι φούστες που είχαν ενσωματωμένους
ξύλινους δακτυλίους που χάριζαν στο ένδυμα σχήμα καμπάνας.
κορσές,
ο = ειδικό ελαστικό εσώρουχο που σφίγγει τη μέση ή την περιφέρεια,
ώστε να τα κάνει να φαίνονται πιο λίγη.
Με τη στενότητα που προκαλεί διαμορφώνει την περιοχή του στήθους και της
μέσης και την κάνει πιο λεπτή. γαλλική corset
κορσάζ
, το = το τμήμα του γυναικείου ρούχου που καλύπτει το πάνω μέρος από τους ώμους
μέχρι τη μέση, το μπούστο = γαλλική corsage, Το μπούστο είναι
ρούχο που μπαίνει πάνω από το σουτιέν (= το ανορθωτικό του στήθους, ο στηθόδεσμος)
και ενίοτε το μπούστο παίζει και το ρόλο του σουτιέν.
κούδα
, η < λατινικά cοda = η ουρά, είδος ταινίας καλύμματος της φούστας στο πίσω
μέρος για ωραία εμφάνιση.
κουμπί,
το = από το κόμπος ή κόμβος, επειδή παλιότερα τα κουμπιά ήταν κοντό σχοινάκι με
κόμπο στην άκρη.
κουστούμι, το = το αντρικό συνήθως ένδυμα που αποτελείται
από παντελόνι, σακάκι και συχνά γιλέκο, φτιαγμένα όλα από το ίδιο ύφασμα. Ιταλική.
costum(e) > κουστούμι = το σύνηθες, το ενδυματολογικό
σύνολο από δύο ή περισσότερα κομμάτια τα οποία συνδυάζονται μεταξύ τους ή είναι
φτιαγμένα από το ίδιο ύφασμα. Διακρίνεται σε: καθημερινό,
καλό, σπορ , γαμπριάτικο , παιδικό, ανδρικό κ.α.
κυλόττα,
η = το κοντό παντελόνι, η περισκελίδα,
εσωτερική και εξωτερική, γυναικεία και
ανδρική, με σκέλη (μπατζάκια) είτε
κομμένα παντελώς είτε κομμένα στο ύψος των γονάτων είτε κομμένα στο μέσο της κνήμης.
Η λέξη κυλόττα ( = κρητικά γκιλότα,
δημοτική κιλότα) προέρχεται από τη γαλλική λέξη culotte (“κιλότ”) και εκείνη από την
αρχαία ελληνική λέξη «κυλλός» =
μεσαιωνικά «κουλός» = ο «βεβλαμμένος
τους πόδας», αυτός που έχει κομμένα άκρα (χέρια ή πόδια), εδώ τα σκέλη (= τούρκικα μπατζάκια < bacak = μηρός,
σκέλος). Αρχικά η κυλόττα ήταν
μόνο για άνδρες και μετά έγινε και για τις γυναίκες. Η λέξη culottes (σε πληθυντικό
αριθμό) αρχικά χρησιμοποιήθηκε από τους γαλλικούς οίκους μόδας, για να
περιγράψει την ανδρική περισκελίδα με σκέλη μέχρι το γόνατο (knee culotte), την οποία φορούσαν
οι ευρωπαίοι αριστοκράτες ( βουλευτές,
αξιωματούχοι, επιχειρηματίες κλπ) πριν από τη Γαλλική Επανάσταση
(1789-1799), δηλαδή κατά το τέλος του Μεσαίωνα και κατά την εποχή της Αναγέννησης (14ο – 17ο
αιώνα) αρχικά στις ιππασίες και μετά και στις επίσημες εμφανίσεις
τους. Οι κυλόττες αυτές, που είχαν μπατζάκια που κούμπωναν κάτω από το
γόνατο. φοριόντουσαν είτε με μπότες ειτε με κάλτσες και παπούτσια
και μόνο από αξιωματούχους και πλουσίους, επειδή μόνο
αυτοί είχαν χρήματα, για να αγοράζουν άλογα και κυλόττες, που και αυτές ήταν
ακριβές, επειδή κατασκευάζονταν από μετάξι που ήταν ακριβό υλικό λόγω
εισαγωγής. Κατά τη διάρκεια
της Γαλλικής Επανάστασης (1789-1799) οι επαναστάτες της εργατικής
τάξης ήταν γνωστοί ως «sans-culottes» (= οι χωρίς κυλόττα, άρα οι ξεβράκωτοι ή
αυτοί που δε φορούν κυλόττα, αλλά κάτι άλλο, π.χ. παντελόνι ή κάτι άλλο), ένα
όνομα που προέρχεται από την απόρριψή τους από αριστοκρατική ένδυση. Λίγα χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, κατά
τη διάρκεια της βικτωριανής εποχής (1837
– 1901) στην Αγγλία, η κυλόττα
άρχισε να επιστρέφει στην Ευρώπη, όμως αρχικά από τις φεμινίστριες με το
αιτιολογικό ότι η κυλόττα θα απελευθερώσει τις γυναίκες από τους περιορισμούς
των κινήσεων που τους επιβάλουν οι
skirts (= οι φούστες και τα φουστάνια που καταλήγουν σε φούστα) και τα crinolines (= οι καμπανοειδείς φούστες
στην ιππασία, ποδηλασία, τένις κλπ. Η γυναικεία κυλόττα αρχικά ήταν όπως και η ανδρική, δηλαδή με σκέλη που φτάνουν έως τα γόνατα Μετά
σχεδιάστηκε και η «Ζιπ κυλόττα» (Juppe
culottes) που είναι όπως το παντελόνι , όμως με σκέλη που φτάνουν έως το μέσο
της κνήμης και συνάμα πολύ φαρδιά,
φουντωτά, ώστε η κυλόττα να μοιάζει ως διχαλωτή φούστα και έτσι από τη μια να προβάλλονται προκλητικά οι γυναικείες
γάμπες και από την άλλη να παρέχουν ελευθερία των γυναικών να κάνουν
δραστηριότητες, όπως η κηπουρική, καθαρισμός, ποδήλατο,
ιππασία, κλπ και συνάμα να εξακολουθεί το ένδυμα να μοιάζει με φούστα.
Ακολούθως, μετά τη βικτωριανή εποχή, άρχισε να χρησιμοποιούνται στην Ευρώπη οι
στολές εκστρατείας (Α’ και Β’ Παγκοσμίου
Πολέμου κλπ) , οι οποίες περιείχαν και κοντό παντελόνι (κυλόττα) με μπατζάκια
που έφταναν έως το μέσο της κνήμης, και τα οποία από τα γόνατα και κάτω ήταν
εφαρμοστά, ώστε να μπαίνουν μέσα στα στιβάνια ή ζώνονταν με περικνημίδες σε
περίπτωση που ο χρήστης φορούσε άρβυλα ή παπούτσια. Μάλιστα οι κυλόττες των
αξιωματούχων στα γόνατα είχαν ημικυκλική ή τριγωνική γονατίδα, για να κινείται πιο άνετα το πόδι , αλλά και
για φινέτσα. Από την κυλόττα αυτή προέκυψε τότε και η χαρακτηριστική κρητική
κυλόττα, την οποία φορούσαν οι Κρητες πολίτες αντιστασιακοί μαζί με μαντήλι στο
κεφάλι κλπ και γι αυτό μετά η ενδυμασία αυτή
έγινε και παραδοσιακή φορεσιά. Σήμερα κυλόττα ή δημοτική κιλότα λέγεται
και το γυναικείο βρακί επειδή είναι παντελόνι με κομμένα τα σκέλη παντελώς ή
στο μέσο των μηρών. Η κυλόττα είναι παραλλαγή του παντελονιού και της βράκας
και εκείνα των αναξυρίδων που φορούσαν
οι αμαζόνες στην αρχαία Ελλάδα. Το παντελόνι διαφέρει των ανασυρίδων ή άλλως
αναξηρίδων μόνο στο ότι έχει άνοιγμα
μπροστά στο ύψος των γεννητικών οργάνων,
που κουμπώνει με κουμπιά ή φερμουάρ. Οι αναξυρίδες δεν έχουν αυτό το άνοιγμα, επειδή οι γυναίκες
δεν ουρούν όρθιες. Επειδή η γκιλότα (=
γαλλικά culotte) και το παντελόνι
(ιταλικά pantaloni) είναι παραλλαγές της
βράκας (= αγγλικά breeches) και
η λέξη γκιλότα (= γαλλικά culotte) δεν
υπάρχει στα αγγλικά και στα γερμανικά, το ένδυμα της γκιλότας και γενικά οι
παραλλαγές της βράκας προσδιορίζονται στα αγγλικά και γερμανικά περιφραστικά.
ΑΓΓΛΙΚΑ: breeches = η περισκελίδα (= η
βράκα, το παντελόνι κλπ), knee breeches = η
περισκελίδα/παντελόνι κλπ μέχρι τα γόνατα ( η γκιλότα ως αυτή πριν από τη
Γαλλική Επανάσταση), breeches 19th
century/ riding breeches = η περισκελίδα/βράκα
ιππασίας (η γκιλότα ως η κρητική και Β’ Παγκοσμίου Πολέμου), puffed breeches = διογκωμένη βράκα
(το σαλβάρι), Fencing breeches = η βράκα, η γκιλότα
ξιφασκίας, Jockeys' breeches = η γκιλότα
ιπποδρομειών, Jodhpur breeches. Petticoat breeches, Knee-patch breeches, Genesis breeces (= η
βράκα της Γένεσης, αυτή μέχρι τα γόνατα), Greek/Spanish etc breeches = η ελληνική/ισπανική
κλπ βράκα. ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ: Hose = η περισκελίδα, η βράκα κλπ και Herrenhose = ανδρικό παντελόνι, Damenhose
= γυναικείο παντελόνι, Reiten =
ιππασία, Reithose = παντελόνι/ κιλότα ιππασίας, Pumphose = η βράκα, το
σαλβάρι κ.α.
λαχούρι
, το = είδος υφάσματος μάλλινου ή μεταξωτού που πρωτοϋφάνθηκε στην πόλη Λαχώρη
(< τουρκική lahuri < ινδικά Lahore ) στο Πακιστάν )
και το οποίο έχει και δικά του χαρακτηριστικά πολύχρωμα μοτίβα. Κατά συνεκδοχή λαχούρι ονομάζουν πολλοί το
σάλι και το μαντήλι από τέτοιο ύφασμα.
μανδύας,
ο = πολύ αρχαίο χοντρό ορθογώνιο (τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο) ιμάτιο , εξ ου
και ιμάτιο > ιμάντας > μανδύας > λατινικά mantelum, που είναι όπως η κουβέρτα και με αυτό
σκεπάζουμε την πλάτη και όλο το σώμα, από το κεφάλι ή από τους όμως και
κάτω, και δένεται στον ένα ώμο ή μπροστά
στο στήθος από τις δυο επάνω άκρες του με περόνη ή πόρπη. Από αυτό το ένδυμα
έχουν προκύψει μετά η αρχαία ελληνική χλαίνη, η λατινική τήβεννος (toga), η
κάπα κ.α. ( όλα τα επανωφόρια), ο λόγος
και για τον οποίο οι λέξεις αυτές είναι συνώνυμες, Μανδύας σήμερα λέγεται και
το αρχιερατικό άμφιο του Επισκόπου στην ορθόδοξη εκκλησία. Μανδύας
λέγεται και κάθε χοντρό περίβλημα, π.χ.
μανδύας γης, ενώ χιτώνας λέγεται το λεπτό περίβλημα. Μανδύας = λατινικά
mantelum, γαλλικά manteau , ιταλικά mantello, αγγλικά mantle. Το μαντήλι <
λατινικά mantelium και mantilium = ο πολύ μικρός μανδύας. Μαντώ, το =
ελαφρός γυναίκειος μανδύας, επανωφόρι
από το γαλλικό όνομα του μανδύα (λατινικά mantelum> γαλλικά manteau ,.
μαντήλι
ή μαντίλι το = το μικτό τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο ύφασμα, που ανάλογα με τη
χρήση του ονομάζεται: κεφαλομάντηλο, τραπεζομάντηλο, μυτης, λαιμού,
χειρομάντηλο κ.α. και ανάλογα με το υλικό κατασκευής ονομαζονται: χαρτομάντιλο,
μπολίδι (αυτό από μπόλια) κ.α.. Η
ελληνική λέξη μαντήλι είναι ο δημοτικός
τύπος της μεσαιωνικής λέξης «μανδήλι(ον) ή μανδύλιον, μαντίλιν», η οποία
προέρχεται από τη λατινική λέξη
mantelium ή mantilium, υποκοριστικό της λατινικής mantelum (= μανδύας, η
χλαμύδα) και εκείνη με τη σειρά της από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις ιμάτιον
> ιμάντας (Ιλιάδα Ραψωδία Ψ, 683-686)
> λατινικά mantelum > μανδύας (Βυζαντινά). Η χρήση του
μαντηλιού κανονίζει την ποιότητα, το σχήμα
και το μέγεθός του υφάσματός του. Τα της χειρός (μύτη, ιδρώτα κλπ) είναι
μικρά και από απορροφητικό ύφασμα, τα κεφαλομάντηλα από βαμβάκι ή μετάξι ή
μπόλια κλπ , ώστε να είναι ελαφρά, ωραία κλπ. Στην Κρήτη τα μαντήλια χρησιμοποιούνται
και ως κεφαλόδεσμοι, ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα για το λαιμό, δηλαδή αντί του
κασκόλ και της γραβάτας, όπως λέει και το δίστιχο: Αν πας στην Καλαμάτα και
‘ρθεις με το καλό, κράτα μου ένα μαντήλι να δένω στο λαιμό. Τα κρητικά κεφαλομάντηλα
έχουν πολλά χρώματα και το τι χρώμα μαντηλιού
θα φορέσει μια γυναίκα εξαρτάται από
πολλούς παράγοντες, όπως π.χ. το πένθος,
που τότε μπαίνει μαύρου χρώματος, ενώ στο γάμο λευκό, η ηλικία (οι νέες γυναίκες φορούν ανοιχτά χρώματα και
οι ενήλικες σκούρα ή μαύρα), οι καιρικές
συνθήκες (μπαίνει λευκό μαντήλι στον ήλιο ως αντηλιακό) , το τι χρώμα απαιτεί ο συνδυασμός του κουστουμιού κλπ. Το κρητικό ανδρικό κεφαλομάντηλο ή απλώς
μαντήλι, είναι τετράγωνο, που, αφού διπλωθεί διαγωνίως σε σχήμα τριγώνου, τυλίγεται με δεξιοτεχνία γύρω-γύρω από το
κεφάλι ως στέφανο, όπου τα κρόσσια
πέφτουν πάνω στο κούτελο. Σήμερα τα ανδρικά πλεχτά μαντήλια γίνονται κατευθείαν τρίγωνα. Στην εκκλησία το ανδρικό
μαντήλι βγαίνει από το κεφάλι και κρεμνιέται στο λαιμό ως ένδειξη
σεβασμού. Το ανδρικό κρητικό μαντήλι
είναι μαύρου χρώματος και κρουσσαλιδάτο, γιατί
συμβολίζουν το πένθος και τα δάκρυα των Κρητών που καταλήφθηκε η Κρήτη
από τους Γερμανούς φασίστες και τους χιλιάδες νεκρούς Έλληνες που άφησαν
πίσω τους. Λευκό ανδρικό μαντήλι επιτρέπεται μόνο σε γάμο. Το γυναίκειο κρητικό
μαντήλι είναι επίσης τετράγωνο , που, αφού διπλωθεί ως το ανδρικό, δηλαδή διαγωνίως,
στη συνέχεια ζώνει το κεφάλι με τις δυο αντίθετες άκρες του να δαίνονται κάτω
από το λαιμό ή πίσω από το λαιμό ή και με άλλους τρόπους. Ο γυναικείος κεφαλόδεσμος
ως ταινία (παραλληλόγραμμο μαντήλι) μπαίνει στο κεφάλι χωρίς να διπλωθεί σε
σχήμα τριγώνου και δένεται με διάφορους τρόπους. Το κρητικό ανδρικό κεφαλομάντηλο ή απλώς μαντήλι δεν υπήρχε επί Τουρκοκρατίας
ή άλλως Οθωμανικής κατοχής της Κρήτης (1669 – 1898), όπως προκύπτει και από τις
αφηγήσεις και φωτογραφίες, γκραβούρες κλπ των περιηγητών που επισκέφτηκαν τότε
την Κρήτη. Ο περιηγητής Μ. Χουρμούζης-Βυζάντιος («Κρητικά», 1842), ο οποίος
επισκέφτηκε την Κρήτη το 1842, άρα επι εποχής τουρκοκρατίας ακόμη στην
Κρήτη, και κατέγραψε πέραν των άλλων και
την κρητική ενδυμασία δεν αναφέρει ότι οι Κρήτες τότε φορούσαν σαρίκι ή μαντήλι,
αλλά ότι «Οι άνδρες (εν Κρήτη) φορούσι φέσι περιτυλιγμένο με λευκόν τι περικάλυμμα
(Πέτσα ονομαζόμενον) του οποίου μία άκρα κρεμάται όπισθεν, και φθάνουσα
πολλάκις έως την ζώνην». Το εν λόγω φέσι
στην πραγματικότητα ήταν δυο λογιών, το κωνικό με φούντα, το οποίο φορούσαν οι
μουσουλμάνοι, και το κυπελλοειδές, που ήταν χωρίς φούντα, το οποίο φορούσαν οι
χριστιανοί και αυτό ονομαζόταν κούκος ή κουπάκι , παραλλαγή του οποίου είναι το
καλυμμαύκι των ιερέων. Το εν λόγω «λευκό περικάλυμμα ή πέτσα ονομαζόμενον»
είναι ειδος τούρκικου σαρικιού, το οποίο, όπως αντιλαμβανόμαστε από την ως άνω
περιγραφή, δεν είναι ένα τετράγωνο ύφασμα όπως συμβαίνει με το κρητικό μαντήλι,
αλλά μια μακρά κορδέλα. Την κορδέλα αυτή αρχικά τη φορούσαν μόνο οι μουσουλμάνοι
ιερείς και μετά και οι φανατικοί απλοί μουσουλμάνοι πάνω από το φέσι τους. Μετά
την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς το τούρκικο σαρίκι φόρεσαν και οι
Κρήτες πλην των αντιστασιακών (αρματολών και οπλαρχηγών), για να γλιτώσουν τη ζωή τους από τους
φανατικούς Οθωμανούς, καθώς αναφέρει ο Ι. Κονδυλάκης διαρκούσης της
Τουρκοκρατίας στην Κρήτη σε άρθρο του στην εφημερίδα «Εστία» (15 και 16.6.1896,
βλ. Ιωάννη Κονδυλάκη, Τα Άπαντα, εκδ. Αηδών, Αθήναι 1961, σελ. 372-385]: «Και
οι χθες ραγιάδες εφόρεσαν το σαρίκι του αγά και ανέπνευσαν». Το κωνικό φέσι και η πέτσα ( το
τούρκικο σαρίκι) αφανίστηκαν από την Κρήτη ήδη από τότε που έγινε αυτόνομη
πολιτεία το 1898. Το κουπάκι άρχισε αντικαθίσταται από το κρητικό μαντήλι μετά
το 1913. Το κρητικό ανδρικό κεφαλομάντηλο ή απλώς μαντήλι προήλθε από το μαύρο
γυναικείο κρητικό μαντήλι, αφού αφενός το γυναικείο υπήρχε επί τουρκοκρατίας (ο
περιηγητής Μ. Χουρμούζης - Βυζάντιος στα «Κρητικά»(1842) αναφέρει μόνο το
γυναικείο μαντήλι) και αφετέρου είναι τα
ίδια, δηλαδή και τα δυο έχουν τετράγωνο σχήμα, γίνονται από ίδια υφάσματα και
για να μπουν στο κεφάλι διπλώνονται διαγωνίως σε σχήμα τριγώνου (τελευταία τα
ανδρικά γίνονται κατευθείαν τρίγωνα). Απλά με άλλο τρόπο δένεται-μπαίνει το
ανδρικό στο κεφάλι και με άλλο το γυναικείο. Το ανδρικό κρητικό μαντήλι και η
κρητική ανδρική γκιλότα άρχισαν να φοριούνται –καθιερώνονται από τους Κρήτες
μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους
(1912-1913) για λόγους ευκινησίας και πρακτικότητας στις πεζοπορίες και
ιππασίες στα βουνά και στα δάση. Πιο πριν, για να τρέξει ο Κρητικός
έπρεπε αφενός να βγάλει από το κεφάλι του το φέσι ή άλλως κούκο και να
το δαγκώσει, για να μη το χάσει και συνάμα να ανασκουμπώσει τη βράκα του και να
τη δέσει στη ζώνη του, για να να μην τον εμποδίζει, ενέργειες που ήταν και
χρονοβόρες και πρόβλημα. Πρόβλημα στο
βουνό δημιουργεί και το παντελόνι, γιατί είναι στη μέση στενό και συνάμα τα
μπατζάκια του βρίσκουν στους θάμνους ή κάνουν θόρυβο κλπ. Προ αυτού οι Κρήτες αντί για τη βράκα και
το φέσι καθιέρωσαν να βάζουν τη γκιλότα και το μαντήλι. Μάλιστα το μαντήλι στη μάχη γίνεται φουλάρι, στην πληγή
επίδεσμος και στη σύλληψη χειροδέτης ή ποδοδέτης. Απλά το μαύρο πουκάμισο και
το μαύρο μαντήλι καθιερώθηκαν από τους αντάρτες της Εθνικής Αντίστασης Κρήτης
1941-44, δηλαδή μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς και Ιταλούς, σε
ένδειξη πένθους που καταλήφθηκε η Κρήτη από τους Γερμανούς και Ιταλούς
και τους χιλιάδες νεκρούς Κρήτες που έπεσαν τότε στο βωμό της ελευθερίας.
μανικέτι,
το = η άκρη του μανικιού στο πουκάμισο (< ιταλ. manichetta < manica <
λατιν. manicae =χειρίδες < manus =
χέρι, επεξεργασία.)
μανίκι
το = η χειρίδα, το μέρος του ενδύματος που καλύπτει τα χέρια, μσν. μανίκι(ο)ν < λατινικά manicae =
χειρίδες < manus =χέρι. Μεταφορικά
μανίκι = η λαβή εργαλείων ή σκευών
και το δύσκολο έργο
μαντώ,
το = ελαφρός γυναίκειος μανδύας, από το γαλλικό όνομα του μανδύα = λατινικά mantelum > γαλλικά manteau ,.
μεϊ(ν)τάνι
, το = είδος κοντού επενδύτη (μπουφάν,
τζάκετ) με μακριά μανίκια από τσόχα ή βελούδο, που μπαίνει πάνω από το γελέκι
στην κρητική ανδρική ενδυμασία: Καζαντζάκης (Χριστός ξανασταυρώνεται) "με
χρυσοκέντητο μεϊντάνι. Στη γυναικεία κρητική ενδυμασία λέγεται και ζιπόνι ή
ζακέτο" . Το ένδυμα αυτό υπήρχε και στη μινωική Κρήτη, όπως προκύπτει από
τις τοιχογραφίες της Κνωσού.
μενταγιόν,
το = κόσμημα, στοιχείο (σταυρός,
μετάλλιο, κόσμημα) που κρεμιέται με μία
αλυσίδα ή ένα σχοινάκι δερμάτινο, μεταξωτό κ.λπ. στο λαιμό και πέφτει μπροστά
στο στήθος. Ετυμολογία από την ελληνική λέξη μέταλλον. Στην αρχαία
Ελληνική γλώσσα για το μενταγιόν χρησιμοποιείτο η λέξη περίαπτον, που
ετυμολογείται από το ρήμα περιάπτω που σημαίνει αναρτώ, κρεμώ. Στη λαϊκή παράδοση
το κολιέ λέγεται «γιορντάνι», που προέρχεται από το τουρκικό “gerdan” που
θα πει λαιμός.
μεσοφόρι
ή σοφόρι, το = το γυναίκειο εσώρουχο ή άλλως κομπινεζόν. Το έσω, το από μέσα
φόρεμα.
μόδα,
η = η συνήθεια, η τάση σχετική με το ντύσιμο ή γενικά την εξωτερική εμφάνιση
που υιοθετείται ευρύτατα για κάποιο χρονικό διάστημα Ντεμοντε = εκτός μόδας.
Μόδα < ιταλικά moda, γαλλικά mode , από τη λατινική λέξη modus (= ο τρόπος),
μοδίστρα,
η = η ράπτρια σύγχρονων ρούχων (μόδας) < γαλλική
modistre
μοντέλο,
το =
το πρότυπο, το παράδειγμα, < ιταλικά modello = γαλλικά
μανεκέν < mannequin
μοντέρνο,
το = το σύγχρονο, αυτό που συνηθίζεται, της μόδας
μουσελίνα, η = πολυτελές, λεπτό και διαφανές ύφασμα από μαλλί, βαμβάκι ή
μετάξι. Αρχικά ήταν το όνομα που δόθηκε σε μια κατηγορία υφαντών βαμβακερών υφασμάτων με απλή ύφανση. Η λέξη «μουσελίνα» (στα αγγλικά: muslin) προέρχεται κατ’ άλλους από το όνομα της αρχαίας
πόλης "Maisolos" ή Μασσαλία, που αντιστοιχεί στη σύγχρονη πόλη
Machilipatnam της ομόσπονδης πολιτείας Άντρα Πραντές της Ινδίας με την οποία είχαν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις οι αρχαίοι
Έλληνες και Ρωμαίοι και κατ άλλους από την πόλη Μοσούλη
μπατζάκι, το = το ένα από τα δύο σκέλη στις
περισκελίδες (αναξυρίδες, παντελονιού, βράκας κλπ). Τουρκική bacak = το
πόδι, το μπούτι ή το σκέλος, bacanak = μπατζανάκης,
σύγγαμβρος. Μπατζάκια δεν έχει η γκιλότα και η βράκα ή σωστότερα έχουν, όμως
είναι βεβλαμμένα ή άλλως κουλά, κομμένα.
μπλούζα,
η = το εξωτερικό ριχτό ρούχο που γίνεται από
χοντρό και αέρινο ύφασμα και φοριέται συνήθως επάνω από το άνω εσώρουχο και
καλύπτει τον κορμό μέχρι τη μέση. Λέγεται και φανέλα (εξωτερική). Είναι με ή
χωρίς γιακά, όμως δεν έχει άνοιγμα μπροστά, όπως έχει το πουκάμισο Διακρίνεται
σε: γυναικεία , αντρική, χειμερινή, καλοκαιρινή, με μακριά ή κοντά μανίκια,
αμάνικη, βαμβακερή,
μεταξωτή, μάλλινη , άσπρη, ιατρική κλπ Γαλλική blus(e) -α και ιταλικά blusa > μπλούζ(α)
μπόλια (η) = είδος μεταξωτού ή βαμβακερού λευκού
υφάσματος, που ονομάστηκε έτσι, επειδή είναι όπως το περικάλυμμα λίπους γύρω
από προγούλι των ζώων, που λέγεται μπόλια.
μπολίδα ή απλώς μπόλια, η = ο γυναικείος κεφαλόδεσμος που είναι ως ταινία
και κατασκευασμένος από το καλούμενο
ύφασμα μπόλια, ένα είδος μεταξωτού ή βαμβακερού λευκού υφάσματος: "πέταξε τη μαύρη μπολίδα, χύθηκαν
τα κατάξανθα μαλλιά στην πλάτη" (Ν, Καζαντζάκης, Ο Χριστός
Ξανασταυρώνεται). «περιτιλύσσουν δε την κεφαλήν με λευκόν μακρύ πανίον
(βαμβακερόν, μεταξωτόν) μπόλια
ονοραζόμενον, του όποιου μία άκρα κρέμαται όπισθεν, και φθάνει έως εις τας κνήμας,
η δε άλλη διερχομένη μεταξύ των μαστών τίθεται υπό την αριστεράν μασχάλην» (Μ.
Χουρμουζης –Βυζάντιος, «Κρητικά», 1842).
μπολίδι,
το = το ανδρικό τετράγωνο κεφαλομάντηλο,
που είναι κατασκευασμένο από μπόλια.
μπουρνούζι,
το = η ρόμπα που γίνεται από απορροφητικό
υλικό όπως η πετσέτα του μπάνιου. Φοριέται
κυρίως μετά το μπάνιο ή το κολύμπι, ενώ η ρόμπα κάτι επίσημο ή
ημιεπίσημο. Ένα τυπικό μπουρνούζι είναι κατασκευασμένο από ένα απορροφητικό υλικό, για να κρατήσει ζεστό το σώμα και συνάμα να
διατηρήσει τη σεμνότητα, εάν δεν υπάρχει καμία ανάγκη να ντυθεί κάποιος. Από
την τουρκική λέξη
bornoz < αραβική burnūs = χιτώνας με κουκούλα που φορούσαν κυρίως Αφρικανοί στρατιώτες και
εκείνη με τη σειρά της από το βυζαντινό βίρρο/βύρρο (ειδικός μανδύας με κουκούλα
για τη βροχή) < από το λατινικό birrus (είδος μανδύα
μπούστο,
το = γυναικείο αμάνικο ένδυμα που καλύπτει
το κορμί από το λαιμό ως τη μέση, αγγλικά top. Παλιότερα στην Κρητη μπούστο λεγόταν
ένα είδος στηθόδεσμου ως το γιλέκο που
κατασκευάζονταν από δίμητο ύφασμα τ’ αργαστηριού και το οποίο κούμπωνε κάτω από τους μαστούς Η λέξη μπούστο
ετυμολογείται από την ιταλική λέξη busto < λατινική bustu = το στήθος, το ένδυμα που έχει
σχήμα όπως το γράμμα Β = μπ.
μπουφάν,
το = το κοντό έως τη μέση επανωφόρι από χοντρό, συνθετικό ιδίως, ύφασμα ή από
δέρμα, που κλείνει συνήθως με φερμουάρ. Μπουφάν < γαλλ. bouffant, μτχ. τού ρ. bouffer «φυσώ, φουσκώνω» σε
συνειρμό με τη λατινική λέξη busto.
μπότα,
η = το στιβάνι, από το ιταλικό bota >
γαλλικά botte, αγγλικά boot
μπρασελέ,
το = το στολίδι, κόσμημα του μπράτσου, βλέπε βραχιόλι, γαλλική bracelet.
ξόμπλι,
το < λατινική exemplum = δείγμα
παλτό,
το, < ιταλ. palto < γαλλ. paletot < αρχ. αγγλ. paltok = πανωφόρι. Το μεσαιωνικό αγγλικό paletok έδωσε το γαλλικό
paletoc>paletot, από όπου το ιταλικό palto και δι’ αυτού το
ελληνικό παλτό
πανί , το = κομμάτι ύφασμα, λινό ή
βαμβακερό, μσν. πανίον υποκοριστικό
του ελληνιστικού πάνν(ος) -ίον <
λατινικά pann(us). Πανίον > πανί = το ιστίο πλοίου, πάνες = τα ιμάτια με τα
οποία τυλίγονται τα μωρά γύρω από τα σκέλη.
παντελόνι,
το = είδος περισκελίδας που καλύπτει το σώμα από τη μέση και κάτω, η οποία έχει
αφενός άνοιγμα στο ύψος των γεννητικών οργάνων, που κουμπώνει με κουμπιά ή
φερμουάρ και αφετέρου σκέλη που φτάνουν έως τους αστραγάλους. Τα παντελόνια
φτιάχνονται από διαφόρων ειδών υφάσματα, όπως το λινό, το τζιν,
το κοτλέ, το βελούδο, η κασμιροφανέλα, το καμπαρντινέ κ.α.
και διακρίνονται σε στενά και φαρδιά , αντρικά, και γυναικεία, καθώς και
σε κοντά (= αγγλικά σορτς,
φτάνουν έως το μέσο του μηρού) και μακριά (φτάνουν έως τους αστραγάλους). Η βερμούδα (που είναι
ένας νεότερος ιδιαίτερος τύπος κοντού παντελονιού, δημοφιλής στα νησιά
Βερμούδες, απ' όπου πήρε και το όνομά της), το κολάν, η γκιλότα, το παντελόνι και η βράκα είναι
παραλλαγές των ανασυρίδων ή άλλως αναξυρίδων που φορούσαν οι αμαζόνες στην
αρχαία Ελλάδα. Η γκιλότα διαφέρει του παντελονιού μόνο στο ότι έχει σκέλη
κοντά, είτε έως το μέσο της κνήμης είτε έως τα γόνατα. Το κολάν διαφέρει της
γκιλότας μόνο στο ότι είναι κολλητό (εφαρμοστό) στο σώμα. Το παντελόνι διαφέρει
των αναξυρίδων μόνο στο ότι έχει άνοιγμα
μπροστά στο ύψος των γεννητικών οργάνων,
που κουμπώνει με κουμπιά ή φερμουάρ. Οι αναξυρίδες δεν έχουν αυτό το άνοιγμα, επειδή οι γυναίκες
δεν ουρούν όρθιες .(Περισσότερα βλέπε «ΟΙ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΣΤΟΛΕΣ ΤΗΣ
ΒΡΑΚΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΚΙΛΟΤΑΣ» Α. Γ. ΚΡΑΣΑΝΑΚΗ).
Η λέξη «παντελόνι», που στα γαλλικά λέγεται pantalon (= ενικός) / pantalons (= πληθυντικός), στα ιταλικά pantalone (= ενικός)/ pantaloni (=
πληθυντικός) και στα αγγλικά trousers ή pants (= είναι σύντμηση της γαλλικής λέξης
pantalοns), σύμφωνα με τον Harper, Douglas (Pantaloon Etymology), το Ετυμολογικό Λεξικό Αγγλικής Weekley, το
Ετυμολογικό Λεξικό της Αγγλικής Γλώσσας
Klein κ.α., προέρχεται από την ιταλική λέξη Pantalone ή Pantelone και η
οποία με τη σειρά της προέρχεται από τα
ελληνικά ονόματα Πανταλέων και Παντελεήμων, επειδή έτσι λεγόταν αυτός
που ήταν η αιτία να γίνει μόδα το 17ο αιώνα αυτό το είδος
περισκελίδας. Πιο απλά, όπως η λέξη pantomime
είναι κατασκευασμένη από ελληνικές λέξεις: «παντομίμα» = πάντα (όλα ) + μίμος,
έτσι και η λέξη pantaloni
είναι κατασκευασμένη από τις ελληνικές λέξεις Πανταλέων / παντελεήμων = «πάντα» (πάντοτε) +
«λέων» ( lion/ λιοντάρι):
<<Pant is Greek for "all" and leo is the Latin word for
"lion". The name is of Greek origin and means
"all-compassionate" (or, according to Klein, "entirely lion").>>
. Βέβαια το παντελόνι του Πανταλεόνε δεν ήταν όπως αυτό που
έχουμε σήμερα, αλλά κάτι όπως το σημερινό
εφαρμοστό καλσόν και κολάν.
Ακολούθως επινοήθηκε το σημερινό
παντελόνι και κατά απομίμηση-παραλλαγή εκείνου των αμαζόνων της αρχαίας
Ελλάδος, όπως προαναφέραμε. Ο
Πανταλέων - Παντελεήμων > ιταλικά Pantal(e)one στην
πραγματικότητα, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα λεξικά, ήταν ένας από τους βασικούς ήρωες της Ιταλικής
commedia de l΄ arte (= η κωμωδία της τέχνης),
16ο αι. , που το όνομά του προήλθε με
κατ’ ευφημισμό από το όνομα που είχε
ένας αγαπημένος άγιος των Ενετών και λεγόταν Πανταλέων ή Παντελεήμων (Saint Pantaleon > San Πανταλόνε).
Ειδικότερα ο Άγιος Πανταλέων ή
Παντελεήμονας > ιταλικά
Pantal(e)one ήταν ένας χριστιανός γιατρός που είχε κατ’ επανάληψη καταδικαστεί ακόμη και σε θάνατο από τους
Ρωμαίους τον 3ο αιώνα για τις ιδέες
τους, καθώς και για την παροχή βοήθειας σε φτωχούς κ.α., όμως τελικά επέζησε
και ως εξ αυτού αργότερα η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο, δίνοντάς του τα
ελληνικά ονόματα Πανταλέων (= αυτός που
πάντα είναι λιοντάρι) και Παντελεήμονας
(αυτός που πάντα ελεεί) > λατινικά
«Pantal(e)one». Αντίθετα ο «Πανταλόνε»
ήταν η προσωποποίηση ενός γεροτσιγκούνη που κοιτάει πως να μαζέψει χρήματα,
αλλά πέφτει πάντα θύμα και είναι σχεδόν πάντα ερωτευμένος. Φοράει κίτρινες παντόφλες, κόκκινο (ιταλικό)
πανταλόνι και μαύρο παλτό. Διευκρινίζεται
ότι κανονικά ο Πανταλέων δε φορούσε παντελόνι ως το σημερινό, αλλά αλλά μια
εφαρμοστή ως η κάλτσα περισκελίδα όπως το σημερινό κολάν και το σημερινό
καλσόν, που αυτό τότε ονομαζόταν ιταλικό παντελόνι
, Ιταλική calza < λατινική calceus και calcius (=
υπόδημα), calx (=φτέρνα) < ελληνικά κάλ(υ)ξ > κάλυκας, κάλυμμα.
παντόφλες,
οι = είδος ελαφρών, μαλακών και
αναπαυτικών παπουτσιών για το σπίτι. Η παντόφλα (ή σπανιότερα παντούφλα)
είναι ένας από τους παλαιότερους τύπους υποδήματος. Από το γαλλική pantoufle < λατινική pantofolla <
αρχαία ελληνική παντόφελλος (κάτι που έχει παντού φελλό).
παπάζι , το = μακρύ στέλεχος φεσιού από μαργαριταρένιες
χάντρες, που καταλήγει σε μακριά μεταξωτή μπλε φούντα <
τούρκικα papazi. Το παπάζι αποτελεί τμήμα του
φεσιού, Παπάζι λέγεται και το κόκκινο γυναικείο κεφαλοκάλυμμα με μικρή φούντα
σκεπασμένο με μαύρο τούλι της αστικής φορεσιάς της Πελοποννήσου και των Αθηνών,
γνωστής ως "Αμαλία". Πρόκειται για τη φορεσιά που διαδόθηκε μετά το
1835 από τη βασίλισσα Αμαλία και καθιερώθηκε ως εθνική ενδυμασία.
παπιγιόν,
το = είδος λαιμοδέτη σε σχήμα φιόγκου – πεταλούδας. γαλλ. papillon (=πεταλούδα) < λατιν.
papilio (=πεταλούδα).
παπούτσια,
τα = τα απλά υποδήματα, από το αρχαίο
ελληνικό «πους» > πόδας, πάω,
πατώ κλπ λέξεις ηχοποιητικές από το
πατ-πουτ > πους, πατούμενα, μπούτι,
μπότες, παπούτσια κλπ Απλά η λέξη η λέξη παπούτσι < τουρκική pabuç
/papuç (υπόδημα)
< περσική pαpus) pa
= πόδι + puş = κάλυμμα.
πέδιλο,
το = το σανδάλι, το κάλυμμα του ποδιού που αποτελείται από ένα δερμάτινο πάτο
που δένεται στο πόδι με ιμάντες συνήθως δερμάτινους. Από το πεδίον >
πέδιλον, πόδι, πόδας …
πέπλο, το = αξεσουάρ συνήθως από
τούλι (κάποιες φορές μπορεί να το δούμε και σε δαντέλα) όπου τοποθετείτε στο
κεφάλι της νύφης με χτενάκι που είναι ραμμένο επάνω του και καλύπτει μέρος του
προσώπου της ή και ολόκληρο το πρόσωπο. Υπάρχει και ο αρχαιοελληνικός πέπλος.
περιβραχιόνιο,
το = λωρίδα υφάσματος που φοριέται γύρω από το μπράτσο είτε
ως ένδειξη πένθους (τότε το περιβραχιόνιο είναι μαύρου χρώματος) είτε για διάκριση του αρχηγού μιας ομάδος
κ.α. Γαλλική bracelet = το κόσμημα για
το βραχίονα > λατινικά brachio > μπράτσο (το
βραχιόλι και το περιβραχιόνιο).
περιδέραιο, το = γαλλικά το κολιέ, το κόσμημα
«γύρω από το λαιμό» (δέρη = λαιμός). Το περιδέραιο, γνωστό από αρχαιοτάτων
χρόνων, εκτός από διακοσμητική σημασία, είχε αρχικώς και αξία φυλαχτού. Το πρωτόγονο
περιδέραιο κατασκευαζόταν από φυσικά στοιχεία (μικρά κογχύλια, σπονδύλους
ψαριών, δόντια ζώων) δεμένα μεταξύ τους με δυνατό νήμα από ίνες φυτών. Όταν ο
άνθρωπος άρχισε να χρησιμοποιεί στοιχειώδη εργαλεία, κατασκεύασε περιδέραια από
λειασμένους, ομοιόμορφους λίθους και από πήλινα χρωματισμένα στοιχεία
περικνημίδες,
οι = το ένδυμα από δέρμα ή μέταλλο ή
πανί κλπ των κνημών με ρόλο ως το καλάμι στις μπότες , δηλαδή προστατευτικό ή
και διακοσμητικό.
περισκελίδα,
η = το κάλυμμα των σκελών, το ρούχο από τη μέση και κάτω και το οποίο καλύπτει
τα πόδια είτε έως τα γόνατα είτε έως τους αστραγάλους. Παραλλαγές του είναι το
παντελόνι, η βράκα και η γκιλότα .
πετσέτα η
= το μαντήλι με πυκνή χοντρή ύφανση (δίμιτο), Ιταλική pezza > pezzetta
= υποκοριστικό = το δέρμα, η κρούστα, πετσί = κομμάτι δέρματος
και πετσέτα = κομμάτι από πανί
πέτασος, ο = είδος καλύμματος της κεφαλής στους αρχαίους
Έλληνες για την προστασία από τον ήλιο ή τη βροχή κατασκευασμένο από δέρμα ή
ψάθα. Το μεγαλύτερο πέταλο της στεφάνης των ψυχανθών.
πιζάμα ή (μ)πι(τα)ζάμα, η =
η νυκτικιά, δηλαδή το φαρδύ (ανδρικό κυρίως) ρούχο από λεπτό συνήθως
ύφασμα, που φοριέται στον ύπνο και που αποτελείται από παντελόνι και σακάκι ή
μπλούζα. Διακρίνονται σε: αντρικές / γυναικείες/ μεταξωτές / ριγέ κλπ . Ετυμολογία:
< ιταλική pigiama < αγγλική pyjamas
< χίντι pāyjāma
< περσική pāyjāma
ποπλίνα,
η = αγγλικά poplin < γαλλ. papeline
< ιταλ. papalina = είδος βαμβακερού
υφάσματος που μοιάζει στη στιλπνότητα με μεταξωτό.
πουκάμισο,
το =
είδος ενδύματος για το πάνω μέρος του σώματος. Διαθέτει γιακά, μακρά ή
κοντά μανίκια με μανσέτες και κατακόρυφο άνοιγμα με κουμπιά και καλύπτει τον κορμό από το λαιμό ως τη
λεκάνη. Διακρίνεται σε: αντρικό / γυναικείο / φαρδύ / στενό /
μακρύ / άσπρο / χρωματιστό / παρδαλό / βαμβακερό / μεταξωτό κ.α.. Προέρχεται από τον αρχαίο λινό χιτώνα, Ετυμολογία: πουκάμισο < μεσαιωνική
ελληνική πουκάμισον < υποκάμισον < υπό + *καμίσα/
καμίσιον < μεσαιωνική λατινική camisia. Το πουκάμισο είναι
εξωτερικό ένδυμα το καλοκαίρι και εσωτερικό το χειμώνα. Έτσι όταν λέμε
υποκάμισο > πουκάμισο, εννοούμαι αυτό που μπαίνει κάτω κάτω από το σακάκι ή
το γελέκο.
πουλόβερ,
το = η μάλλινη πλεκτή μπλούζα, αγγλικά
pullover < pull (=τραβώ) + over (=πάνω).
προστήθιο,
το = το
αραχνοΰφαντο ύφασμα που μπαίνει στο μπούστο, για να καλύπτει το
περίσσευμα του άνοιγμα της τραχηλιάς και έτσι να εξάπτει τη φαντασία των ανδρών, όπως μας πληροφορεί
Κονδυλάκης στον Πατούχα. Προστήθιο φορά και η καλούμενη «Παρισιάνα» της Κνωσού,
το οποίο στηρίζεται με κορδόνια στο λαιμό.
ράσο,
το = το μαύρο καθημερινό φόρεμα των κληρικών και των μοναχών, το οποίο, επειδή
ήταν ξυρισμένο-λειασμένο, δηλαδή χωρίς χνούδι ύφασμα γι αυτό και καλούνταν
έτσι. Από το < λατινικό rasum, μετοχή
του ρήματος < rado, radere = ξύνω,
ξυρίζω.
ρόμπα,
η = φαρδύ εξωτερικό ένδυμα με
μανίκια όπως το μπουνούζι, η τήβεννος, τα
άμφια. οι κάπες ή οι μανδύες. Κάθε μακρύ χυτό και μη εφαρμοστό ένδυμα. Η λέξη ρόμπα είναι αγγλική (“robe” ),
δάνειο από τη γαλλική rouba ("spoils, things stolen, clothes»/ Ρούμπα = «λάφυρα, τα πράγματα έχουν κλαπεί,
ρούχα»). Τα άμφια (το ράσο) διαφέρουν από τη ρόμπα στο ότι είναι εφαρμοστά. Το
μπουρνούζι διαφέρει από τη ρόμπα στο ότι γίνεται από απορροφητικό υλικό ως η
πετσέτα. Ένα "μπουρνούζι"
φοριέται κυρίως μετά το μπάνιο ή το
κολύμπι, ενώ η ρόμπα κάτι επίσημο.. Ένα τυπικό μπουρνούζι είναι κατασκευασμένο από ένα απορροφητικό υλικό, για να κρατήσει ζεστό το σώμα και συνάμα να
διατηρήσει τη σεμνότητα, εάν
δεν υπάρχει καμία ανάγκη να ντυθεί κάποιος. Η ρόμπα στην Ελλάδα είναι πρόχειρο
γυναικείο μακρύ ρούχο που κουμπώνει μπροστά και φοριέται συνήθως πάνω από τα ρούχα ύπνου, γι
αυτό και η υποτιμητική φράση φράση «εγινε ρόμπα»
ράφτης, ο = ο κατασκευαστής
ή επιδιορθωτής ενδυμασιών. Το θηλυκό παλιά δε λεγόταν ράπτρια, αλλά
μοδίστρα, από το μόδα.
σαγιάς,
ο = παραλλαγή του καβαδιού. Είναι ένδυμα από βαμβακερό ή βαμβακομέταξο ύφασμα,
με κατακόρυφο άνοιγμα εμπρός και μήκος έως κάτω από τα γόνατα. Ομοίως και το
αντερί είναι παραλλαγή του καβαδιού. Είναι ένδυμα κατασκευασμένο από μεταξωτό ή
βαμβακερό ύφασμα, έχει την ίδια μορφή με το σαγιά και συναντάται άλλοτε ως
εσωτερικό ένδυμα.
σακάκι,
το = το εξωτερικό ανδρικό
ένδυμα που είναι με μακριά μανίκια,
κουμπώνει μπροστά και καλύπτει τον κορμό ως τους γοφούς και το οποίο
μαζί με παντελόνι από το ίδιο ύφασμα αποτελεί το ανδρικό κουστούμι. Διακρίνεται
σε: σταυρωτό , μονόπετο, καλοκαιρινό , χειμωνιάτικο κλπ
Ετυμολογία: υποκοριστικό-ουδέτερος
τύπος του «σάκο»ς, όπου βλέπε περισσότερα.
σάκος,
ο = το βαρύτιμο αρχιερατικό άμφιο με κοντά και φαρδιά μανίκια που φτάνει ως τα
γόνατα. Ετυμολογία από το αρχαίο ελληνικό σάκ(κ)ος = το περίβλημα, η θήκη, σακί =
το τσουβάλι. Ο σάκος (εβραϊκά σακ)
στους Εβραίους ήταν ιμάτιο, ζώμα, που το φορούσαν επάνω τους σε περίπτωση υπόδειξης είτε πένθους είτε σεβασμού
(επισημότητας). Όταν ο Ιακώβ πένθησε για τον υποτιθέμενο θάνατο του γιου του,
του Ιωσήφ, έζωσε τους γοφούς του με «σάκο»: «Τότε ο Ιακώβ έσκισε τους μανδύες
του και έβαλε σάκο πάνω στους γοφούς του και πένθησε για το γιο του πολλές
ημέρες (Γένεση 37.34). Ενίοτε οι πενθούντες κάθονταν ή κοιμούνταν πάνω σε σάκο.
Στην αρχαία Ελλάδα η λέξη «σάκος» προσδιόριζε το χοντρό ύφασμα (αρχικά από
τρίχες κατσίκας) από το οποίο έφτιαχναν θήκες. Σακί = το τσουβάλι και σάκα > θάκα = ιωνική
θήκη.
σακοφ(ο)ύστανο:
η γυναικεία ενδυμασία με σακάκι και φούστα/φουστάνι. Το ένδυμα σάκος κατασκευάζονται στις παραδοσιακές φορεσιές συνήθως από το ίδιο
ύφασμα (είδος και χρώμα) με αυτό της φούστας. Ο
γυναικείος σάκος και το ανδρικό σακάκι δεν είναι κοντόχι, αλλά ενδύματα που
φτάνουν κάτω από τη μέση.
σαλβάρι
το = οι βράκες (bracae
λατινικά) ή αναξυρίδες (αρχαία ελληνικά), όπου βλέπε περισσότερα. Περσικά οι
βρακες λέγονται σαράβαρα απ΄όπου σαλ(α)βαρα > σαλβάρ (τούρκικα).
σάλι,
το = η εσάρπα, περσικά schal (=καλύπτρα)
= τριγωνικό ύφασμα για τους ώμους, είδος
ωμοφόριου.
σαρίκι,
το = σύντμηση της ελληνικής λέξης «(και)σαρίκιον», η οποία με τη σειρά
της προέρχεται από τη λατινική λέξη «Καίσαρας» (Caesar = ο βασιλεύς) και σημαίνει το στέφανο ή
άλλως στέμμα διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια, που φορούσαν αρχικά
οι βασιλιάδες ή στα λατινικά καίσαρες των Βυζαντινών και μετα και οι αρχηγοί
στρατού κ.α. Από τη λέξη
«(και)σαρίκι(ον)» και κατ’ επέκταση
«σαρίκι» λέγεται κάθε κάθε τι που τυλίγει το κεφάλι κάποιου ή που μπαίνει
ως στέφανο στο κεφάλι, όπως το κρητικό μαντήλι, το ανατολίτικο τουρμπάνι ή
τουλουπάνι κλπ, όμως άλλο το κρητικό μαντήλι,
άλλο το τούρκικο σαρίκι και άλλο το ινδικό τουρμπάνι κλπ, πρβ και: σάραπις
= λευκή περσική εσθής, η οποία τυλίγεται στο σώμα, σαρικόπιτα (= η ρεθεμνιώτικη τυρόπιτα σε σχήμα
σαρίκι), sarmac (= το τύλιγμα, στην
τουρκική), σαρμάς (= μακεδονικά ο ντολμάς)
κ.α. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας και
συγγραφέας Κωνσταντίνος
Πορφυρογέννητος αναφέρει ότι ο βασιλεύς
των Βυζαντινών Μιχαήλ Γ’ , όταν δέχτηκε αντιπροσωπία Σλαύων, τους υποδέχτηκε: «Περιβαλλόμενος ο βασιλεύς
σαγίον πορφυρούν έχον περικλεισιν χρυσήν, από μαργαριτών ημφιεσμένην, περιθείς
και στεφανον επί της εαυτού κεφαλής εκ λίθων και μάργαρων ημφιεσμένον, όπερ καισαρίκιον λέγεται, εκάθισιν επί του
σεντζου εν τω χρυσοτρικλίνω» (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, «Περί βασιλείου
τάξεως», λζ' κεφάλαιο). Επίσης ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, σχετικά με τη
χειροτονία των βυζαντινων βασιλέων ή λατινικά καισάρων, αναφερει και ότι: <<Ακτολογία των δήμων επι χειροτονία
καίσαρος……… Και μετά την τελείωσιν της ευχής αίρει ο πατριάρχης τον στέφανον,
ήτοι το καισαρίκιον, φιλών αυτό, και επιδίδωσιν αυτό τω βασιλεί. Ο δε βασιλεύς
ασπάζεται αυτό, και ποιεί φιλήσαι αυτό και τον καίσαρα, και ευθέως κατασφραγιζει
επάνω της κεφαλής αυτού λέγων εις το όνομα του πατρός και του υιού και
πνεύματος αγίου. Και ειθ ούτως περιτίθησι τον στέφανον εις την κορυφήν του
χειροτονημένου καίσαρος…….…>> (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος , τόμος 1,
Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Τόμος 5, Μέρος 1). Ο Κωνσταντίνος.
Παπαρηγόπουλος (που έζησε το 1815-1891, άρα διαρκούσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας)
στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
(Επίλογος - Τόμος στ) αναφερει και ότι ο βασιλεύς των Βυζαντινων Μιχαήλ Γ’
δεχθηκε απεσταλέμνου των Σλάβων «καθήμενος επι θρόνου, περιβεβλημένος το μακρόν
πορφυρούν ιμάτιο το καλούμενον σαγίον, του οποίου η χρυσή παρυφή ήτο
διακοσμημένη δια μαργαριτών κεκοσμημένη
και φέρων επί κεφαλής στέφανον
λιθοκόλλητον, όστις εκαλείτο σαρίκιον» Επομενως σαρίκι και καισαρίον είναι
το αυτό. Πολλοί νομίζουν ότι η λέξη
«σαρίκι» είναι τούρκικη, επειδή και οι Τούρκοι τη χρησιμοποιούν, ενώ δεν είναι
έτσι, γιατί, πέραν των άλλων που είδαμε
πιο πριν, ανατρέχοντας στα τούρκικα λεξικά βλέπουμε ότι το σαρίκι στην τούρκικη
γλώσσα κανονικά δε λέγεται έτσι, δηλαδή sariki,
αλλά τουρμπάνι ( turban), λέξη
που και αυτή προέρχεται από την αρχαία
ελληνική λέξη «τυρβάζω» (= περιστρέφω, τυλίγω) > ιταλικά turbante (> τούρμπο = ο στρόβιλος) > τουρμπάνι > τουλουπάνι κ.α. Το
τούρκικο τουρμπάνι είναι διαφορετικό από
το ινδικό. Το ινδικό είναι μια πάρα πολύ μεγάλη κορδέλα με την οποία
τυλίγουν κατάσαρκα και πολλές φορές το κεφάλι τους οι Ινδοί. Οι μαχαραγιάδες
φορούν άσπρο μεταξωτό τουρμπάνι και οι υπόλοιποι σε άλλα χρώματα. Το μουσουλμανικό σαρίκι ή άλλως τουρπάνι
είναι λουρίδα υφάσματος που τυλίγεται γύρω από το φέσι των μουσουλμάνων ανδρών
που κατέχουν αξίωμα ή είναι ιερείς, για
διάκρισή τους από τους υπόλοιπους. Το σαρίκι στους άραβες ιερείς και
αξιωματούχους είναι κορδόνι που μπαίνει πάνω από τη μαντήλα που καλύπτει την
κεφαλή και γύρω από το κεφάλι. Το μουσουλμανικμό σαρίκι είναι κάτι διαφορετικό
από το κρητικό σαρίκι ή άλλως μαντήλι, γιατί το μαντήλι αφενός είναι μόνο για προστασία
της κεφαλής και δε σχετίζεται με ιερείς και αξιώματα και αφετέρου δεν είναι
λουρίδα υφάσματος, αλλά ένα τετράγωνο ύφασμα που διπλώνεται διαγωνίως σε σχήμα
τριγώνου και μετά τυλίγεται, όμως διαφορετικά τρόπο στις γυναίκες και
διαφορετικά στους άνδρες, γύρω από το κεφάλι σε όποιαν ή όποιον θέλει να το
φορέσει. (Περισσότερα βλέπε μαντήλι)
σάρπα,
η = η εσάρπα, όπου βλέπε περισσότερα.
σιγκούνι
, το ή σεγκούνα, η = χειμερινός, αμάνικος επενδύτη (πανωφόρι), ανοικτός στο
μπροστινό μέρος, που φορούσαν κυρίως οι γυναίκες χωρικές, όπως οι Καραγκούνες.: «Άντε γκούνα Καραγκούνα άντε να σε πάρω και σεγκούνια…..» (Δημοτικό). Κατασκευάζεται
από λευκή και μαύρη, κεντημένη τσόχα, ντυμένο με άσπρο σαγιάκι ή άλλως ρασά, το
μάλλινο ύφασμα που οι γυναίκες έχουν υφάνει και επεξεργαστεί στη νεροτριβή,
ώστε να γίνει χοντρό και πηχτό Ο
διάκοσμός του δημιουργείται από ειδικούς τεχνίτες με πολύχρωμα ή μονόχρωμα
κεντήματα από μάλλινα νήματα, χοντρά μετάξια, γαϊτάνια, χρυσοκλωστές, πούλιες
και χάντρες. Το σιγκούνι, που υπάρχει σε διάφορες παραλλαγές, φοριέται πάνω από
πουκάμισο, συναντάται είτε κοντό όπως στα Μεσόγεια Αττικής και την Κορινθία
είτε μακρύ όπως στο Σούλι και το Πωγώνι. Η λέξη σιγκούνι κατ’ άλλους είναι αλβανική shegun και κατ’ άλλους από το
γαλλικό sequin < ιταλική zecchino = ενετικό νόμισμα, το οποίο, επί
ενετοκρατίας/τουρκοκρατίας, χρησιμοποιούνταν ως διακοσμητικό των γιορτινών
γυναικείων φορεμάτων
σιρίτι, (το)
= διακοσμητικό κορδόνι. || γαλόνι. Τουρκική: şerit =
λωρίδα || ταινία. || σιρίτι. || γαλόνι.
σκαρπίνια,
τα = τα υποδήματα των αστών (εμπόρων, υπαλλήλων κλπ), αυτά που είναι με χαμηλό τακούνι, με γλώσσα
και άνοιγμα σχιστό μπροστά, που δένει με κορδόνια και αφήνει ελεύθερο τον
αστράγαλο (< ιταλική scarpini = παπούτσια)
σκελέα, η = η στρατιωτική εσωτερική περισκελίδα, τό σώβρακο
με σκέλη έως το μέσο το μηρών ή έως τα γόνατα.
σλιπ,
το = το λεπτό και με ελάχιστη κάλυψη
εσώρουχο των σκελών, αγγλικά slip. Το ανδρικό σλιπ έχει άνοιγμα στο μπροστινό
μέρος, για να εξυπηρετεί την εύκολη πρόσβαση. Το γυναικείο είναι χωρίς άνοιγμα.
Είδη του σλιπ είναι: Tanga = Χωρίς πλαϊνή κάλυψη με ύφασμα μόνο μπροστά και
πίσω. String = Μόνο μπροστινή κάλυψη με ύφασμα και μια
κάθετη στενή λωρίδα υφάσματος πίσω. G-String =
Μόνο μπροστινή κάλυψη με ύφασμα και ένα κορδόνι πίσω. Jock Strap ή Σπασουάρ
= Μόνο μπροστινή κάλυψη με ύφασμα. Φαρδύ λάστιχο στη μέση. Δύο λεπτά λάστιχα
ξεκινούν από τα πλαϊνά πηγαίνουν πίσω και καταλήγουν στο κάτω μέρος του
μπροστινού υφάσματος.
σουτιέν, το = Στα γαλλικά ο στηθόδεσμος, από το soutien-gorge (= υποστήριξη στήθους). Η ιδέα της κάλυψης
και συγκράτησης του γυναικείου στήθους γεννήθηκε για πρώτη φορά πριν από
χιλιάδες χρόνια, στην Ελλάδα. Στη Μινωϊκή Κρήτη εμφανίστηκαν τα
πρώτα φορέματα με ενσωματωμένο ένα είδος στηθόδεσμου, που συγκρατούσε το
στήθος. Όμως δεν το κάλυπτε, αλλά αντιθέτως το αναδείκνυε, αφήνοντάς το
εκτεθειμένο στην κοινή θέα, βλέπε π.χ. τα ειδώλια της Κνωσού που αποκαλούνται «lady of sport», «θεά των όφεων» κ.α. Απλά στη μινωική Κρήτη το σουτιέν άφηνε
ακάλυπτες τις ρόγες των μαστών, γιατί τότε , όπως και μετά στην κλασσική Ελλάδα
το γυμνόστηθο ήταν κάτι ως σήμερα ακόμη το ανδρικό, δηλαδή μη παρεξηγήσιμο.
στηθόδεσμος,
ο = το σουτιέν, όπου βλέπει περισσότερα.
στιβάνια,
τα = οι μπότες, το κύριο ένδυμα των
ποδιών των Κρητών της υπαίθρου. Είναι
υποδήματα με δερμάτινο καλάμι έως λίγο πιο κάτω από το γόνατο ή έως τη μέση της
κνήμης (τα μποτίνια), για να
προστατεύουν καλά πόδια στις ιππασίες και στις πεζοπορίες. Η ονομασία στιβάνια προέρχεται από την
ιταλική-βενετσιάνικη λέξη stivale, που σημαίνει ό,τι και η λέξη μπότα.
στολή,
η = η ομοιόμορφη ενδυμασία που φορά
το προσωπικό μιας υπηρεσίας για λόγους διάκρισης, καλωπισμού, σοβαρότητας
και πρακτικότητας κατά την ώρα της άσκησης των καθηκόντων του ή στις επίσημες εμφανίσεις του, όπως π.χ.
οι: αστυνομικοί, πυροσβέστες, στρατιωτικοί, υπάλληλοι μέσων μεταφοράς,
υγειονομικοί υπάλληλοι κ.α. Οι στολές
είναι ενδυμασίες που αφενός δεν μπορεί
να τις φορά ο οποιοσδήποτε πλην μόνο
αυτοί που έχουν νομικά οριστεί και αφετέρου δεν μπορεί να τις μεταποιήσει έστω
και στο ελάχιστο κάποιος από τους χρήστες,
γιατί είναι με εμβληματικό χαρακτήρα. Η λέξη στολή προέρχεται από
το αρχαίο ρήμα στέλλω =
παρασκευάζω, ετοιμάζω κλπ δια αποστολή: στέλλω
> στόλος, στολίς, στολάς, στολίδι κλπ. Τα ιερά άμφια είναι επίσης στολή,
η ενδυμασία των ιερέων σε ώρα τελετουργίας, μόνο που ορίζονται από άλλους νόμους, από τους
θρησκευτικούς κανόνες. Οι στολές και τα άμφια αφενός έχουν τέτοια χρώματα,
σχέδια, διακριτικά κλπ, ώστε να θυμίζουν στο χρήστη τους και την αποστολή του
και αφετέρου υπήρχαν από αρχαιοτάτων
χρόνων, όμως όχι με την έκταση,
ειδίκευση και ομοιομορφία που υπάρχει σήμερα, επειδή παλιότερα δεν υπήρχαν οι
δομές που μπορούσαν να την εξασφαλίσουν (π.χ. δεν υπήρχαν εργοστάσια για την
παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων ίδιου
υφάσματος για τις ανάγκες κατασκευής ενδυμάτων συγκεκριμένων ομάδων ανθρώπων:
στρατού, αστυνομικών κλπ). Οι άνθρωποι στα αρχαία χρόνια εξασφάλιζαν την ένδυσή τους με δικά τους μέσα και
την οποία κατασκεύαζαν σε χρώμα, σχήμα
κλπ ανάλογα με την κοινωνική τους θέση, δηλαδή με το αν ήταν ιερείς ή αξιωματικοί ή ναύτες κλπ και
καθώς όριζαν οι νόμοι και τα ήθη και έθιμα τότε. Η χρήση της ειδικής και
ομοιόμορφης στολής στο στρατό γενικεύθηκε
από τον 17ο αιώνα, όταν επικράτησε ο θεσμός των μόνιμων στρατών. Μια από τις
αρχαιότερες γραπτές μαρτυρίες, σχετικά με στρατιωτική ενδυμασία - εξάρτυση,
είναι η πιο κάτω του Ηρόδοτου (Ιστορία Ζ’ 61-65), η οποία αναφέρει το τι στρατιωτικές ενδυμασίες φορούσαν και τι
όπλα διέθεταν οι στρατιώτες των Περσών και των συμμάχων τους κατά την
εκστρατεία του Ξέρξη ( 486 π.Χ. - 465 π.Χ. ) κατά της Ελλάδος και που
σύμφωνα με αυτή όλοι οι στρατιώτες και όλοι οι αξιωματικοί (επικεφαλείς,
αρχηγοί) του στρατού της κάθε χώρας είχαν ίδια στολή ή φορούσαν ίδια στολή με
αυτή του στρατού άλλης σύμμαχου χώρας και δεν είχαν άλλη στολή οι στρατιώτες, άλλη οι αξιωματικοί, άλλη οι
του πεζικού, άλλη του ιππικού κλπ, όπως
γίνεται σήμερα, πρβ: << Μετέσχον της εκστρατείας (του Ξέρξη) οι εξής: οι
Πέρσαι, οι οποίοι ήσαν ενδεδυμένοι ως ακολούθως : εις τας κεφαλάς των έφερον
πίλους μαλακούς, οι οποίοι ωνομάζοντο τιάραι, γύρω δε από το σώμα χιτώνας με
μανίκια διαφόρων χρωμάτων («είχον τιάρας
καλεομένους, πίλους απαγέας, περὶ δε το σώμα κιθώνας χειριδωτοὺς ποικίλους,) και θώρακας με σιδηρά λέπια όμοια κατά την όψιν με λέπια ψαριών , γύρω δε από τα σκέλη
είχαν αναξυρίδας («περὶ δὲ τὰ σκέλεα ἀναξυρίδας») και αντί ασπίδων γέρρα, κάτω δε από αυτά εκρέμοντο
φαρέτραι. Δόρατα είχον μικρά, τόξα μεγάλα και βέλη καλαμένια. Εκρέματο δε προς
το δεξιόν μέρος εγχειρίδιον δεμένον με
ζώνη…. Οι Μήδοι εξεστρατευον ενδεδυμενοι καθώς και οι Πέρσες, διότι η ενδυμασία
αυτή είναι Μηδική και όχι Περσική («Μηδική γαρ αύτη η σκευή έστι και ουχί Περσική») …..… Οι Κίσιοι μεσχοντες της εκστρατείας κατά
μεν τα άλλα ήσαν ενδεδυμενοι όπως οι Πέρσαι, μόνο δε αντί των πίλων εφόρουν εις
τας κεφαλάς των μίτρας…. Κι οι Ασσύριοι εκστράτευαν φορώντας στο κεφάλι χάλκινα
κράνη, με μια πλέξη βαρβαρική που δεν είναι εύκολο να περιγραφεί, είχαν όμως
ασπίδες και δόρατα και κοντομάχαιρα παρόμοια με των Αιγυπτίων κι ακόμη ξύλινα
ρόπαλα ενισχυμένα με σιδερένια καρφιά και θώρακες από λινάρι. Αυτούς οι Έλληνες
τους ονόμαζαν Συρίους, αλλά οι βάρβαροι τους αποκαλούσαν Ασσυρίους. ……. Κι οι
Βάκτριοι εκστράτευαν φορώντας κάλυμμα της κεφαλής παρόμοιο με των Μήδων, αλλά
τα τόξα ήταν του τόπου τους, από μπαμπού, και τα δόρατά τους
κοντά. Και οι Σάκες, Σκύθες, φορούσαν στο κεφάλι κυρβασίες που
κατέληγαν σε μύτη, κρατιούνταν όρθιες και στέρεες· ήταν ντυμένοι με
αναξυρίδες· τόξα και κοντομάχαιρα είχαν του τόπου τους κι ακόμα κρατούσαν
πολεμικό πελέκι, τη σάγαρη…….. Οι
Ινδοί πάλι, ντυμένοι με ρούχα καμωμένα από ξύλινο νήμα, είχαν τόξα από μπαμπού
και βέλη από καλάμι με σιδερένια μύτη………. Κι οι Κάσπιοι, ντυμένοι με
προβιές ζώων, έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία έχοντας τόξα του τόπου τους, από
μπαμπού, και ακινάκες. ………. Οι Πάκτυες πάλι φορούσαν προβιές ζώων και
κρατούσαν τόξα και κοντομάχαιρα του τόπου τους· οι Πάκτυες είχαν αρχηγό
τον Αρταΰντη, το γιο του Ιθαμίτρη……… Κι
οι Αράβιοι φορούσαν ζειράς (κελεμπίες) με ζώνη στη μέση, κι είχαν τόξα κυρτά,
στο δεξί τους ώμο, με μεγάλο μήκος (« Αράβιοι δε ζειρὰς υπεζωμένοι ήσαν, τόξα δὲ παλίντονα είχον προς
δεξιά, μακρά»). . Κι οι Αιθίοπες, φορώντας τομάρια πανθήρων και
λιονταριών, είχαν τόξα καμωμένα από κλαριά φοινικιάς, με μεγάλο μήκος, όχι
μικρότερα από τέσσερες πήχεις, που τα όπλιζαν με μικρά βέλη από καλάμι που η
μύτη τους, αντί από σίδερο, ήταν από πέτρα που την έκαναν μυτερή· μ᾽ αυτή την πέτρα χαράζουν και τους σφραγιδολίθους τους· κι είχαν επίσης δόρατα που η αιχμή τους ήταν από κέρατο ελαφιού που το έκαναν μυτερό σαν
ξίφος· κι είχαν και ρόπαλα ενισχυμένα με καρφιά. Μπαίνοντας στη μάχη
έβαφαν το σώμα τους, το μισό με γύψο, το άλλο μισό με κοκκινόχωμα…. Στην
εκστρατεία έπαιρναν μέρος και οι Θράκες φορώντας στο κεφάλι σκούφους από δέρμα
αλεπούς· κι ήταν ντυμένοι με χιτώνες κι από πάνω φορούσαν πολύχρωμες
κελεμπίες («περὶ δὲ τὸ σώμα κιθώνας, επὶ δε ζειρὰς περιβεβλημένοι ποικίλας, περὶ δὲ τοὺς πόδας τε και τας κνήμας
πέδιλα νεβρών»), , ενώ στα πέλματα και τις κνήμες τους είχαν υποδήματα από
δέρμα μικρού ελαφιού· κρατούσαν ακόμη ακόντια και πέλτες και μικρά κοντομάχαιρα…….».. (Ηροδότου, Ιστορία Ζ’ 61-80)
στυλ, το (άκλιτη λέξη) = το ενδυματολογικό, λογοτεχνικό και
καλλιτεχνικό ύφος, τεχνοτροπία - άποψη, τρόπος ζωής και εν γένει συμπεριφοράς.
Ετυμολογία από τη γαλλική λέξη style < λατινική stilus < ελληνική στύλος
σώβρακο, το = η εσωτερική ανδρική βράκα, όπου βλέπε
περισσότερα.
ταγιέρ, το = γυναικείο ένδυμα αποτελούμενο
από σακάκι και φούστα (ή και παντελόνι) του
ίδιου στιλ. Θεωρείται αστικό, κομψό και σοβαρό ένδυμα και συνδυάζεται με
ψηλοτάκουνες κάπως γόβες και καπέλο. Η άκλιτη λέξη ταγιέρ προέρχεται από
τη γαλλική tailleur και αυτή, ίσως, από την ελληνική ταίρι, τεργιάζω
τερζής,
ο = αυτός που ράβει βράκες ή άλλως
σαλβάρια (τουρκική terzi =
ράφτης)
τζάκετ, το = είδος σημερινού σακακιού για άντρες (κυρίως) και γυναίκες. Η άκλιτη
λέξη τζάκετ προέρχεται από την αγγλική
jacket, προερχόμενη από τη γαλλική jaquette =
ζακέτα, όπου βλέπε περισσότερα.
τήβεννος,
η = ένα πλατύ και μακρύ ιμάτιο , μάλλινο
ή μεταξένιο, σε σχήμα οβάλ, σε διάμετρο
2 μέτρα ή όσο το ύψος του χρήστη και μήκος 6 μέτρων ή όσο τρεις φορές το ύψος
του χρήστη , που οι Ρωμαίοι ονόμαζαν
toga και το οποίο χρησιμοποιούσαν ως επανωφόρι, δηλαδή κάτι ως σήμερα με
το παλτό. Ο Διονύσιος Αλικαρνασσέας
(Ρωμαϊκή Αρχαιολογία LXI.) αναφέρει ότι η τόγα
(toga) των Ρωμαίων στα ελληνικά
λέγεται τήβεννος , όμως δεν του φαίνεται
το όνομα αυτό να είναι ελληνικό, πρβ: «τα δε τοιαύτα των αμφιεσμάτων Ρωμαίοι μεν τόγας, Έλληνες δε τηβέννας1καλούσιν, ούκ οίδ᾿ οπόθεν μαθόντες· Ελληνικὸν γαρ ου φαίνεταί μοι τούνομα είναι». Η
τήβεννος ήταν ένδυμα αντίστοιχο προς την ελληνική χλαμύδα, δηλαδή επανωφόρι που φοριόταν πάνω από το ιμάτιο
της tunica (= ο ρωμαϊκός χιτώνας), μόνο
που η τήβεννος ήταν πολύ πιο μακρά και σε σχήμα οβάλ, ενώ η χλαμύδα ήταν
ορθογώνια και όσο το ύψος και πλάτος του χρήστη. Στην αρχή η τήβεννος ήταν το
κοινό εξωτερικό ένδυμα των ανδρών και των γυναικών κι αργότερα έγινε το
ένδυμα μόνο των ανδρών που είχαν το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη και ανεξάρτητα
από την κοινωνική τους τάξη.
Το αντίστοιχο της toga ένδυμα των γυναικών της Ρώμης ήταν η στόλα (stola). Σήμερα τήβεννος λέγεται το
μακρύ, ριχτό σκουρόχρωμο ένδυμα με φαρδιά μανίκια και διακοσμητικές
ταινίες γύρω από τα μανίκια και το λαιμό, που φορούν δικαστές και πανεπιστημιακοί
σε επίσημες τελετές ή περιστάσεις.
τουαλέτα,
η = πολυτελές
απογευματινό φόρεμα που φοριέται σε επίσημες εκδηλώσεις:
βραδινή / έξωμη / μαύρη/ χορού
κλπ και επίσης μεταφορικά είτε το έπιπλο της κρεβατοκάμαρας με καθρέφτη, όπου τοποθετούνται τα
εργαλεία περιποίησης (κυρίως του
προσώπου και των μαλλιών) εκείνου που φορά τουαλέτα ή μικρό δωμάτιο με λουτρό
και αποχωρητήριο όπου συνάμα καλλωπίζονται αυτοί που φορούν τουαλέτα < γαλλική toilette.
τουρπάνι
ή τουλουπάνι, το = κάθε πολύ μακρό πανί τυλιγμενο ή άλλως στρουφιγμένο (turpin) πολλές φορές στο
κεφάλι. Το σαρίκι στα βυζαντινά λεγόταν καισαρίκιον και στα τουρκικά, ιταλικά
κ.α. turbani = Αγγλικά και γαλλικά
turban < τουρκ. Tulbend = Ιταλικά turbáni, από το ιταλικό turbante
= ελληνικά τυρβάζω = περιστρέφω >
τούρμπο = στρόβιλος απ΄ όπου και τουρμπάνι > τουλουπάνι. O μαχαραγιάδες φορούν άσπρο μεταξωτό τουρπάνι
τσάντα,
η =
τουρκική çanta < περσική chanteh =
η σάκα, η σακούλα
τσαρδίνια
τα = είδος στιβανιών. Είναι / ήσαν υποδήματα άσπρα ή ασπροκίτρινα,
πολύ ακριβά, κομψά και πολύ εφαρμοστά στην κνήμη. Ήταν επίσης ψηλά, με καλάμι,
όπως τα στιβάνια, με διακοσμήσεις και
ανοικτά στο πίσω μέρος καθ’ όλο το μήκος της κνήμης, για να ξεφανερώνεται στο
περπάτημα η στέρεα ανδρική γάμπα, και
έκλειναν με μεταξωτά, συνήθως κόκκινα, κορδόνια. (Ν. Καζαντζάκης. «καπεταν
Μιχάλης» ) Υπήρχαν στην Κρήτη επί
τουρκοκρατίας και παλιότερα.
τραχηλιά ή κολέτο,
το = το κασκόλ (Ιταλικά colletto > κολάρο =ο τράχηλος), μόνο που αρχικά ήταν σε
σχήμα κυκλωειδές. Από την τραχηλιά κατάγεται και ο λαιμοδέτης ή γραβάτα: «Εις
τον τράχηλον (οι Κρητικιές) φορούσι πλεκτήν τραχηλιάν (κολέτο λεγομένην) της οποίας το κυκλωειδές σχήμα
καλύπτει τους ώμους, τη ράχην και το στήθος. (Μ. Χουρμουζης –Βυζάντιος,
«Κρητικά», 1842)
τσεβρές, (τουρκική çevre) =
το χρυσοκέντητο και μεταξοκέντητο
εργόχειρο ή και κεφαλομάντηλο: Φροσύν΄,
σε κλαίει η άνοιξη, σε κλαίει το καλοκαίρι, / σε κλαίει κι ο Μουχτάρ-πασάς με
τον τσεβρέ στο χέρι. (Δημοτικό)
τσεμπέρι, το =
το μαύρο γυναικείο μαντήλι ή αυτό που κατά τόπους συνηθίζεται να φορούν
οι γυναίκες με πένθος ή οι ενήλικες. Το
μαντήλι αυτό, αφού διπλωθεί στα δυο σε σχήμα τριγώνου, ζώνει το κεφάλι, με την άκρη του τριγώνου στο πίσω μέρος του
κεφαλιού, και ακολούθως οι δυο άκρες
που σχηματίζονται δένονται κάτω από το σαγόνι ή διασταυρώνονται κάτω από το
σαγόνι και στη συνέχεια δένονται στην κορυφή του κεφαλιού.
Τουρκική çember < περσική chambar = ο ζωστήρας. .
τσέπη,
η = μικρή θήκη ραμμένης επάνω σε
ρούχα (σε σακάκι, παντελόνι κλπ) και από το ίδιο ύφασμα με αυτά, όπου μπορεί
κανείς να βάλει μικροαντικείμενα. Τούρκικά cep < αραβικά dzep.= tasca ιταλικά
τσίπα,
η = το στρώμα λίπους (κρούστα) που σχηματίζει στο πάνω μέρος του το γάλα, τσίπα
ή πέτσα > πετσέτα λεγόταν επί Βυζαντινών και ένα είδος καλύμματος της
κεφαλής, ανδρών και γυναικών, από πολύ
λεπτό ύφασμα . Μάλιστα, επειδή τότε η
σεμνή γυναίκα όφειλε να έχει το κεφάλι καλυμμένο, να φοράει δηλαδή μαφόριο ή
φακιόλι ή τσίπα κτλ, ώστε να μην είναι αναμαλλαρέα (ανεμάλλιαρη),
όποια δε φορούσε, ήταν ξετσίπωτη, λέξη
με την έννοια ως λέμε σήμερα το ξεβράκωτη, λέξεις που χρησιμοποιούμε για την
αναίσχυντη, ξεδιάντροπη και αισχρή γυναίκα.
τσόκαρο
, το = πέδιλο ή παντούφλα με ξυλινο πάτο
και (μτφ.) σαχλή γυναίκα. Τσόκαρο < βενετική zocaro < ιταλικά zoccolo < λατινικά socculus, υποκοριστικό του soccus
τσόχα,
η = χοντρό μάλλινο ύφασμα με το οποίο
φτιάχνονται τα σαλβάρια, αλλά και τα καλύμματα στα τραπέζια χαρτοπαιξίας Από τουρκική λέξη çuha < περσική chukha = μάλλινο ένδυμα.
υποδήματα, τα = τα καλύμματα των ποδών:
τα παπούτσια, οι μπότες κλπ. Από το
υπο-δέω
φακιόλι, το. = είδος λεπτού γυναικείου κεφαλόδεσμος που δένεται από τις άκρες του στο κούτελο. Το γυναικείο μαντήλι που, αφού διπλωθεί στα δυο σε σχήμα τριγώνου, μπαίνει επάνω από τα μαλλιά , με την άκρη του τριγώνου στο πίσω μέρος του κεφαλιού, και ακολούθως οι δυο άκρες του μαντηλιού που σχηματίζονται διέρχονται σταυρωτά πίσω από το σβέρκο και δένονται πάνω από το μέτωπο (στο κούτελο). Βυζαντινά φακίολος, από το λατινικό Faciāle, . facies = η όψη, το πρόσωπο, η φάτσα > μσν φακιόλιον και φακεώλιον/ φακιώλιον/ φακιάλιον και φακιάριον κ.α. Επειδή το φακιόλι μοιάζει με τα καλύμματα κεφαλής των Οθωμανών ηγεμόνων, ο ανθενωτικός πρωθυπουργός των Βυζαντινών Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς είπε το περίφημο και συνάμα καταστροφικό, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια: "Κρειττότερόν εστιν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν."
φανέλα,
η = είδος ενδύματος και υφάσματος. Το ύφασμα φανέλα γίνεται από μαλλί και
βαμβάκι και από αυτό γίνεται το
άνω εσώρουχο (φανελάκι) εξ ου και φανέλα και φανελάκι. Σήμερα φανέλα λέγεται και
η μπλούζα των αθλητών. Από το βενετικό
fanela < ιταλ. flanella < αγγλ. flannel .
φάριο,
το = ο πίλος των ευζώνων, βρακοφόρων και τσολιάδων της πρώην Ανακτορικής και
νυν Προεδρικής Φρουράς, από το φαρος. Είναι σπαστό σκούφος/φέσι από κόκκινη τσόχα και με μακρύ, πυκνό και
μαύρο μεταξένιο θύσανο (φούντα). Από το φάρος. Το κόκκινο χρώμα του φαριου
συμβολίζει το αίμα των Ελλήνων στο βωμό της ελευθερία και ο θύσανος το δάκρυ τους για τους νεκρούς τους.
φασκιά,
η = τα σπάργανα, το περίζωμα, πλατιά
λουρίδα υφάσματος με την οποία τύλιγαν παλιότερα τα μωρά, για να κάνουν ίσιο
κορμί. Λατινικά fascia «την ζώνην, ήν Ρωμαίοι καλούσι φασκίαν»
(Ιούλιος Πολυδεύκης, Iullius Pollucis Onomastico)
φραμπαλάς,
ο = πρόσθετη πλατιά πτυχωτή ταινία στο κάτω μέρος γυναικείου φορέματος
(στο ποδόγυρο) ή στα άκρα μανικιού, μαξιλαριού, σεντονιού κτλ . Από το γαλλικό
falbala > φαρμπαλάς > φραμπαλάς
φερετζές,
ο = το λεπτό διάφανο μαύρο τούλι με το
οποίο σκεπάζουν το πρόσωπό τους οι μουσουλμάνες και που η διαφάνεια του
επιτρέπει απλώς στην όραση να διακρίνει
τ' αντικείμενα σε μικρή απόσταση. Ο Ν. Κονδυλάκης στον Πατούχα λέει και ότι
όταν οι μουσουλμάνες των χωριών της Κρήτης βοηθούσαν τους άντρες τους στις
γεωργικές εργασίες σπάνια φορούσαν φερετζέ, απλώς κάλυπταν το κεφάλι τους
«δια τουλιού λεπτού ή δαμάσκου το οποίον κρέμεται επί των νώτων».
φέρμελη (<
αλβ. fermele ), η = το
γιλέκο με χρυσό διάκοσμο των ευζώνων βρακοφόρων και
τσολιάδων της Προεδρικής Φρουράς.
φόρεμα, το = το ολόσωμο γυναικείο εξωτερικό ρούχο, με ή χωρίς μανίκια.
Καλύπτει το σώμα απο το λαιμό έως τα γόνατα ή έως τις φτερνες. Λέγεται και φουστάνι.
Από το φορέω-ώ > φόρεμα, φόρημα, φορητός κ.α..
φουλάρι,
το = η μακριά (παραλληλόγραμμη) λουρίδα υφάσματος, συνήθως λεπτή και από
μετάξι, για το λαιμό, κάτι ως το κασκόλ
( < γαλλ. foulard < προβηγκιακό foulat =
είδος υφάσματος).
φούντα, η = ο θύσανος, το άνθος, ο ανθός, όταν βγαίνει, φουντώνω = φουσκώνω,
λατινικά funda, προερχόμενα από το φύω.
φουρό,
το = η φούστα από ψιλό ύφασμα που φοριέται
κάτω από τη φούστα ως βοηθητικό κομμάτι και έχει ως αποτέλεσμα καλύτερο όγκο με
τις πλαστικές βεργούλες που βρίσκονται περιμετρικά της φούστας ως το τελείωμα.
φούστα, η = το
φόρεμα που καλύπτει το σώμα από τη μέση και κάτω ως ζώνη, δηλαδή είναι από κάτω
ανοικτό. Διακρίνεται σε μακρά (maxi), κοντή (mini) και
κανονική, ως τα γόνατα. (Περισσότερα βλέπε «φουστανέλα¨)
φουστάνι,
το = το φόρεμα που καταλήγει
σε φούστα. Η φούστα που είναι ενωμένη με την πουκαμίσα. Διακρίνεται σε: κοντό
και μακρύ ή ποδήρη, στενό και φαρδύ , γιορτινό και καθημερινό, ακριβό και φτηνό κ.α. (Περισσότερα βλέπε «φουστανέλα¨)
φουστανέλα,
η = η φούστα από άσπρο ύφασμα,
με πάρα πολλές πτυχές και με μήκος που φτάνει περίπου μέχρι το γόνατο,
την οποία φορούν οι καλούμενοι φουστανελάδες ή άλλως τσολιάδες. Οι πτυχές
(δίπλες) στην ευζωνική στολή είναι 400, δηλαδή
τόσες όσα τα χρόνια της σκλαβιάς των Ελλήνων επί τουρκοκρατίας. Η φουστανέλα
ένα παραδοσιακό
ένδυμα που φορούσαν κατά την
Τουρκοκρατία οι αρματολοί και οι
οπλαρχηγοί των Βαλκανικών χριστιανικών
ομάδων: Σαρακατσάνων, Βλάχων, Αρβανιτών κ.α., που
μαζί με τους νησιώτες κ.α. αποτέλεσαν
κατά την απελευθέρωσή τους το νέο ελληνικό έθνος, άρα η φουστανέλα είναι
ελληνικό ένδυμα. Διευκρινίζεται και ότι
άλλο Αρβανίτες και άλλο Τουρκαρβανίτες ή Αλβανοί. Οι Αρβανίτες είναι ντόπιο
φύλλο (Ιλλυρικό), ενώ οι Τουρκαρβανίτες
ήσαν είτε εξισλαμισμένοι ντόπιοι είτε Οθωμανοί που είχαν έλθει στα Βαλκάνια
κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Περά αυτού η ονομασία και το
σχήμα της φουστανέλας ομολογούν, διατυμπανίζουν ότι δεν έχει προέλθει από το
χιτώνα, ελληνικό ή ρωμαϊκό (ο χιτώνας
στα λατινικά λέγεται tunica),
όπως λένε μερικοί, αλλά από την ελληνική λέξη
και το ελληνικό ένδυμα φούστα/φουστάνι,
που είναι ένδυμα που υπάρχει στην Ελλάδα από πολύ παλιά, όπως μαρτυρούν
οι αρχαίες τοιχογραφίες της Κνωσού , των Μυκηνών, της Θήβας κλπ. Απλά η ονομασία φουστανέλα είναι υποκοριστικό της
ελληνικής λέξης φούστα/φουστάνι, αλλά ιταλικά, δηλαδή συν την υποκοριστική ιταλική κατάληξη -ella > φουστανέλα (= η μικρή, η κοντή φούστα/φουστάνι), κάτι που έγινε επί
εποχής ενετών στην Ελλάδα και για τους λόγους που θα δούμε πιο κάτω. Η
φουστανέλα παρουσιάζεται κατά το τέλος της Βυζαντινής Περιόδου σε θραύσματα
βυζαντινών αγγείων του 12ου αιώνα από την Κόρινθο, ( Morgan, Charles Hill
, The Byzantine pottery), ενώ επί
εποχής Ενετών στην Ελλάδα και Ιταλία είναι πολύ διαδεδομένα και η φούστα και το
φουστάνι. Μάλιστα από τις γκραβούρες στο
διασωθέν επτανησιακό χειρόγραφο του «Ερωτόκριτου» που φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη
του Βρετανικού Μουσείου, προκύπτει σαφέστατα και ότι οι ενδυμασίες των Ελλήνων ( Κρητών, Αθηναίων
κλπ) κατά την περίοδο των Ενετών ήσαν ίδιες με τις ενετικές, λόγω του ότι οι Έλληνες ήσαν υποτελείς των
Ενετών. Την εποχή αυτή και οι Ενετοί και οι Έλληνες φορούν
βράκες (εφαρμοστές ή φουσκωτές )
και πάνω από τις βράκες πολλοί φορούν και κοντή φούστα. Στη συνέχεια, όπως
προκύπτει διαχρονικά από τις γκραβούρες και τις παραστάσεις σε αγγεία, οι νησιώτες Έλληνες κατάργησαν τη φούστα και
ανέπτυξαν την πολύπτυχη βράκα (και αυτή αρχικά δεν είχε πολλές πτυχές) και οι
στεριανοί Έλληνες (Στερεά, Πελοπόννησος, Μακεδονία κλπ) διατήρησαν και τη φούστα
και απλά την έκαναν πολύπτυχη , ενώ τη βράκα την έκαναν σώβρακο -κάλτσες. Οι λέξεις φούστα, φουστάνι και φουστανέλα
είναι ελληνικές και απλά έχουν ως πρότυπή τους τη λατινική λέξη
fustagno, η οποία σημαίνει το βαμβακερό
ύφασμα ή στην κυριολεξία το ύφασμα που
εισαγόταν από την πόλη Fustat, σημερινό
Fostat, έξω από το Κάιρο. Δηλαδή εδώ έχουμε κάτι όπως και το ύφασμα γάζα, που
λέγεται έτσι, επειδή εισαγόταν από την πόλη Γάζα. Και το ότι οι λέξεις φούστα,
φουστάνι και φουστανέλα είναι ελληνικές,
που απλώς η λέξη φουστανέλα δημιουργήθηκε επι Ενετοκρατίας, προκύπτει και από
το ότι οι λέξεις αυτές δεν υπάρχουν στη
λατινική ούτε και στην τούρκικη γλώσσα. Η λέξη φούστα στα τούρκικα λέγεται etek, στα λατινικά
castula, στα ιταλικά gonne και στα
αλβανικά pantallona të gjera.
Ομοίως η λέξη φουστάνι στα
τούρκικα λέγεται elbise, στα λατινικά δεν υπάρχει, στα ιταλικά λέγεται vestito και στα αλβανικά
veshje. Στα λατινικά δεν υπάρχει καμία από τις λέξει αυτές, πλην μόνο η λέξη fustagno, η οποία σημαίνει το βαμβακερό ύφασμα. Κατ’ άλλους η λατινική λέξη fustagno (= ύφασμα από βαμβάκι) παράγεται από
τη λέξη fustis = το ξύλο και fustagno =
το ξύλινο ύφασμα, λόγω του ότι βγαίνει από το φυτό βαμβακιά, κάτι ως λινάρι
> λινό. Ωστόσο αυτό δεν είναι
σίγουρο. Το σίγουρο είναι κατά τα αρχαία λατινικά λεξικά ότι από τη λέξη fustis (= το ξύλο) παράγονται
οι λέξεις Fusto = κορμός δέντρου, το
βαρέλι και fusta = το πλοίο βαρέλα. Το πλοίο φούστα (fusta ή fuste) ήταν
ένα στενό, ελαφρύ, επίπεδο και ευκίνητο πλοιάριο με πανιά.
φράγκικές λέξεις: φραγκοράφτης, ο = αυτός που ράβει φράγκικα, δηλαδή
ευρωπαϊκές ενδυμασίες σε σχέση με το καλούμενο
τερζή = αυτός που ράβει τα σαλβάρια. Φραγκιά (France) = η Γαλλία, όπου υπήρχε το Παρίσι, που
θεωρείται η πόλη της μόδας > μοδίστρα. Φράγκικες (γαλλικές) λέξεις: αμπιγέ,
κρουαζέ, , μανεκέν, μόδα, μοδίστρα,
μπουτίκ, ντεμοντέ, πασαρέλα, ρεβέρ, στυλ, τουαλέτα, τρουακάρ, φαρμπαλάς > φραμπαλάς, φερμουάρ κ.α.
Ρούχα: ανσάμπλ, γάντια, ζακέτα, σάρπα,
καλσόν, καμπαρντίνα, κασκόλ, κολάν, κορσές, κορσάζ, καλτσόν, κομπινεζόν, κρινολίνο, κυλόττα, μαγιό, μπουφάν, παλτό, παπιγιόν, σαμπό, σινιέ, σάρπα, σουέτ,
σουτιέν, ταγέρ, φουλάρι κ.α. Γούνες: βιζόν, ετόλ, λουτρ, ρενάρ κ.α. Υφάσματα:
βισκόζ, βουάλ, εμπριμέ, καμηλό, καρό, κοτλέ, λαμέ, ντουμπλεφάς, πικέ, σατέν,
ταφτάς, τούλι κ.α. Κοσμήματα: κολιέ, μενταγιόν, μπιζού, μπρελόκ κ.α. Χρώματα:
ακαζού, γκρενά, ιβουάρ, εκρού, κρεμ, λιλά, μοβ, μπεζ, μπλε μαρέν, μπορντό,
παστέλ, ροζ, σιέλ, τουρκουάζ, φουμέ κ.α.
χιτώνας, ο = το αρχαίο λεπτό ένδυμα. Τα
ενδύματα αρχικά ήταν όπως τα
κλινοσκεπάσματα, οι κουβέρτες, ένα λεπτό όπως το σεντόνι που λεγόταν χιτών και
ένα πιο χοντρό που λεγόταν χλαμύδα ή μανδύας. Σήμερα η λέξη χιτώνας
σημαίνει ό,τι λεπτό
περιβάλλει και καλύπτει κάτι, π.χ.: αμφιβληστροειδής / κερατοειδής κλπ χιτώνας και μανδύας ό,τι χοντρό
περιβάλει και καλύπει κάτι, π.χ. μανδύας γης. Ο χιτώνας μετά έγινε σωληνωτός, ενώνοντας
από το πλάι τις δυο άκρες του και συνάμα ράβοντας το πάνω στόμιο του σωλήνα,
όμως αφήνοντας κενά να περνούν το κεφάλι και τα χέρια. Η χλαμύδα διαμορφώθηκε
και από εκεί προήλθαν η χλαίνη, το παλτό κλπ
χιτώνιο,
το = .ο κοντός χιτώνας, σήμερα το κοντό στρατιωτικό σακάκι που
μοιάζει με μπουφάν /τζάκετ
χλαίνα,
χλαίνη, η = το μακρύ, μάλλινο
και χοντρό στρατιωτικό παλτό. Είναι πανωφόρι που προήλθε από την αρχαία χλαμύδα, προσθέτοντας σ΄ αυτή μανίκια
και μεγάλο γιακά, για ανασκουμπώνεται στο κρύο και να καλύπτει τα αυτιά.
χλαμύδα, η = αρχαίο μάλλινο, χοντρό και αμάνικο επανωφόρι, αντίστοιχο της
τηβέννου ή λατινικά toga των Ρωμαίων. ‘Ηταν ως μια σημερινή
κουβέρτα, που σκέπαζε την πλάτη και γενικά το σώμα από το κεφάλι ή από τους
ώμους και κάτω και της οποίας οι δυο επάνω άκρες ενώνονταν και δενόταν με πόρπη
ή περόνη μπροστά στο στήθος ή στον ένα ώμο . Διακρινόταν
σε κόκκινη / πορφυρή / βασιλική
κλπ Ήταν περισσότερο ένδυμα των εφήβων, των ταξιδιωτών και των στρατιωτών.
Υπήρχαν και ειδικές χλαμύδες ως επίσημο ένδυμα βασιλέων
και στρατηγών. Η χλαμύδα ήταν πιο
κοντή από το ιμάτιο. Από τη χλαμύδα προέρχεται η σημερινή στρατιωτική χλαίνη.
ωμοφόριο,
το = στενόμακρο ένδυμα που φορούν οι
αρχιεπίσκοποι στους ώμους..
Σύλλογος Κρητών και Φίλων Κρήτης Αγίας
Παρασκευής Αττικής, 2016: Αδαμάντιος (Μάκης) Κρασανάκης (Πρόεδρος Δ.Σ.), Δήμητρα Χριστοφοράτου
(Γραμματέας Δ.Σ. και το χορευτικό: Χρ. Βλαχόπουλος, Απ. Κατσόρχης, Γιώργος
Λατζουράκης, Δημ. Κουκουνιάς, Χρύσα Μουσούρη, Μαντώ Καλλονάκη, Βάσω Πολλάκη,
Ν, Καράλης, Ελένη Καράλη, Μαρίτα Μουσιούτη, Ζωή Καραπασιάδου, Εύη Καραπσιά,
Χρ. Καφρομάνη, Δήμ. Καφρομάνη, Κ. Μαραγκουδάκης. |
Το
παρόν βιβλίο είναι μια πρότυπη εργασία (λαογραφική καταγραφή και επιστημονική
μελέτη), σχετικά με τις κρητικές παραδοσιακές φορεσιές, η οποία στηρίζεται σε
αυθεντικές και μόνο πηγές, αρχαίους συγγραφείς και σύγχρονους ειδικούς
(λαογράφους, δάσκαλους κλπ), τα ονόματα των οποίων αναφέρονται εκεί που πρέπει
να αναφερθούν εντός του βιβλίου. Ενδεικτικά: 1) Αντώνης Σανουδάκης «Καπεταν
Αδάμης Κρασανάκης ή Κρασαναδάμης, βήματα λευτεριάς» 2) Θεοχάρης
Προβατάκης «Η Κρήτη, λαϊκή τέχνη και ζωή» 3) Χρυσούλα Τζομπανακη «Το Ηράκλειο
εντός των τειχών, 2000» 4) Άλκης Ράπτης «Ο κόσμος του ελληνικού χορού», Ν.
Καζαντζάκης (Καπεταν Μιχάλης), Ι. Κονδυλάκης (Πατούχας) κ.α.,
2.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ (ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΓΡΑΦΗΣ)
4.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΡΗΤΟΡΙΚΗ
6.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΤΟΠΟΙΙΑ
9.
Η
ΑΘΗΝΑ (ΟΝΟΜΑΣΙΑ, ΙΔΡΥΣΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ, ΚΑΤΑΓΩΓΗ, ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΛΠ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ)
10.
Η ΓΡΑΦΗ (ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΡΑΦΗΣ , ΕΙΔΗ ΚΛΠ)
12.
Η
ΘΗΒΑ (ΟΝΟΜΑΣΙΑ, ΙΔΡΥΣΗ, ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ
ΚΛΠ)
13.
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (ΟΝΟΜΑΣΙΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ, ΚΑΤΑΓΩΓΗ, ΠΡΟΦΟΡΑ ΚΛΠ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ )
14.
Η
ΣΠΑΡΤΗ (ΟΝΟΜΑΣΙΑ, ΙΔΡΥΣΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ, ΚΑΤΑΓΩΓΗ, ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΛΠ ΤΩΝ ΣΠΑΡΤΙΑΤΩΝ)
15.
ΚΡΗΤΑΓΕΝΗΣ ΔΙΑΣ ΚΑΙ Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΩΝ ΘΕΩΝ
16.
ΚΡΗΤΙΚΕΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΦΟΡΕΣΙΕΣ
17.
ΚΡΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
(ΟΝΟΜΑΣΙΑ, ΚΑΤΑΓΩΓΗ, ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΚΡΗΤΩΝ)
18.
ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΧΟΡΟΙ (ΧΟΡΟΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΝΟΗΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ
ΚΡΗΤΗ)
19.
ΜΑΘΗΣΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ: (ΔΥΣΛΕΞΙΑ, ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΙΣΜΟΣ κ.α).
20.
ΜΙΝΩΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑΣ
21.
ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ (ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ, ΕΙΔΗ ΚΛΠ),
22.
ΝΑΥΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
23.
ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ
24.
ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΛΑΣΙΘΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ Α.Γ. ΚΡΑΣΑΝΑΚΗΣ
25.
ΠΕΡΙ
ΘΥΣΙΩΝ, ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΚΡΕΑΤΟΦΑΓΙΑΣ
26.
ΠΕΡΙ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑΣ, ΜΑΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΑΝΤΕΙΑΣ
27.
ΠΕΡΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ: Η ΚΙΘΑΡΑ ΜΕ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΗΣ, Η ΛΥΡΑ ΚΑΙ Ο
ΑΥΛΟΣ ΕΠΙΝΟΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΚΡΗΤΕΣ
28.
ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΗΣ: ΜΑΝΤΙΝΑΔΑ, ΚΑΝΤΑΔΑ, ΡΙΜΑ, ΡΙΖΙΤΙΚΟ, ΑΜΑΝΕΣ
ΚΛΠ
29.
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
30.
ΨΕΥΔΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΦΗ